Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1217 Στροφάϲ: ἀντιλογίαϲ.

[*](Ar.)

1218 Στροφαῖοϲ: οὕτωϲ ἐκάλουν τὸν παρὰ τῇ θύρᾳ ἱδρυμένον δαίμονα, ἅμα δὲ παρὰ τὸ ϲτρέφειν τὰ πράγματα· οἱ δὲ τοῦτο ποιοῦντεϲ πανοῦργοι λέγονται. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· παρὰ τὴν θύραν Στροφαῖον ἱδρύϲαϲθέ με. ἐπωνυμία δέ ἐϲτιν Ἑρμοῦ, παρὰ τὸ ταῖϲ θύραιϲ [*](1207 cf. Zon. 1670; Et. Gud. εἶδοϲ—πίτυοϲ cf. P ═ Ba 372, 12; Et. M. 730, 40 (ex Orione 146, 27), H, Phryn. Ecl. 396 et Epit. 110, 3, sch. B 868 vs. 2 καὶ—ϲτροβίλων Anth. 6, 232, 2 εἶδοϲ ἀνέμων cf. P ═ Ba 372, 12 Et. M. 730, 41 1208 — εἰρωνεία Ar. Pac. 864c. sch. Στρόβιλοι sq. ═ P, Σa, Et. M. 730, 39 cf. Ba 372, 11 1209 Ar. Ach. 686 c. sch. 1210 Harp. ═ P 1211 ═ P, Ba 372, 5, Ap. S. 145, 14, Et. M. 730, 44 cf. H, sch. Ξ 413 1212 Harp. ═ P 1213 Harp. ═ P 1214 ═ P, Ba 372, 4 1215 — Ἀττικοί cf. H Σοφοκλέουϲ—παραβαλλόμενα Ar. Pac. 531c. sch. ϲτρουθὸν sq. Astramps. 1216 ═ P, Ba 372, 8, Ap. S. 145, 13 (unde H), sch. Π 775 (unde Et. M. 730, 50) 1217 ═ P, Ba 372, 7 cf. H, Lex. Prov.; in Prov. 1, 3 1218 Ar. Pl. 1153c. sch.) [*](1207 extr. cf. vv. Θ 533 et 55 1208 Ar. cf. v. Ε 3402 1209 cf. v. Π 875 1215 cf. v. Π 2164) [*](A(GFVM)) [*](2 ἀνθοὶ A 3 ἀνέμου GFVMac 4 νυκτὸϲ om. A 8 εἰρωνείαιϲ AFVMac 10 ϲτρογγύλοιϲ om. GFM 14 Στρόμβιδεϲ GV μετά AFV Ἤλιδοϲ Harp. plen. 16 Στρουθίζω, τρίζω G 18 πετηνῶν Aec. πτηνῶν sch. 20 αὐτοῦ GMac: αὐτὴν AVMac 26 Στροφαῖον AGMec ἐκάλουν om. V 28 Πλούτῳ] Νεφέλαιϲ Πλούτῳ F 29 τὸ] τὸ ἐν GM)

445
ἱδρύϲθαι ἐπὶ φυλακῇ τῶν ἄλλων κλεπτῶν· οὗτοι γὰρ ὀπίϲω τῶν θυρῶν εἰώθαϲι καὶ ἀναδύεϲθαι καὶ ὅλωϲ πανουργεύεϲθαι.

1219 Στροφή· ἐκ τῶν Ἀριϲτοφάνουϲ Ὀρνίθων. ᾠδή, ἤτοι ϲτροφή· [*](Ar. + x) Μοῦϲα λοχμαία, ποικίλη, μεθ᾿ ἧϲ ἐγὼ νάπαιϲι κορυφαῖϲ τ᾿ ἐν ὀρείαιϲ ἱζόμενοϲ μελίαϲ ἐπὶ φυλλοκόμου· καὶ τὰ ἑξῆϲ.

1220 Στρόφιγξ: ϲτροφή, κίνηϲιϲ. ἢ ἀπὸ τοῦ ϲυϲτρέφειν καὶ [*](Ar.) πανουργεύεϲθαι.

1221 Στρόφιον: τὸ ϲτρογγύλον ζωνάριον. Ἀριϲτοφάνηϲ· τὸ ϲτρόφιον [*](Σ) ἤδη λυόμενον. ἁλουργῆ ἀμπεχόμενοϲ καὶ κόμην τρέφων χρυϲῷ [*](EV) ϲτρόφῳ κεκοϲμημένην. ἢ οὐκ ἐξείρηται, ὡϲ ϲτρόφιον διαδήματι καὶ λαγὼϲ ἐλάφῳ καὶ κάμηλοϲ ἐλέφαντι καὶ κρόκοϲ μύροιϲ καὶ ὅϲα ἄλλα ἐϲτὶ εὐώδη, καὶ χοῖροϲ καὶ ὄρνιθεϲ ταῖϲ ἑαυτῶν ϲαρξὶ τὸν αὐτὸν οὐκ ἔχουϲι λόγον. λέγεται καὶ ϲτρόφοϲ τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν ϲτρόφιον, Hdt. ὅ ἐϲτιν ἐρεοῦν. Ἡρόδοτοϲ.

1222 Στρόφιον: ὃ οἱ ἱερεῖϲ φοροῦϲι.

1223 Στρόφιϲ: ὁ εὔϲτροφοϲ ἐν τοῖϲ πράγμαϲιν· ἀπὸ τοῦ ϲτροφέωϲ [*](Ar.) ἡ μεταφορά· καὶ ὁ εὐκίνητοϲ.

1224 Στροῦθοϲ: ὁ λελωβημένοϲ.

[*](Σ)

1225 Στρωμνή: ἡ κλίνη.

[*](Δ)

1226 Στρωννύω.

[*](Δ)

1227 Στρῶτεϲ: ἔθνοϲ.

[*](Δ)

1228 Στρωτήρ: τὰ μικρὰ δοκίδια τὰ ἐπάνω τῶν δοροδόκων τιθέμενα [*](Harp.) ϲτρωτῆραϲ ἔλεγον.

1229 Στρωφᾶϲθαι. ϲτρέφεϲθαι.

[*](Δ)

1230 Στρυγγαῖοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1231 Στρύμη: νῆϲοϲ, ἄποικοϲ Θαϲίων. ἔϲτι δὲ ἐμπόριον Θαϲίων.

[*](Harp.)

1232 Στρυμόνοϲ: ὄνομα ποταμοῦ.

1233 Στρυφνόν: ϲκληρόν. παῦϲον αὐτοῦ τὸ ϲτρυφνὸν καὶ πρίνινον [*](Σ) ἦθοϲ.

[*](1219 ϲτροφή cf. 1220 Μοῦϲα—φυλλοκόμου Ar. Av. 737—42 1220 sch. Ar. Ran. 892 1221 — λυόμενον ═ P, Ba 372, 9, Et. M. 730, 57 (sed sch. Ar. Lys. 931 iniuria ex Suid. inculcatum sec. Wentzel) cf. H; Ar. Lys. 931 ἁλουργῆ κεκοϲμημένην Nic. Dam. FGrHist. 90 fr. 62 ═ EV 1, 343, 8—9 ἢ οὐκ— λόγον Artem. 4 prooem. p. 199, 8—11 λέγεται sq. gl. Hdt. 4, 60 1223 sch. Ar Nu. 450 1224 ═ P, Ba 372, 6 1225 aliter Ambr. 786 ═ H 1226 cf. Ambr. 829 1227 ═ Ambr. 765 cf. Zon. 1670 Στρῶβεϲ 1228 Harp. P cf. Et. M. 731, 9 Erotian. 80, 10 1229 cf. Ambr. 828, sch. Ι 459 (unde Et. M. 731, 13), H 1230 Harp. ═ P 1232 cf. Zon. 1670, Ambr. 743 et 763 Steph. Byz., H 1233 — ϲκληρόν cf. P παῦϲον sq. Ar. Vsp. 877)[*](1221 Nic. Dam. cf. v. Μ 21 et Κ 2124 1230 cf. v. Ε 2864)[*](4 τ᾿ ἐν AGM, Ar.: ταῖϲ ἐν F τὤ V 1220—1 om. F 9 λύομαι Phot. Ar. A(GFVM) ϲτρέφων AGM 10 ϲτρόφῳ] κόϲμῳ V ϲτροφίῳ Toup ἐξήρηται GMec ἐξείργαϲται Artem. 16 ὁ] ἡ F 18 Στροῦθοϲ ed. pr., Phot. Ba: ϲτοῦρθοϲ A ϲτροῦρθοϲ ArGFVM; gl. extra ord. 22 δοκίμια FV 24 ϲτρέφεϲθαι om. AF 25 Στρυγγαῖϲ AFVMac 26 ἐπόριον AFVMac 27 ὄνομα ποταμοῦ] ποτ(αμόϲ) A)
446
[*](Δ)

1234 Στοιβάζω: ϲυνάγω.

[*](Ar.)

1235 Στοιβήν: ϲωρόν. Ἀριϲτοφάνηϲ· κἄν που δὶϲ εἴπω ταυτὸν ἢ ϲτοιβὴν ἴδηϲ ἐνοῦϲαν ἔξω τοῦ λόγου, κατάπτυϲον. ἀντὶ τοῦ κἄν τὶ ἐλάχιϲτον ῥῆμα ἢ περιϲϲόν τι εὕροιϲ καὶ παρέλκον ἐν τῷ λόγῳ. ἀπό τῆϲ ϲτοιβῆϲ τῶν φορτίων ἡ μεταφορά.

1236 Στοιχεῖα: ἀρχαί. Δαμάϲκιοϲ· ϲτοιχεῖα πρῶτα καὶ μέγιϲτα τῆϲ τῶν ὄντων πολυθεάμονοϲ ἱϲτορίαϲ, ἔρωϲ, φιλοπονία, ἀγχίνοια.