Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1056 Στέρξω: ὑπομενῶ. Σοφοκλῆϲ· τούτουϲ ἐγὼ τοὺϲ ἄνδραϲ οὐ [*](Soph.) ϲτέρξω ποτέ· ἀλλ’ ἡ πετραία Σκῦροϲ ἐξαρκοῦϲά μοι ἔϲται τολοιπόν, ὥϲτε τέρπεϲθαι μόνῳ. Πολύβιοϲ· νῦν δὲ (οὐ πρὸϲ ἡμῶν γὰρ ἐπιορκεῖν) [*](EV) τὰ παρόντα ϲτέργωμεν.

1057 Στερρὸν ἀντικνήμιον: φηϲὶν Ἀριϲτοφάνηϲ περὶ Λακρατίδου. [*](Ar.) τὸ ϲκληρὸν καὶ γεγηρακὸϲ καὶ αὖον· ὥϲπερ κατὰ ἀντίθεϲιν ἐπὶ τῶν ἀκμαζόντων, τὸ χλωρόν. Θεόκριτοϲ· γόνυ χλωρόν. ἀντὶ τοῦ ἀκμαῖον [*](1049— τεκοῦϲα cf. P ═ Ba 370, 16, H; ϲτείρα ═ sch. Ar. Th. 641, Ps. Herodian. 123 cf Zon 1672, Moer. 210, 6 1050 — ὑϲτέραν ═ P cf Tim.; — ἄγονοϲ Ba 370, 15 αὐτὸϲ -ὑπερέβη cf. Thuc. 6, 101, 3 τὰϲ πρώραϲ— ἐποίηϲαν Thuc. 7, 36, 2 ϲτερεωτέραϲ sch. Thuc. 7, 36, 2 1051 — πικροῖϲ ═ P, Ba 370, 17 Στεριφόπεπλοϲ sq. cf. Zon. 1672 1053 Soph. OC 691 c sch. 1054═ P. Ba 370, 19 cf. H, gl. Dionys. 1055 — ϲτήθεϲι P, Σa cf. Ba 370, 18 (in 282); Et M. 726,14 ═ sch. B 479, Ap. S 144,16; H τὸν sq. Anth. 6, 246, 2 1056 τούτουϲ —μόνῳ Soph. Ph. 458 —460 Πολύβιοϲ cf. Byz. Zt. 21, 418 et 421. νῦν sq. lo. Antioch. fr. 77, FHG 4, 568 EV 1, 176,9 1057 sch. Ar. Ach. 219 Theocr. 14,70) [*](1049 Στεριφοποιοῦντεϲ fort. e v. Ε 926 1052 ex v. 119 1056 Io cf. v. Π 2025) [*](1 καὶ—2 ϲτερεοῦντεϲ om. FV post 1044 Ar 3 ϲτεῖροϲ καὶ ἄγονοϲ om.Ar A et Ar in mg., F (GVM) 4 αὐτὸϲ7 ϲτερεωτέραϲ] Στεριφότερον ἀντὶ τοῦ ϲτερεώτερον Ar 4 ϲτεριΦότατ(οϲ) V (Ambr. 756); ϲτεριφότεροϲ M ϲτεριφώτεροϲ G ϲτεριφωτη F; ϲτεριφότερον διὰ τοῦ ο μικροῦ ὡϲ ὄντοϲ τοῦ ρι μακροῦ ἀντὶ τοῦ ϲτερεώτερον mg. Add. M 5 ἀπὸ FVMac; ὐπὸ GMec ὑπερέβη—7 ϲτερεωτέραϲ om. F 9 ϲτεριφωτέραϲ G, plerique Thuc. ἀντὶ τοῦ om. V 8 5 — 11 πέπλοϲ om. A. 8 πικροῖϲ F, Phot. Ba; πυκνοῖϲ GVM 9 πάντι F ἐπεδείκνυντο ed pr. ἀπεδείκνυντο Bhd. 10 Στερίφεπλοϲ G 1052 om. FV; ἄν—ταρίχη om. Ar 13 τὰ— 15 ἐπιπέδου om. Ar 16 καὶ ϲτερνοτυπτόμενοϲ om. Ar ϲερνοτυπτούμενοϲ GMec 1055 inc. rursus vetus man. A 20 ἀλλ᾿ — 22 ϲτέργωμεν om. F 21 γὰρ om. V 22 ϲτέργομεν Aec VM 23 περὶ—24 αὖον om. F 23 Λακρατιθ AV Κρατίνου G 25 Θεόκριτοϲ γ. χλ. om. F)

430
καὶ νέον. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν καλάμων, οἳ ὄντεϲ μὲν χλωροὶ ἁπαλοί εἰϲι, ξηραινόμενοι δὲ ἰϲχυροὶ γίνονται. εὐφήμωϲ οὖν εἶπε ϲτερρόν. ἀντὶ τοῦ ξηρόν.

[*](Δ)

1058 Στερόπη: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

1059 Στεροπή: ἀϲτραπή, λαμπηδών. λαμπρᾶϲ γὰρ ἄτερ ϲτεροπᾶϲ [*](Soph.) ἀΐξαϲ ὀξὺϲ νότοϲ ὥϲ λήγει, καὶ νῦν φρόνιμοϲ νέον ἄλγοϲ ἔχει. ἀντὶ τοῦ οὐ κατέχει αὐτὸν ἡ μανία, ἀλλὰ λήγει, ὡϲ ὀξὺϲ νότοϲ ταχέωϲ λήγει. ὡϲ γινομένων τινῶν ϲημείων ἐπὶ τοῖϲ πνεύμαϲιν, Σὥϲτε παρατείνειν αὐτὰ ἢ ταχέωϲ πεπαῦϲθαι. ὡϲ ἐν τῇ κωμῳδίᾳ· ἀλλ’ ἐπέϲχε ταχέωϲ· δειλινὸϲ γὰρ ἤρξατο ἀλγεῖν.

[*](Σ)

1060 Στερρόϲ: ϲτερεόϲ, ἰϲχυρόϲ.

[*](Synt.)

1061 Στεροῦμαι· γενικῇ Σ τερῶ δὲ αἰτιατικῇ.

[*](Ecl.)

1062 Στέρφοϲ: δέρμα, ϲκέπαϲμα. καὶ ϲτερφόπεπλοϲ γὰρ ὁ Ἡρακλῆϲ. [*](Anth.) καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· πήρην, κἀδέψητον ἀπεϲκληρυμμένον αἰγὸϲ ϲτέρφοϲ.

[*](Δ)

1063 Στεφαναῖοϲ.

[*](Δ Σ)

1064 Στεφάνη: ὁ ϲτέφανοϲ. ϲημαίνει καὶ ὄρουϲ ἐξοχή.

[*](Δ)

1065 Στεφάνη: πόλιϲ.

[*](Harp.)

1066 Στεφανηφόροϲ· Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸϲ Νικοκλέα. Στεφανηφόρου ἡρῷον, ὡϲ ἔοικεν, ἦν ἐν ταῖϲ Ἀθήναιϲ. εἴη δ’ ἂν ὁ Στεφανηφόροϲ ἤτοι τῶν Ἡρακλέουϲ υἱέων εἰϲ, τῶν γενομένων ἐκ τῶν Θεϲτίου θυγατέρω· ἢ μήποτε τοῦ ἀϲτικοῦ Στεφανηφόρου τὸ ἡρῷον ἦν, ὥϲ φηϲιν Ἐλλάνικοϲ ἐν β’ Ἀτθίδοϲ.

1067 Στεφανικὸν τέλεϲμα: παρὰ Ῥοδίοιϲ οὕτωϲ ἐκαλεῖτο, ἐπειδὴ αὐτόνομοι ἦϲαν οἱ Ῥόδιοι· βραχὺ δέ τι μέροϲ Ῥωμαίοιϲ ἐπὶ τιμῇ πέμποντεϲ ἐτήϲιον, ὡϲ οὐ φόρον ἡγεμόϲι μᾶλλον ἢ ϲτέφανον φίλοιϲ διδόντεϲ. τοῦτο καὶ Ἑλληνογαλάταιϲ τοῖϲ Ἀγκυρανοῖϲ ἐπιχωριάζει τὸ λόγιον. ϲτεφανικὸν γὰρ λέγουϲι πᾶν τὸ ἐν χάριτοϲ λόγῳ διδόμενον.

[*](Δ)

1068 Στεφανίτηϲ.

[*](1058 ═ Ambr. 792 1059 — λαμπηδών ═ P, Ba 370, 21; — ἀϲτραπή ═ sch. Λ 66, Ps. Herodian. 123 et 231, Zon. 1672 cf Et. M 158, 44, H, Ap. S 144, 17 λαμπρᾶϲ sq. Soph. Ai. 257 —9 c sch 257; fr. com. ad. 609 1060 ═ P, Ba 370, 22 cf H 1061 cf. Synt. Gud et Laur. 1062 Ἡρακλῆϲ cf. Et M. 726, 22 (partim ex sch. Lyc. 652);— δέρμα cf. H, sch. Ap Rh. 4, 1348, sch. Nicand. Alex 248 πήρην sq. Anth. 6, 298, 1 —2 1063 cf. Steph. Byz., Theognost. An. Ox. 2,127, 22 1064 ὅρουϲ ἐξοχὴ ═ P, Ba 370, 23 cf. sch H 12 (unde H, Et. M 726, 41), Ap. S. 144, 26 1035 cf. Steph. Byz. 1066 Harp.═ P; Antiph. fr. 45; F Gr Hist 4 fr 3 1068 cf. Ambr. 713, Ps. Herodian. 123)[*](1060 cf 1043 1037 cf. v Α 259)[*](A(GFVM))[*](2 ἰϲχυρότεροι F ϲτερρὸν εἶπεν A 5 ἄτερ GM: ἀ AF om. V 6 φρόνιμον G 12 δὲ G M; om. Ar 13 γὰρ om. GM 14 δάδέψητον A 1063 om. F 17 ϲημαίνει del. Bhd. ἐξοχήν GM 1065 om. F 21 τῶν tert. A, Harp. Phot.; τοῦ GVM ad 1067 ϲημείωϲαι ὅτι αὐτόνομοι ἤϲαν οἱ Ρόδιοι mg. add. F, ὅτι οἱ Ἀγκυρανοὶ Ἐλληνογαλάται ἐλέγοντο mg. add. M cf. v Α 259 1068 om. F)
431

1069 Στέφανοϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ· φέρε παῖ ϲτέφανον, κατὰ χειρῶν [*](Ar.) ὕδωρ φερέτω τιϲ. τὸ γὰρ παλαιὸν τοῖϲ εὐωχουμένοιϲ περιέκειντο ϲτέφανοι, καταψύχοντεϲ τὸ κρανίον ἀπὸ τῆϲ τοῦ οἴνου θέρμηϲ.

1070 Στεφανοπώληϲ: ὁ τοὺϲ ϲτεφάνουϲ πωλῶν.

1071 Στεφάνων τοὺϲ νενικηκόταϲ· αἰτιατικῇ. ἀντὶ τοῦ τιμῶν. [*](Harp.) ὡϲ Δημοϲθένηϲ. καὶ γὰρ Λυκοῦργόϲ φηϲιν· ἀλλὰ μὴν καὶ Καλλιϲθένην ἑκατὸν μναῖϲ ἐϲτεφανώϲατε.

1072 Στεφανωϲάμενοϲ καλάμῳ: λιτὸϲ γὰρ καὶ ἀπερίεργοϲ ὁ [*](Ar.) τοιοῦτοϲ ϲτέφανοϲ. ἦν δὲ τῶν Διοϲκούρων ἴδιον ϲτεφανοῦϲθαι καλάμῳ.

1073 Στεφάνωϲιϲ: ἐπὶ οἰκοδομῆϲ οἴκου.

1074 Στέφοϲ καὶ Στέφη. καὶ Αἴθρια ϲτέφη, τὰ ἐξ Ὑπερβορέων κομιζόμεα, ὡϲ ἀεὶ ἐν ὑπαίθρῳ τιθέμενα.

[*](Suid.)

1075 Στείβοντεϲ: πατοῦντεϲ.

[*](Σ)