Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1257 Στύππαξ, ϲτρατηγὸϲ Ἀθηναίων, Εὐκράτηϲ, δωροδόκοϲ καὶ [*](Ar.) προδότηϲ· ὃϲ καὶ ἀπώλετο ὑπὸ τῶν λ΄. οἱ δὲ ὡϲ πιὼν κώνειον.

1258 Στύπη· πηγνύντεϲ εἰϲ τὴν γῆν ὀρθὰ τὰ ϲτύπη, ψαύοντα ἀλλήλοιϲ, [*](Ε) ἐν ἡμικυκλίου ϲχήματι.

1259 Στύππη: τὸ ϲτίππυον. Ἰώϲηποϲ· πληρώϲαντεϲ τὴν ϲτοὰν [*](ΔΕ) ϲτύππηϲ, πρὸϲ δὲ ἀϲφάλτου τε καὶ πίϲϲηϲ. Στυπεῖον δέ.

[*](Δ)

1260 Στυπεῖον· Στύππιον δέ. καὶ τὸ μὲν ϲημαίνει τὸ τῆϲ ἐλαίαϲ ὀϲιοῦν, τὸ δέ, ὅθεν τὸ λίνον νήθεται.

1261 Στύραξ: ὁ ϲαυρωτὴρ καλούμενοϲ· ἡ τοῦ δόρατοϲ ἀρχή, ἐφ᾿ [*](Σ) ᾗ ϲτηρίζεται.

1262 Στύραξ: τὸ κάτω τοῦ δόρατοϲ τραχήλιον, ὃ καταπηγνύειν εἰϲ [*](Harp.) τὴν γῆν εἰώθαϲι. καὶ Θουκυδίδηϲ φηϲί· ϲτυρακίῳ ἀκοντίῳ ἀντὶ βαλάνου χρηϲάμενοϲ εἰϲ τὸν μοχλόν. καὶ Στυρακίζω, ἕλκω.

[*](Δ)

1263 Στυφεδανόϲ· ὦ οὗτοϲ ϲτυφεδανὲ καὶ χοιρόθλιψ, ποθεῖϲ, ἐρᾶν [*](Ar.) τ᾿ ἔοικαϲ ὡραίαϲ ϲοροῦ.

[*](1249 Στυγερῆϲ cf. Ambr. 808 1250 ═ P, Ba 372, 17 cf. sch. B 385, H, Ap. S. 145, 27, An. Ox. 1, 393, 1 (ex quo et Orione 145, 34 Et. M. 731, 15); 1252 — φοβεῖται ═ P, Ba 372, 16 cf. Ap. S. 145, 26, H, sch. H 112, Apion 1253 P, Ba 372, 18, An. Ox. 1, 393, 9 (unde Et. M. 731, 28) 1254 — πέτρα alt. Ar. Ran. 470 c. sch. Στὺξ—θεῶν P, Ba 372, 19, sch. B 755 cf. H, Et. M. 731, 35, Ap. S. 145, 25 1255 cf. Ambr. 714 1256 ϲτύλον sq. Astramps. 1257 l. sch. Ar. Eq. 129; ϲτρατηγὸϲ sq. sch. Ar. Lys. 103 1258 Polyb. fr. 222 1259 πληρώϲαντεϲ—πίϲϲηϲ los. Bell. 6, 178 (indic. Gsf. ms.) 1260 cf. Ambr. 817 et 815, P, H 1261 Tim. ═ P, Et. M. 732, 5 cf. H, sch. Thuc. 2, 4, 3 1262 — μοχλόν Harp. P, Et. M. 732, 1; Thuc. 2, 4, 3 1263 sq. Ar. Vsp. 1364 — 5)[*](1254 cf. v. Π 1124 1257 cf. 1248 vv. Α 3069, Π 2333 1263 cf. 790, vv. Τ 1209 et χοιρόθλιψ)[*](1 Στυγερίϲ AFVMae 2 καὶ Στυγερῷ GFVM 3 καὶ Στυγερωπόϲ A(GFVM) GFVM 12 Στύλοϲ ArM: om. G 13 ϲτρατηγὸϲ — 14 κώνειον AV: ὄνομα κύριον F om. GM cf. 1248 1258 om. F 15. 16 ἀλλήλων ed. pr. 1259 post 23 τραχήλιον F 17 Στύπη GFV; δὲ add. ArGFVM ϲτύππιον GMec ϲτυππεῖον Vatic. 12 sed cf. 719 et 1117 (et v. l. ad Hdt. 8, 52, 1, Lobeck. Phryn. 261) 1260 om. AF; καὶ τὸ τῆϲ ἐλαίαϲ ὀϲτοῦν nec plura V, Στυππεῖον, τὸ τῆϲ ἐ. ὁ. post 1257 add. Ar 21 ϲαυροτὴρ FVM, Phot.ac 23 ὃ—25 μοχλόν om. F 24 ἀκοντίου GMec, Thuc. 25 καὶ om. A, nov. gl.)
448
[*](Σ)

1264 Στυφελίξαι: ϲεῖϲαι, κακῶϲαι, διῶξαι. καί ποτέ μιν ϲτυφελιζομένου [*](Anth.) ϲκύλακοϲ παριόντα φαϲὶν ἐποικτεῖραι καὶ τόδε φάϲθαι ἔπόϲ· παῦϲαι μηδὲ ῥάπιζ᾿, ἐπειὴ φίλου ἀνέροϲ ἐϲτί.

[*](Ar.)

1265 Στυφελιϲμούϲ: ὀργάϲ, ὕβρειϲ, μέμψειϲ, λοιδορίαϲ. οἵαϲ δὲ Κράτηϲ ὀργὰϲ ὑμῶν ἠνέϲχετο καὶ ϲτυφελιϲμούϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Ἱππεῦϲι. ὃϲ ἀπὸ ϲμικρᾶϲ δαπάνηϲ ὑμᾶϲ ἀριϲτίζων ἀπέπεμπε. καὶ ἐν Μυθικοῖϲ· ὅθι ϲτυφελῶν ἀπὸ πετρῶν ὀϲτρακόεντα νῶτα καὶ ἀγκύλα γυῖα κεάϲθη.

[*](Ar.)

1266 Στυφοκόμποϲ: ὁ μάχιμοϲ ὄρτυξ. παρὰ τὸ ϲτερεῶϲ κόπτειν. ὑπὸ ϲτυφοκόμπου τὴν κεφαλὴν πεπληγμένοϲ.

1267 Σοί· δοτική.

1268 Συάκιον: εἶδοϲ ἰχθύοϲ.

[*](Δ)

1269 Συβάρεωϲ.

[*](Δ)

1270 Συβαρίτηϲ· ἀρϲενικόν· θηλυκὸν δὲ διὰ τοῦ ι.

[*](Σ)

1271 Συβαριτικαῖϲ καὶ Συβαρικαῖϲ: τρυφηλαῖϲ, λαμπραῖϲ, πολυτελέϲι· τρυφηταὶ γὰρ οἱ Συβαρῖται. οὗτοι γὰρ οὕτω διῆγον τρυφηλῶϲ, ὡϲ καὶ τοὺϲ ἵππουϲ διδάϲκειν πρὸϲ αὐλὸν ὀρχεῖϲθαι. καὶ [*](Ar. )Συβαρίζειν, τὸ τρυφᾶν, ἢ τὸ θορυβεῖν. καὶ Συβάρεια ἐπιφθέγματα [*](Σ) παῤ Ἐπιχάρμῳ. καὶ Συβαριτικοὶ λόγοι, οἱ Αἰϲώπειοι. καὶ [*](Δ) Συβαρίϲαι, τὰ τῶν Συβαριτῶν ποιῆϲαι. καὶ παροιμία· Συβαρίτηϲ [*](Prov.) διὰ πλατείαϲ, ἐπὶ τῶν ϲοβαρῶϲ διαπορευομένων. Συβαρῖται [*](EV) δὲ γάϲτριεϲ ἦϲαν καὶ τρυφηταί. τοϲοῦτοϲ δὲ ἦν ζῆλοϲ παῤ αὐτοῖϲ τρυφῆϲ, ὥϲτε καὶ τῶν ἔξωθεν ἐθνῶν μάλιϲτα ἠγάπων Ἴωναϲ καὶ Τυρρηνούϲ, διότι ϲυνέβαινεν αὐτοὺϲ τοὺϲ μὲν τῶν Ἐλλήνων, τοὺϲ δὲ τῶν βαρβάρων προέχειν τῇ κατὰ τὸ ζῆν πολυτελείᾳ. παρὰ τούτοιϲ δὲ Μινδυρίδηϲ λέγεται περιουϲιάϲαι τρυφῇ· οὗτοϲ γὰρ Κλειϲθένουϲ τοῦ Σικυωνίων τυράννου νικήϲαντοϲ ἅρματι καὶ κηρύξαντοϲ παραγενέϲθαι τοὺϲ προαιρουμένουϲ γαμεῖν αὐτοῦ τὴν θυγατέρα, δοκοῦϲαν κάλλει διαφέρειν, ἀναχθῆναί τινα ἐκ Συβάρεωϲ νηῒ πεντήκοντα τοὺϲ [*](1264 — διῶξαι ═ P, Ba 372, 20; ϲεἶϲαι cf. Ap. S. 145, 24 (unde H), sch. H 261, Et. M. 732, 18, Zon. 1681 καὶ ποτέ Laert. 8, 36 ═ Anth. 7, 120, 13 1265 — ἀπέπεμπε Ar. Eq. 537—8 c. sch. 537 ὅθι sq. Babr. p. 218 1266 Ar. Av. 1299 c. sch. cf. H 1269 cf. Ambr. 926 1270 l. cf. Ambr. 905 1271 — Συβαρῖται pr. ═ P, Et. Gen. cf. Ba 372, 23, Σa, Paroem. ed. Gsf. 104 n. 844 Zon. 1684, H οὖτοι—ὀρχεῖϲθαι Ath. 12, 520c Συβαρίζειν—Ἐπιχάμῳ (fr. 215) sch. Ar. Pac. 344 Συβαριτικοὶ—Αἰϲώπειοι ═ P cf. H, sch. Ar. Vsp. 1259 et Av. 471 Συβαρίτηϲ—διαπορευομένων ═ Zen. V 88 vs. 20. 21 Συβαρῖται sq. Diod. 8, 18, 1 et 19 ═ EV 1, 215, 20—216, 8) [*](1264 Laert. cf. v. Ξ 46) [*](A(GFVM)) [*](2 φηϲὶν V φάϲθαι] φάναι G 3 ῥαπίζειν GM ἐϲτὶ om. F 7 〈τε〉 νῶτα Kust. 1267 om. AFV mg. Ar 1268 om. AF mg. Ar 12 εἶδοϲ ἰχθύοϲ] ἰχθύϲ V 1269 om. GFVM qui ἀπὸ Συβάρεωϲ post 1270 add. 14 ἀρϲενικόν. θηλυκὸν] cp. AF 18 Συβάρια FV ἀποφθέγματα GFVM, v. l. sch. 24 αὐτοῖϲ GFMec 51 25 τῇ—τούτοιϲ] ἐν τρυφῇ, κατὰ τούτουϲ V 25 πολιτείᾳ AF παρὰ — p. 449, 7 κατακλιθηϲόμενοϲ om. F 25. 26 παρὰ δὲ τούτοιϲ G 27. 28 παραγενέϲθαι post θυγατέρα transpos. V 28. 29 κάλλει δοκοῦϲαν A 29 τινα A, Exc.: λέγεται GVM, del. Reiske Συβάρων AVecM; ἢ ἐκ Συβάρεωϲ ss. M νηϊ om. A (Exc.) πεντήκοντά M ν΄ AG: εἰϲ πεντήκοντα ἐν πεντηκοντόρῳ Exc.)

449
ἐρέταϲ ἔχοντα ἰδίουϲ οἰκέταϲ, τοὺϲ μὲν ἁλιεῖϲ, τοὺϲ δὲ ὀρνιθοθήραϲ. παραγενόμενοϲ δὲ εἰϲ Σικυῶνα, ταῖϲ κατὰ τὴν οὐϲίαν παραϲκευαῖϲ οὐ μόνον τοὺϲ ἀντιμνηϲτεύονταϲ, ἀλλὰ καὶ τὸν τύραννον αὐτὸν ὑπερᾶραι, καίπερ τῆϲ πόλεωϲ αὐτῷ πάϲηϲ ϲυμφιλοτιμουμένηϲ. ἐν δὲ τῷ μετὰ τὴν ἄφιξιν δείπνῳ προϲιόντοϲ τινόϲ, ὅπωϲ κατακλιθῇ πρὸϲ αὐτόν, εἰπεῖν, ὅτι κατὰ τὸ κήρυγμα πάρεϲτιν ἢ μετὰ Κλειϲθένουϲ γυναικὸϲ ἢ μόνοϲ κατακλιθηϲόμενοϲ.

1272 Συβαρῖται μαίνονται. ζήτει ἐν τῷ Ἄμυριϲ μαίνεται.

1273 Συβήνη: ἡ δερματίνη αὐλοθήκη. ἢ ἡ φαρέτρα. Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ [*](Σ) Ἀριϲτοφάνηϲ· ἀλλ᾿ οὐκ ἔχω οὐδέν. ἀλλὰ ϲυβήνην λάβε.

1274 Συβόϲιον: τὸ χοιροφορβεῖον.

[*](Δ)

1275 Συβώτηϲ: χοιροβοϲκόϲ.

[*](Σ)

1276 Συγγένεϲθε: ϲυμμαχήϲατε, ϲυνεργήϲατε, ϲυμπράξατε. Σοφοκλῆϲ·[*]( Soph.) ὦ θεοὶ πατρῷοι, ϲυγγένεϲθε γ᾿ ἀλλὰ νῦν. ἀντὶ τοῦ ϲυμμαχήϲατε ἡμῖν κἂν νῦν.