Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

483

1699 Συχναῖϲ: ϲυνεχέϲι. καὶ Συχνὴν οὐϲίαν, τὴν πολλήν. [*](Σ Ar.) καὶ Συχνὸϲ χρυϲόϲ, ὁ πολύϲ. καὶ τῆϲ οἰκίαϲ οὐκ οὔϲηϲ μονήρουϲ, ἀλλὰ ϲυχνῆϲ ἀμηγέπη. καὶ Ἰάμβλιχοϲ· παρεϲκεύαϲε πομπὴν ἐπιφανῆ [*](Ε) καὶ λαμπράν, ἐϲθῆτα ϲοβαρὰν καὶ θεραπείαν ϲυχνὴν εὐνούχων τε [*](Ε) καὶ θεραπαινίδων.

1700 Συχνόν: πολύ, πυκνόν. Ξενορών· ἅρματα διαλείποντα ϲυχκὸν ἀπ’ ἀλλήλων. ἀντὶ τοῦ πολύ. ὁ δὲ ϲυχνοὺϲ τῶν ἐπιϲήμων [*](Ε + Σ) τῆϲ βουλῆϲ ἐφόνευϲεν. ἀντὶ τοῦ πολλούϲ. πίονα τυρὸν δρέψεϲθε, [*](Ε + Σ) αὔην ἰϲχάδα καὶ δεῖπνον ϲυχνὸν ἀπὸ ϲκυβάλων.

[*](Anth.)

1701 Σφαγάϲ: τὰϲ κατακλεῖδαϲ. Θουκυδίδηϲ· καὶ ὀϊϲτοὺϲ καθίεϲαν [*](Σ) ἐϲ τὰϲ ϲφαγάϲ.

1702 Σφαγεῖον: τὸ τοῦ αἵματοϲ δεκτικὸν ἀγγεῖον, ὃ εἶπεν ὁ ποιητὴϲ [*](Ar.) ἀμνίον.

1703 Σφαγιάζειν: τὸ θυϲίαϲ ἐπιτελεῖν. Ἡρόδοτοϲ· ὅϲ, ἐπεὶ ἐϲφαγιάζετο Παυϲανίηϲ, καθήμενοϲ ἐν τῇ τάξει ἐτραυματίϲθη τοξεύματι [*](Ε) τὰ πλευρά.

1704 Σφαγιαζόμενοϲ: διὰ ϲφαγίων θυϲίαν ἐπιτελῶν. ὁ δὲ εἴτε [*](Ε) διοϲημία οἰηθεὶϲ εἶναι εἴτε ϲφαγιαζόμενοϲ, οὐκ ἀγαθὴν τὴν ἀπόβαϲιν ϲημαίνειν λογιζόμενοϲ τὰ θύματα, ϲυμφέρειν ἐλογίζετο φυλάξαϲθαι τὸν καιρόν.

1705 Σφαγίδιον: τὸ τῶν μαγείρων μαχαίριον. καὶ Σφαγίϲ, ϲφαγίδοϲ, τὸ αὐτό.

1706 Σφαδάζειν: θράϲϲειν, δυϲθανατεῖν, ματαίωϲ ϲπᾶϲθαι, χαλεπαίνειν, [*](Σ) μετ’ ὀργῆϲ ϲτενάζειν. Σφαδάζειν καὶ τὸ πηδᾶν, ἀπὸ τοῦ [*](Ecl. ?) ϲπᾶϲθαι. καὶ ϲφακελίζειν.

[*](Suid.)

1707 Σφαδάζοντεϲ: ϲπώμενοι, ἢ δυϲφοροῦντεϲ. καίπερ ϲφαδάζων [*](Σ) ἔνδοθεν πολλοῖϲ λόγοιϲ, ὥϲπερ τιϲ ἀϲκὸϲ δέϲμιοϲ γλεύκουϲ ζέων.

[*](1699 ϲυνέχεϲι ═ P, Ba 377, 3 cf. H, Erotian. 76, 7 Συχνὴν— πολλήν Ar. Pl 754 c. sch. παρεϲκεύαϲε sq. lambl. fr 32 1700— πυκνόν ═ P, Ba 377, 4 cf. H, Erotian. 76, 6 ἅρματα— ἀλλήλων Xen. An. 1, 8,10 πίονα sq. Anth. 6, 303, 3—4 1701 ═ P et praeter Θουκ. Et Gen. cf. Et. M. 737, 39, sch. Thuc. 4, 48, 3, H; Thuc. 4, 48, 3 1702 sch. Ar. Th. 754 cf sch. γ 444, H; P ═ Et. Gen., Et. M 737, 41; γ 444 1703 ὃϲ sq. Hdr. 9, 72, 1 1706 — ϲτενάζειν ═ P cf Lex. rhet. in Et. Gen. et Et M. 737, 15 (plura), H; — ϲπᾶϲθαι pr. ═ Ba 377, 5, Σa cf Moer. 209, 34, χαλεπαίνειν cf. Erotian. 82, 6, sch. Greg. Ann. 177 Σφαδάζειν alt. — ϲπᾶϲθαι alt. cf. Et. M 737,14 et 47, H, sch. Soph. Ai. 833 1707 — δυϲφοροῦντεϲ ═ P, Ba 377, 6; δυϲφοροῦντεϲ cf H, Erotian. 82, 6 καίπερ sq Greg. Naz. carm. I, 1, 11, 848—9, PG 37,1088 (ind. Sternbach))[*](1699 καὶ τῆϲ — ἀμηγεπῆ cf. v. Ε 805 ambl. cf. v. Π 2023 1700 Anth. cf. vv. Α 3303 et 711 1702 cf. v. Αl 202 1706 ϲπᾶϲθαι cf. v. Α 4293 unde καὶ ϲφακελίζειν)[*](5 θεραπαινίδων] δωρηϲάμενοϲ vel aliud participium desiderat Bhd. A(GFVM) πολύν G διαλείπονται FV cp. A 9 ϲυχνὸν] ἰϲχνὸν G M 18 διοϲημείαν FV 19 ϲημαίνει F 19. 20 τὸν καιρὸν φυλάξαϲθαι V 23 θράϲϲειν] Φράϲϲει Phot. Ba Σa βράϲϲειν ex Hes. Heines. 24 ϲτυγνάζειν VMac ἀπὸ τοῦ] καὶ ἀπὸ τούτου coll. v. A 3496 Bhd. 25 καὶ ϲφακελίζειν om. AF)
484
[*](Σ)

1708 Σφαδάζουϲα: πανουργεύουϲα.

[*](Σ)

1709 Σφακελίζοντεϲ: διαϲπῶντεϲ, πηδῶντεϲ, ὑποτρέμοντεϲ. ὅτι [*](Suid.) τό ϲφακελίζειν φλεγμαίνειν ἐϲτί, καὶ διὰ τοῦτο ϲπᾶϲθαι. Κρατῖνοϲ.

[*](Σ)

1710 Σφακελιϲμόϲ: παραπληξία. καὶ Σφάκελοϲ, τὸ βέλοϲ τὸ ϲφάζον.

[*](Σ)

1711 Σφακελιϲμόϲ: ἡ ϲῆψιϲ τοῦ μυελοῦ ϲφακελιϲμὸϲ καλεῖται. γίνεται δὲ ἐκ τοῦ ϲφακελιϲμοῦ καὶ ϲπαϲμόϲ. λέγεται δὲ καὶ ὁ ϲφυγμὸϲ καὶ ὁ παλμόϲ. ϲφάκελον δ’ ἔνιοι τὴν ϲῆψιν λέγουϲι τῶν ὀϲτέων. [*](Ε) Αἰλιανόϲ· καὶ ἀκούω τὸν πόδα ἐκεῖνον αὐτὸν ἐϲ οἴδημα ἀρθῆναι [*](Σ) καὶ φλεγμήναντα ϲφακελίϲαι καὶ ἀποκτεῖναι τὸν ἄνδρα. λέγεται δὲ [*](Prov.) καὶ ϲφάκελοϲ ὁ μέϲοϲ τῆϲ χειρὸϲ δάκτυλοϲ. καὶ παροιμία· Καὶ ϲφάκελοι ποιοῦϲιν ἀτέλειαν· Πειϲίϲτρατοϲ γὰρ ὁ τύραννοϲ δεκάτην τῶν γεωργουμένων ἀπῄτει τοὺϲ Ἀθηναίουϲ. παριὼν μδέ ποτε καὶ ἰδὼν πρεϲβύτην πέτραϲ ἐργαζόμενον καὶ τόπουϲ λιθώδειϲ ἤρετο τὸ πρεϲβύτην, τίναϲ ἐκ τῶν τόπων κομίζοιτο τοὺϲ καρπούϲ· ὁ δὲ ἀπεκρίνατο ὀδύναϲ καὶ ϲφακέλουϲ, καὶ τούτων δεκάτην Πειϲίϲτρατοϲ φέρει. θαυμάϲαϲ δὲ ὁ Πειϲίϲτρατοϲ τὴν παρρηϲίαν αὐτοῦ τῆϲ δεκάτηϲ ἀτέλειαν ἔδωκε. καὶ ἐκ τούτου Ἀθηναῖοι τῇ παροιμίᾳ ἔχρήϲαντο.

[*](Ar.)

1712 Σφάκον: ἀντὶ τοῦ ἐλελίϲφακον. Ἀριϲτοφάνηϲ· κᾆθ’ ὁ μὲν ἔτριβε κεδρίδαϲ, ἄνηθον, ϲφάκον. ὡϲ ἐπιτήδεια παῦϲαι ϲτρόφον.

[*](Ar.)

1713 Σφακτηρία: τόποϲ ϲτενὸϲ τῆϲ Λακωνικῆϲ, διείργων καὶ ἀποχωρίζω καὶ ἀποφράττων τὰϲ ἀπὸ τῆϲ Θεϲϲαλίαϲ καὶ Λακεδαιμονίαϲ εἰϲβολάϲ. ἔνθα καὶ Λεωνίδηϲ πρότερον Λακεδαιμονίων βαϲιλεύϲ.

[*](Ε)

1714 Σφάκτριαι: ἱέρειαι. μετὰ τῆϲ ἱερᾶϲ ϲτολῆϲ ὅλαι τελούμεναι μυϲτικῶϲ ϲφάκτριαι καταλειφθεῖϲαι καὶ αἴρουϲαι τὰ ξίφη γυμνά, καὶ αὗται καταπλέαϲ ἔχουϲαι τοῦ αἵματοϲ τὰϲ χεῖραϲ καὶ τὰ πρόϲωπα μέντοι, ἦϲαν δὲ ἐκ τῶν ἱερείων χριϲάμεναι, ἀθρόαι ὑφʼ ἑνὶ ϲυνθήματι ἐπὶ τὸν Βάττον ᾖξαν, ἵνα αὐτὸν ἀφέλωνται τοῦ ἔτι εἶναι ἄνδρα.

[*](1708 ═ P, Σᵃ, Ba 377, 7 cf gl Greg. An. Ox. 2, 484, 7 1709 — ὑποτρέμοπεϲ ═ P, Ba 377,12, Et. M. 737, 46 cf. H; ὑποτρέμοντεϲ in Deut 28, 32 1710 — παραπληξία ═ P, H, Ba 377, 14, Et M 737, 49 1711 — ὀϲτέων + λέ γεται— δάκτυλοϲ ═ P, Σa, Ba 377, 14 cf. Et. M 737, 49, sch Pl. Tim. 84b. sch. Greg. Ann. 58, H, Bk. 305, 5 καὶ ἀκούω— ἄνδρα Aelian. fr. 37 Καὶ ϲφάκελοι sq. ═ Zen. IV 74 1712 Ar. Th. 486 c. sch. 1713 sch. Ar. Eq 55 1714 μετά sq. Aelian fr. 44)[*](1709 ὅτι sq. ex v. Α 3496 1711 Aelian. cf. vv. E 1211 et Ol 31 Paroem. cf. v. Κ 1206 1714 cf. 1590)[*](A(GFVM))[*](1708—9 om. V, qui add. ϲφαδάζειν καὶ τὸ πηδᾶν ἁπὸ τοῦ ϲπᾶϲθαι cf. p. 483, 24 2 ὅτι —3 Κρατῖνοϲ om AF 2 ὅτι om. G 4 καὶ om. A, nov. gl. 7 δὲ alt. om. AG 9 Αἰλιανόϲ 10 ἄνδρα om. FV 9 παῖδα G αὐτὸν del. Kust. 10 δὲ om. V 11 Σφάκελοϲ καὶ ὁ AGVM 12 ποιοὺϲ O. Crusius Πειϲίϲτρατοϲ—18. 19 ἐχρήϲαντο om. F 15 τὸν δεϲπότην G om V τόπων] πόνων Pricaeus 16 τούτων] δὲ add. Cobet 17 φέροι Cobet ὁ om. A 23 καὶ Λακ.] εἰϲ Λακεδαιμονίαν G 26 καταληφθεῖϲαι G καὶ ἀλειφθεῖϲαὶ Bhd. 28 ἧϲαν δὲ del. Kust δὲ del. Bhd. χρηϲάμεναι GFVM 29 αὐτῶν F)
485

1715 Σφαλείϲ: ἀποτυχών. καὶ Σφαλεῖεν.

[*](SD)

1716 Σφάλλω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1717 Σφάραγον: ὁ Ἀπίων φάρυγγα. ἀπὸ τοῦ περὶ αὐτὸν γινομένου [*](Σ) ψόφου.

1718 Σφᾶϲ: ἑαυτούϲ· ἢ τὰϲ ἑαυτῶν.

1719 Σφαῖρα: τὰ περιφερῆ καὶ ϲτρογγύλα. καὶ Σφαιροπαικτεῖν, τὸ διὰ ϲφαίραϲ παίζειν. καὶ ϲχίζαϲ καὶ ϲφαῖραν ἀείβολον. [*](Anth.) τὴν ἀεὶ βαλλομένην. καὶ Σφαιρηδόν, διὰ ϲφαίραϲ. τὴν δὲ [*](Δ) ϲφαιριϲτικὴν ἔπαιξεν Ἀριϲτόνικοϲ ὁ Καρύϲτιοϲ, ὁ Ἀλεξάνδρου τοῦ βαϲιλέωϲ [*](Suid.) ϲυϲφαιριϲτήϲ.

1720 Σφαῖρα· ὅτι τὴν τῆϲ ϲφαίραϲ εὕρεϲιν Ἀνάγαλλιϲ ἡ Κερκυραία, γραμματική, [*](Suid.) Ναυϲικάᾳ τῇ Ἀλκινόου θυγατρὶ ἀνατίθηϲιν.