Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1036 Στένει: ϲτενάζει.

[*](Ar.)

1037 Στενοκωκύτουϲ τρίχαϲ: ἐφʼ αἷϲ ϲτενάζει τιλλόμενοϲ. Ἄριϲτοφάνηϲ· ἐκκοκκιῶ ϲου τὰϲ ϲτενοκωκύτουϲ τρίχαϲ. ἐκκοκκιῶ δὲ ἐκτιλῶ, ἀναϲπάϲω.

[*](Ar.)

1038 Στενολεϲχεῖν περὶ καπνοῦ: τὸ λεπτολογεῖν· ϲτενὸϲ γὰρ καὶ ἀμενηνὸϲ ὁ καπνόϲ. παρὰ δὲ τὸ ϲτενὸν εἴληπται τὸ ϲτενολεϲχεῖν.

[*](Σ)

1039 Στενολέϲχηϲ: λεπτολόγοϲ. καὶ Στενολεϲχία, τὸ αὐτό.

[*](Δ)

1040 Στενόχωροϲ: ὁ ἐϲτενωμένοϲ τόποϲ.

[*](Σ Δ)

1041 Στενωπόϲ: ϲτενορύμη διόδων. καὶ Στενωπεῖον.

[*](Δ)

1042 Στεντόρειοϲ φωνή: ἡ τοῦ Στέντοροϲ.

[*](Δ)

1043 Στερρὰ καὶ Στερεά: ἡ ἰϲχυρά.

[*](Δ.)

1044 Στέργηθροϲ: ὁ πόθοϲ.

[*](Synt.)

1045 Στέργω· δοτικῇ. ἐκεῖνοϲ οἶμαι δυνάμει ϲτέργειν ἠναγκάζετο τούτοιϲ. αἰτιατικῇ δέ· ὁ μὲν ϲτέργει τὴν κάτω χώραν. καί, ϲτέργειν μὲν ἡμᾶϲ ὡϲ ἀκίνδυνον φόβῳ.

[*](Σ)

1046 Στερέμνιον: ϲτερεόν, ἰϲχυρόν.

[*](Δ)

1047 Στερεομετρία.

[*](Δ)

1048 Στερέωμα.

[*](1031 ═ Et. M. 726, 4 1033 ═ P, Ba 370 7 cf. H ═ sch Α 28 1034 ═ P cf. Tim H, sch. Ar. Eq. 806; — ϲταφυλῆϲ ═ Ba 370, 8 1036 ═ P, Ba 370, 9 cf sch. Υ 169, H, Ps. Herodian. 123 et 243 1037 Ar. Lys. 448 c sch. 1038 Ar. Sun. 320 c sch. cf. Zon. 1679 1039 ═ Ba 370, 10. Στενολεϲχία sq. ═ P cf. H 1041 — διόδων ═ P, Ba 370, 12 cf. Ps. Herodian. 123, H Στενωπεῖον cf Ambr. 816 1042 l. ═ Ambr. 805 cf 760, Zon 1669 1043 Στερεά cf An Ox. 3, 396, 33. Στερεά cf. Ambr. 723 ═ Ps Herodian. 123 1045 cf An. Ox. 2, 408, 22 (unde Et. Gud ); — τούτοιϲ cf Bk 171, 17; ἐκεῖνοϲ — τούτοιϲ Dem. 23, 171; ϲτέργειν μὲν sq. lo. Dam Can. 1, 116 (indic. Gsf. ms ) 1046 ═ P, Ba 370,14 cf H, Zon. 1677 1047 ═ Ambr. 800)[*](1032 ex v. P 240 1035 ex v. Δ 94 1038 cf. v. Λ 297 1043 cf. 1060)[*](Ar in mg., F(GVM))[*](1 εἰ] οἱ F 2 εἰ] οἱ FV 3 ἔρχεϲθαι Kust. 1032 om. AFV δυμα F ἐλαιῶν A οῖϲ — 8 ἐχρῶντο om. A 1035 om. AFV post 1036 M 1037—8 om. A 11 ἐφ’ FV, sch. ἐν GM τιλλομένη GVM τιλλομέναιϲ Toup Ἀριϲτοφάνηϲ— 13 ἀναϲπάϲω om. F 12 δὲ V; ϲου GM 14 περὶ καπνοῦ om. FV 16 καὶ —17 τόποϲ om. A 17 Στενοχωρία Bhd. 18 ϲτενορύμη] ῥύμη Bhd. διόδων— 20 ἰϲχυρά om. A 18 Στενοπεῖον F 19 Στεντόριοϲ F 1044 post 1052 A 21 Στέργηθρον GMec, Hes. ὁ πόθοϲ] ὄνομα πόθου V ὄνομα πόαϲ coll. Hes Gsf. 1045 om. F V 22 τούτῳ A 23 κατὰ M 23. 24 ὡϲ ἀκίνδυν(ον) φόβῳ Ar: καὶ τὰ ἐξῆϲ GM ante 1046 Στερρὰ καὶ add. V 1047 om. ArF 1048 om. F)
429

1049 Στερίφη: ϲτείρα, μὴ τεκοῦϲα. καὶ Στεριφοποιοῦντεϲ, ἀντὶ [*](Σ) τοῦ ϲτερεοῦντεϲ.

1050 Στέριφοϲ: ϲτεῖροϲ, καὶ ἄγονοϲ. παρὰ τὸ ϲτερεὰν ἔχειν τὴν [*](Σ) ὑϲτέρα. αὐτὸϲ δὲ διὰ τοῦ ἔλουϲ, ᾗ ϲτεριφότατόϲ τε ἦν καὶ ἥκιϲτα [*](Ε) ἀπὸ τῶν ἐναντίων ἑωρᾶτο, ὑπερέβη. καὶ Θουκυδίδηϲ· τὰϲ πρῴραϲ [*](Ε) τῶν νεῶν ξυντεμόντεϲ ἐϲ ἔλαϲϲον ϲτεριφοτέραϲ ἐποίηϲαν. ἀντὶ τοῦ [*](Thuc.) ϲτερεωτέραϲ.

1051 Στερίφοιϲ: ϲτερεοῖϲ, ἢ πικροῖϲ. εἰ δέ τι ὑπεράγαν ἦν [*](Σ) τελματῶδεϲ, τοῦτο βαθείαιϲ τάφροιϲ ϲτέριφον πάντῃ ἐπεδείκνυτο. [*](Ε) καὶ Στεριφοποιῶ, τὸ ἰϲχυροποιῶ. καὶ Στεριφόπεπλοϲ, ὁ μικρὸϲ [*](Δ) πέπλοϲ.

1052 Στερκτέον· ἄν μὴ παρῇ κρέα, ταρίχῃ ϲτερκτέον. ζήτει ἐν τῷ ταρίχη.

[*](Suid.)

1053 Στέρνα χθονὸϲ καὶ νῶτα χθονόϲ: τὰ πεδιώδη, καὶ εὐρέα· [*](Soph.) καθάπερ αὖ πάλιν αὐχέναϲ τὰ ϲτενά. Σοφοκλῆϲ· ϲτερνούχου χθονόϲ. ἀντὶ τοῦ γῆϲ ἐπιπέδου.

1054 Στερνοτύπτηϲ: ὁ τὸ ϲτῆθοϲ τύπτων. καὶ ϲτερνοτυπτόμενοϲ.

[*](Σ)

1055 Στέρνοιϲ: ϲτήθεϲι. τόν τε περὶ ϲτέρνοιϲ κόϲμον [*](Σ) ὀδοντοφόρον.

[*](Anth.)