Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1277 Συγγενήϲ: καὶ ἐπὶ ἀνδρὸϲ καὶ γυναικὸϲ ἡ αὐτὴ γραφὴ [*](Rhet.) φυλάττεται.

1278 Συγγίνομαι· δοτικῇ.

[*](Synt.)

1279 Συγγινώϲκω· δοτικῇ.

[*](Synt.)

1280 Συγγνώμη: ϲυγχώρηϲιϲ. ὅτι οὐ δεῖ τὸν ϲπουδαῖον ἔν τινι ϲυγγνώμην ἔχειν, μηδὲ παριέναι τὰϲ ἐπιβαλλούϲαϲ ἐκ τοῦ νόμου κολάϲειϲ, [*](Phil.) ἐπεὶ τό γε εἴκειν καὶ ὁ ἔλεοϲ αὐτή τε ἡ ἐπιείκεια οὐδεμία ἐϲτὶ ψυχῆϲ πρὸϲ κολάϲειϲ προϲποιουμένη χρηϲτότητα· μηδ᾿ οἴεϲθαι ϲκληροτέραϲ αὐτὰϲ εἶναι. λαμβάνεται δὲ τὸ ὄνομα καὶ ἐπὶ τῆϲ ἀφέϲεωϲ καὶ ϲυγχωρήϲεωϲ. ὅτι ἐπειδὴ ὁ γνοὺϲ ἑαυτόν, τουτέϲτιν [*](Phil.) ὁ μὴ ἐπὶ τοῖϲ πταίϲμαϲιν ἀγνοῶν ὅτι ἔπταιϲεν, ἀλλὰ φυλάττων τὸ γνῶθι ϲαυτόν, μὴ τοῖϲ κατορθώμαϲιν εἰ καί ποτε ὀλίγον ἐπινυϲτάξαϲ εἰϲ ἀλαζονείαν ἤρθη μέγα φρονῶν, ἀλλὰ τὴν οἰκείαν φύϲιν καὶ ἀϲθένειαν καταμανθάνων γνωϲιμαχεῖ, ὁ ϲυγγνούϲ, τουτέϲτιν ὁ ϲυννοήϲαϲ, ὅτι ἐκεῖνοϲ ἔργῳ παλινῳδίαν ᾄδει, ϲυγχωρεῖ τῷ γνόντι ἑαυτόν, ὁ μὴ ϲυγγνοὺϲ οὐ ϲυγχωρεῖ. διὸ καὶ ὁ μὲν μέμψεώϲ ἐϲτιν ἄξιοϲ, μὴ γνοὺϲ ἑαυτόν, ὁ δὲ μὴ ϲυγγνοὺϲ τῷ γνόντι ἑαυτόν.

[*](1273 ═ P; —φαρέτρα ═ Et. M. 732, 25 cf. sch. Ar. Th. 1197, H, Poll. 7153 Ar. Th. 1197 1274 cf. Ap. S. 146, 7 (unde H), sch. Λ 678 1275 ═ P, Ba 372, 26, Ambr. 869, Zon. 1682 cf. sch. ν 404, H, Ps. Herodian. 210 1276 Soph. El. 411 c. sch. 1277 cf. Bk. 305, 16; fonti rhet. attr. Wentzel 1278 et 1279 ═ Synt. Laur. et Gud. 1280 ὅτι οὐ—24 εἶναι Laert. 7, 123)[*](1273 cf. 1317 et 1661 1276 cf. Α 1068)[*](1 ἔχων VM ἐχούϲῃ G ἁλεῖϲ V 2 ἀϲίαν G 3 ὑπερᾶραι] ρῆρει ss. M A(GFVM) 4 καίπερ—ϲυμφιλοτιμουμένηϲ om. V 6 γυναικὸϲ] θυγατρὸϲ G, ss. M 12 Συβότηϲ F, Phot.ac, Ps. Herodian. 13. 14 Σοφοκλῆϲ—15 νῦν om. F 14 ϲυγγένεϲθε ἀλλὰ V, A 1068 15 κἂν] ἀπὸ τοῦ add. A 18—19 Συγγινώϲκω καὶ Συγγίνομαι δ. Ar 22 in lac. οὐδεμιᾶϲ Bhd. 23 ψυχῆϲ] ἀρετὴ add. GVM πρὸϲ κολάϲειϲ post εἴκειν transpos. Bhd. προϲποιουμένουϲ G cf. Laert. 24 καὶ om. GFVM 29 ὁ ϲυγγνούϲ AFMγρ; ὡϲεὶ γνούϲ GVM ὁ ϲυννοήϲαϲ AFMγρ: ὡϲεὶ νοήϲαϲ GM ὡϲεὶ νοϲήϲαϲ V 30 ὁ μὴ—32 ἑαυτόν pr. om. A, del. Gsf.)
450

1281 Συγγνώμονα: ϲυμπαθῆ, οἰκτίρμονα. οὐ χρὴ πικρὸν εἶναι καὶ ἀπαραίτητον καὶ ϲυγγνώμονά τε ἥκιϲτα ἄνθρωπον ὄντα καὶ τοῖϲ αὐτοῖϲ περιπεϲεῖν δυνάμενον, ἐξ ὧν κωλύει πικρῶϲ ἄλλον. ὀρθῶϲ γὰρ εἴρηται, τὸ μὲν μηδὲν ἁμαρτεῖν θεοῦ ἐϲτι καὶ πάντα κατορθοῦν. ἄνθρωποϲ δὲ οὐκ ἂν εἴποι ἐπ᾿ οὐδενί, ὅτι μὴ πείϲεται τόδε τι· μυρίαι γὰρ κῆρεϲ ἡμῖν ἐφεϲτᾶϲιν, οὐ μόνον θανάτου, ἀλλὰ καὶ κακῶν ἄλλων.

[*](Ε)

1282 Συγγραφεύϲ· φηϲὶν ὁ μέγαϲ Μάξιμοϲ, ὅτι ὁ λόγουϲ ϲυγγραφόμενοϲ ἢ πρὸϲ τὴν ἑαυτοῦ ὑπόμνηϲιν ϲυγγράφεται ἢ πρὸϲ ὠφέλειαν ἑτέρων, ἢ καὶ ἄμφω· ἢ πρὸϲ βλάβην τινῶν ἢ πρὸϲ ἐπίδειξιν ἢ ἐξ ἀνάγκηϲ.

[*](Harp.)

1283 Συγγραφεῖϲ· εἰθιϲμένον ἦν παῤ Ἀθηναίοιϲ, ὁπότε δέοι πλῆθόϲ τι αἱρεῖϲθαι, εἰϲ ῥητὴν ἡμέραν εἰϲέφερε γνώμαϲ εἰϲ τὸν δῆμον, ὡϲ Ἰϲοκράτηϲ φηϲί. τοῦτο δὲ καὶ πρὸ τῆϲ καταϲτάϲεωϲ τῶν νῦν ἐγίνετο, καθὰ Θουκυδίδηϲ ἐν τῇ η΄· ἐν δὲ τούτῳ τῷ καιρῷ οἱ περὶ τὸν Πείϲανδρον ἐλθόντεϲ εὐθὺϲ τῶν λοιπῶν εἴχοντο. καὶ πρῶτον μὲν τὸν δῆμον ϲυλλέξαντεϲ εἶπον γνώμην, ι΄ ἄνδραϲ ἑλέϲθαι ϲυγγραφέαϲ αὐτοκράτοραϲ, τούτουϲ δὲ ϲυγγράψανταϲ γνώμην ἐξενεγκεῖν εἰϲ τὸν δῆμον ἐϲ ἡμέραν ῥητήν, καθότι ἄριϲτα ἡ πόλιϲ οἰκήϲεται. ἦϲαν δὲ οἱ μὲν πάνπεϲ ϲυγγραφεῖϲ λ΄ οἱ τότε αἱρεθέντεϲ, ὥϲ φηϲιν Ἀνδροτίμων καὶ Φιλόχοροϲ. ὁ δὲ Θουκυδίδηϲ τῶν ι΄ ἐμνημόνευϲε μόνων τῶν προβούλων.

[*](Synt.)

1284 Συγγράφω· αἰτιατικῇ. καὶ τοὺϲ πολιτικοὺϲ λόγουϲ ϲυγγράφων. ὅτι [*](Suid.) Ἑκαταῖοϲ πρῶτοϲ ἱϲτορίαν πεζῶϲ ἐξήνεγκε, ϲυγγραφὴν δὲ Φερεκύδηϲ τὰ γὰρ Ἀγηϲιλάου νοθεύεται.

[*](Ar.)

1285 Συγκαλεῖϲ: ϲυνήγαγεϲ.

[*](Synt.)

1286 Συγκαλύπτω· αἰτιατικῇ.

1287 Συγκατάβαϲιϲ· ὅταν μὴ ὡϲ ἔϲτιν ὁ θεὸϲ φαίνηται, ἀλλ᾿ ὡϲ ὁ δυνάμενοϲ αὐτὸν θεωρεῖν οἷόϲ τε ἐϲτὶν οὕτωϲ ἑαυτὸν δεικνύει, ἐπιμετρῶν τῇ τῶν ὁρώντων ἀϲθενείᾳ τῆϲ ὄψεωϲ τὴν ἐπίδειξιν.

1288 Συγκάταινον: ϲυγκατατιθέμενον, ϲυνευδοκοῦντα.

[*](Ε)

1289 Σύγκαιρον: ἐπιτήδειον. χειμῶνοϲ ὥρα ἦν, καὶ τὸ πῦρ ἐξέκαυϲε τῇ ὥρᾳ ϲύγκαιρον.

[*](1281 vs. 4 τὸ—καθορθοῦν ═ epigr. ap. Dem. 18, 289 1282 Georg. 459, 2023 1283 Harp. ═ P, Et. M. 732, 42; Isocr. 7, 58, Thuc. 8, 67, 1, Philoch. fr. 122. FHG 1, 403 1284 — ϲυγγράφων ═ Lex. Synt. Vat. 93 cf. An. Ox. 4, 300, 2 — αἰτιατικῇ ═ Synt. Gud. 1285 sch. Ar. Lys. 22 1286 ═ Synt. Laur. et Gud. 1287 lo. Chrys. Hom. 3 de lncompreh. PG 48, 722 init. 1289 χειμῶνοϲ sq. Aelian. fr. 81)[*](1283 cf. v. Ξ 87 1284 Ἑκαταῖοϲ sq. ex v. Ε 360)[*](A(GFVM))[*](1281 non nov. gl. VM 1 ϲυμπαθῆ—6 ἄλλων om. V 2 ἀϲυγγνώμονά Bhd. τε AF: τιϲ GM γε Bhd. 4 καὶ] ἔτι τε G 5 μυρίαιϲ F 6 ἐφιϲτᾶϲιν G 7 λόγοϲ F 11 εἰθιϲμένον] εἰθιϲκαὶ A δέοι om. G 13 ὡϲ om. G 18 post δῆμον ex vs. 16 ϲυλλέξαντεϲ iterat V 19 εὑρεθέντεϲ G 1284 om. A mg. licenter A 25 ϲυνάγειϲ GFM 27 ὡϲ om. AGF ὁ om. V 28 οὕτοϲ AV 1288 om. AF post 1297 V 31 τὸ om. A)
451

1290 Συγκεκυφόϲ: ϲυνελθόν. Ἀριϲτοφάνηϲ· τοῦτο δ᾿ εἰϲ ἕν ἐϲτι [*](Ar.) ϲυγκεκυφόϲ. οἷον ὁμονοοῦϲιν ἑαυτοῖϲ καὶ ϲυμπνέουϲιν. ὁρᾷϲ γὰρ αὐτῷ ϲτῖφοϲ οἷόν ἐϲτι βυρϲοπωλῶν νεανιῶν· τούτουϲ δὲ περιοικοῦϲι μελιτοπῶλαι, τυροπῶλαι.

1291 Σύγκειϲθε: ὁμονοεῖτε.

[*](Σ)

1292 Σύγκλητοϲ ἐκκληϲία: τῶν ἐκκληϲιῶν αἱ μὲν ἔξωθεν καὶ [*](Harp.) μετὰ μῆνα ἐγίνοντο· εἰ δέ τι ἐξαίφνηϲ κατεπείξειεν, ὥϲτε γενέϲθαι ἐκκληϲίαν, αὐτὴ ἐκαλεῖτο ϲύγκλητοϲ ἐκκληϲία. Δημοϲθένηϲ κατ᾿ Αἰϲχίνου.

1293 Συγκλείω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1294 Συγκλώδηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1295 Συγκλύδων ἀνθρώπων: ϲυμμίκτων, ἐπηλύδων, παρειϲάκτων. [*](Σ + x) τοῦ δὲ ἀϲήμου καὶ ϲύγκλυδοϲ ὄχλου ταχέωϲ πρὸϲ αὐτὸν ϲυνιϲταμένου, [*](Ε) διϲμυρίων οὐ πολὺ ἀποδέονταϲ ἔϲχε.

1296 Συγκομιδή: ὡϲ ἐπὶ καρπῶν. Θουκυδίδηϲ ἐν γ΄· καὶ ἐν ϲυγκομιδῇ [*](Σ) καρποῦ ἦϲαν. καὶ Λυϲίαϲ ἐν τῷ πρὸϲ Ξενοφῶντα· ϲυγκομίϲαϲ δὲ δῶρα καὶ ἀποδόμενοϲ τὸ ἀργύριον. ἡ ϲὺν πρόθεϲιϲ, κατὰ διάϲταϲιν ϲυγκομιδή.