Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1197 Στρέψα: πόλιϲ τῆϲ Θρᾴκηϲ. καὶ οἱ πολῖται Στρεψαῖοι.

[*](Harp.)

1198 Στρεψίμαλλοϲ ἄνθρωποϲ: ὁ μὴ ἁπλοῦϲ. ἀπὸ τῶν ἐρίων [*](Σ) τῶν ϲυνεϲτραμμένουϲ τοὺϲ μαλλοὺϲ ἐχόντων.

1199 Στρεψοδικῆϲαι: ἀντιϲτρέψαι τὰϲ δίκαϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· [*](Ar.) ἀλλ᾿ ὅϲ᾿ ἐμαυτῷ ϲτρεψοδικῆϲαι καὶ τοὺϲ χρήϲταϲ διολιϲθεῖν. τουτέϲτι τοὺϲ δανειϲτὰϲ ἐκφυγεῖν.

1200 Στρῆνοϲ· εἰϲ τὴν Παλαιὰν τοῦτο κεῖται. τὸ ϲτρῆνόϲ ϲου ἀνέβη ἐν τοῖϲ ὠϲί μου. τουτέϲτι ---.

1201 Στρηνιῶ: ἀτακτῶ.

[*](Δ)

1202 Στρικτόν: οὕτω καλεῖται παρὰ Ῥωμαίοιϲ τὸ ἐϲτενωμένον, καὶ ἀπλατέϲ, ἐπὶ παντὸϲ εἴδουϲ· κυρίωϲ δὲ ἐπὶ ὑποδήματοϲ.

1203 Στριφνόϲ: ϲφιγκτόϲ, ϲτερεόϲ.

[*](Σ)

1204 Στρίφνοϲ: τὸ νευρῶδεϲ κρέαϲ τῶν βοῶν· ἔϲτι δὲ καὶ βοτάνη ἄβρωτοϲ. Ἰώβ· ϲτρίφνοϲ ἀμάϲϲητοϲ, ἀκατάποτοϲ.

1205 Στροβεῖ: ταράττει, κινεῖ, περιφοβεῖ, καταπονεῖ.

[*](Σ)

1206 Στρόβει: τουτέϲτιν ἀνάκρινε, δοκίμαζε· περίφερε τῇδε κἀκεῖϲε, [*](Ar.) πυκνόν τι καὶ ϲυνετὸν ποιήϲαϲ. φρόνιμον ϲκεψάμενοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· φρόντιζε δὴ καὶ διάθρει καὶ πάντα τρόπον ϲαυτὸν ϲτρόβει πυκνώϲαϲ. καὶ αὖθιϲ· ἀλλ᾿ ἔπιθι καὶ ϲτρόβει. νῦν γὰρ ἔχεται μέϲοϲ. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν παλαιϲτῶν τῶν τὰ μέϲα λαμβανόντων καὶ ἐκ τοῦ κρείττονοϲ γενομένων.

[*](1193 ϲτρεπτὸν sq. Anth. 6, 165, 1 1194 Harp. ═ P cf. Bk. 302, 25; Dem. 18, 260 1195 792 cf. L, Ambr. 865, Zon. 1681 1196 Ar. Av. 1468c. sch. 1197 Harp. ═ P cf. Steph. Byz. 1198 ═ P, Et. Gen. cf. H 1199 Ar. Nu. 434c. sch. 1200 τὸ — μου 4 Reg. 19, 28 1201 ═ Ambr. 824 cf. Zon. 1681 1203 P, Et. M. 730, 23 cf. H; — ϲφιγκτόϲ ═ Ba 372, 1 cf. Tim. v. ϲτρυφνόν 1204 ϲτρίφνοϲ sq. Iob. 20, 18 1205 ═ P, Ba 372, 2 cf. H, Et. M. 730, 45, An. Ox. 2, 484 9 1206 — πυκνώϲαϲ Ar. Nu. 700—702c. sch. ἄλλ᾿ sq. Ar. Eq. 387—8c. sch. 388)[*](1198 hinc Eust. O. 1561, 36 1199 cf. v. Δ 1158)[*](1 ἀμφὶ om. G 3 εἴδη A 6 ϲυντέθηται FV 11 ϲυνεϲτραμμένων G A(GFVM) 12 ἀντὶ τοῦ ϲτρέψαι G, sch. 15 ϲτρῆνοϲ] ἄτακτον ss. V 16 τουτέϲτι in lac. AM: om. GFV, λειπ(ει) ss. M 17 καὶ Στρηνιῶ GFVM τὸ ἀτακτῶ FV 20 ϲφρικτόϲ A ϲφικτόϲ V 26 δὴ om. GM ϲαυτὸν om. G)
444
[*](ΔΣ)

1207 Στρόβιλοϲ: ἡ νῆϲοϲ. καὶ εἶδοϲ ὀρχήϲεωϲ, καὶ ὁ τοῦ δένδρου [*](Anth.) καρπὸϲ τῆϲ πίτυοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ ξανθοὶ μυελοὶ ἐκ ϲτροβίλων. [*](Σ) καὶ εἶδοϲ ἀνέμων. τότε πνεῦμα κατελθὸν εἰϲ τὸ πεδίον πολὺ θύελλάν τε καὶ ϲτροβίλουϲ ἤγειρεν, ὥϲτε τὸ καθεϲτηκὸϲ νυκτὸϲ διαφέρει οὐδέν.

[*](Ar.)

1208 Στρόβιλοι: Καρκίνου τοῦ ποιητοῦ υἱοί, ὡϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· οὓϲ καὶ γυλιοτραχήλουϲ εἴρηκε. καὶ παροιμία· εὐδαιμονέϲτεροϲ τῶν Καρκίνου [*](Σ) ϲτροβίλων. ἀντὶ τοῦ κακοδαιμονέϲτεροϲ· ἐν εἰρωνείᾳ. Στρόβιλοι καὶ οἱ κοχλίαι καὶ οἱ θαλάϲϲιοι κήρυκεϲ.

[*](Ar.)

1209 Στρογγύλοιϲ· ϲτρογγύλοιϲ ῥήμαϲι· πιθανοῖϲ, ἢ πανούργοιϲ. Ἀριϲτοφάηϲ· ἐϲ τάχοϲ παίει, ξυνάπτων ϲτρογγύλοιϲ τοῖϲ ῥήμαϲι.

[*](Harp.)

1210 Στρομβιχίδηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

1211 Στρόμβοϲ: ῥόμβοϲ. ἀπὸ τοῦ περιϲτρέφεϲθαι.

[*](Harp.)

1212 Στρόμφιδεϲ νῆϲοι: μεταξὺ Ζακύνθου καὶ Ἰλίαδοϲ κείμεναι.

[*](Harp.)

1213 Στρούθηϲ: ϲατράπηϲ τιϲ βαϲιλικὸϲ ἦν.

[*](Σ)

1214 Στρουθίζων: τρίζων.

[*](Σ)

1215 Στρουθόϲ: οὕτωϲ Ἀττικοί. Σοφοκλέουϲ μελῶν, κιχλῶν. [*](Ar.) ϲτρουθῶν. δοκοῦϲι πρὸϲ τρυφὴν ἐκ τῶν ἄλλων πετεινῶν περιϲπούδαϲτα εἶναι μᾶλλον. ἀεὶ δὲ τὸν Σοφοκλέα Ἀριϲτοφάνηϲ ϲεμνολογεῖ τὸ γὰρ κάλλιϲτον τῶν ἐδεϲμάτων μετὰ τὴν αὐτοῦ μνήμην εὐθὺϲ ἐπήγαγεν, ἐνδεικνύμενοϲ ὡϲ πάντων τῶν ποιημάτων ἀναγκαιότερά ἐϲτι τὰ αὐτοῦ [*](On. )ποιήματα, τῇ χρήϲει τῶν κιχλῶν παραβαλλόμενα. λύϲιϲ ὀνείρου· ϲτρουθὸν κρατῶν φεύγοντα προϲδόκα βλάβην.

[*](Σ)

1216 Στροφάλιγγι: τῇ ϲυϲτροφῇ.