Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Thdr.)

1016 Στέαρ: παρὰ τῷ Δαβὶδ εὔνοια καὶ φιλαδελφία. τὸ ϲτέαρ αὐτῶν ϲυέκλειϲαν· τὸ ϲτόμα αὐτῶν ἐλάληϲεν ὑπερηφανίαν.

[*](Thdr.)

1017 Στέαρ παρὰ τῇ θείᾳ γραφῇ ἡ εὐπάθεια καὶ ἡ εὐκληρία λέγεται. ἐξελεύϲεται ὡϲ ἐκ ϲτέατοϲ ἡ ἀδικία αὐτοῦ. ἀντὶ τοῦ μετὰ πάϲηϲ ἀδείαϲ τὴν ἀδικίαν τολμῶϲι.

[*](Thdr.)

1018 Στέαρ πυροῦ: ὁ κάλλιϲτοϲ ϲῖτοϲ καὶ ἄρτοϲ.

[*](Σ)

1019 Στέατα: ἄλευρα. καὶ Εὐνάπιοϲ· ὁ δὲ φέρων γράμματα ἐν χαλκῷ ϲτέατι περιπεπλαϲμένα, καθεὶϲ ἐν πήρᾳ ἐπιθείϲ τε καὶ ἄλλουϲ ἄρτουϲ ὁμοίουϲ, ὡϲ μή τινα γνῶναι τὸ ἀπόρρητον.

[*](1010 ═ Preger 160, 16—20 1011 ξύλα ═ P, sch. Thuc. 2, 75, 1 cf. Ap. S 144, 13, H, Et. M. 725, 29 ὅτι sq. Georg. 583, 13—10 1012 — γίνεται ═ Et. M. 725, 32 Σταφυλοβολεῖον —πατητήριον Harp. βότρυϲ sq Astramps 1013 cf. Zen. III 6, Zon. 1672 1014 — ζύμη Lex. Octateuch. ap. Fabric. Harles. 6, 645 αιϲ sq. ═ An. Ox 3, 238,19 1015 cf. Ambr. 716, Zon. 1668, H 1016 Thdr. in Ps. 16,10, PG 80, 969a 1017 1hdr. in Ps. 72, 7, PG 80, 1445 a 1018 Thdr. in Ps. 147, 14, PG 80, 1984 a b 1019 — ἄλευρα P, Ba 369, 25 cf. H ὁ sq Eunap. fr. 52, FHG 4, 37)[*](1012 Astramps. cf. v. B 409 1013 cf. vv. Δ 1076 et T 1105 1019 Eunap. cf. vv. Α 2202 et K 67)[*](Ar in mg.m F(GVM))[*](1 ϲταυρὸϲ om. G 2 ὁ μέγαϲ Κωνϲταντῖνοϲ A ὲν τῷ οὐρανῷ post αὐτὸν transpos. AVM om G 4 καθωρῶντο V M καθεωρῶντο G καθορῶνται Preger χρυϲέμβαφοϲ V 5 Σταυρόϲ V Σταυρόν G ξύλα πεπηγότα F ὅτι— 9. 10 ἐπερχομένην om. AF 11 ϲαπυλὴ] ϲαπαπυλὴ F ϲταπυλὴ G πεπανθείϲηϲ 13 πατητήριον om. A 15. 16 δικαιότερον G, Δ 1076 17 τρία— αιϲ] εἰϲὶν δὲ γ’ A 19 εἰδοϲ ἄρτου] ἄρτ(οϲ) A 20 ἡ εὔνοια F 21 τὸ—ὑπερηφανίαν om. A 1016—7 inverso ord. V 22 παρὰ—γραφῆ ἡ alt. λέγεται om. A 23 αὐτοῦ] cp. A ἀντὶ — 24 τολμῶϲι om. A 25 ὁ ἄ, 26 καὶ — p. 427, 1 ϲτερεά om. A 26 καὶ om. F 27 παραπεπλαϲμένα GMec καὶ θεὶϲ ἐν πήρᾳ ἐπιθέντεϲ καὶ F; corrupta sec. Bhd. ἄλλουϲ del. Casaub. 28 ὁμοίουϲ F V, Casaub. ὁμοίωϲ GM)
427

1020 Στεγανὰ πλοῖα: ϲτερεά.

[*](Δ)

1021 Στεγανόν: πυκνόν, ϲφιγκτόν. καὶ Διόδωροϲ· οἱ δὲ Ῥωμαῖοι [*](Σ) ϲτεγανὰ ποιήϲαντεϲ παρεχείμαζον. καὶ παροιμία· Βάκχηϲ [*](Ε) τρόπον. ἐπὶ τῶν ϲτεγανῶν καὶ ϲιωπηλῶν· αἱ γὰρ Βάκχαι ἐϲίγων.

[*](Prov.)

1022 Στεγανόποδα· ϲτεγανόποδα ζῷα λέγεται καὶ πλατυώνυχα κύκνοϲ, χήν, πελεκὰν καὶ τὸ τῶν νηττῶν πᾶν γένοϲ· οἷϲ ϲυμβέβηκε φιλύδροιϲ εἶναι.

1023 Στεγανώτερον: ϲτερεώτερον, πεπυκνωμένον, ϲυνεχέϲτερον. [*](Σ) ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἀλλά τι καὶ φρονέοιϲ ϲτεγανώτερον. οἱ δὲ τοὺϲ [*](Anth.) ἀϲκοὺϲ κεντήϲαντεϲ ὁμίχλῃ ϲτεγανωτάτῃ ϲυνεϲκίαϲαν τὸν ἀέρα, τῇ [*](Ε) αἰθάλῃ. καὶ Αἰλιανόϲ· ὁ δὲ ἔλεγε ϲτεγανωτάτουϲ εἶναι τοὺϲ βουλευτὰϲ [*](Ε) καὶ φυλάττειν τὰ τῆϲ ϲκέψεωϲ ἀπόρρητα.

1024 Στέγει: καρτερεῖ, ὑπομένει. τὸν καυϲτικὸν δὲ τοῦτον ἥλιον [*](Δ) ϲτέγει, ἱδρῶτι θερμῷ πανταχοῦ βεβρεγμένοϲ. καὶ Στεγόμενα, κρυπτόμενα. καὶ Στεγόντων, ἀνεχόντων, βαϲταζόντων. Ἰώϲηποϲ· [*](Σ) οἶκοϲ ἦν, δύο κιόνων ϲτεγόντων αὐτοῦ τὸν ὄροφον. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](x + Ε) ὡϲ εὖ κατηρέψαϲθε καὶ νουβυϲτικῶϲ κεράμῳ τὸ νῶτον, ὥϲτε [*](Ar.) τὰϲ πλευρὰϲ ϲτέγειν. καὶ αὖθιϲ· πάτερ Οἰδίπουϲ, πύργοι μέν, οἳ [*](Soph.) πόλιν ϲτέγουϲιν, ὡϲ ἀπʼ ὀμμάτων πρόϲω. τουτέϲτιν ὡϲ ἄν τιϲ τὰ ὄμματα πρόϲω ἔχων.

1025 Στέγγιϲ.

[*](Δ)

1026 Στεγναί: ϲτερεαί.

[*](Σ)

1027 Στέγω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1028 Στελγίδεϲ καὶ καταμάγια: τὰ εἰϲ τὸ λούεϲθαι χρειώδη. καὶ ξύϲτραι καὶ λέκυθοϲ καὶ ξυϲτροφύλαξ, εἴδη λουτροῖϲ ἐπιτήδεια.

1029 Στελεόν: τὸ τοῦ πελέκεωϲ ξύλον.

1030 Στελεόϲ. εἰ μὴ γὰρ ὑμεῖϲ ϲτελεὰ πάντα τίκτητε, οὐκ ἂν [*](Δ) γεωργὸϲ πέλεκυν ἐν δόμοιϲ εἶχε. Βάβριοϲ φηϲὶν ὁ μυθογράφοϲ.

[*](1020 cf. Ps. Herodian. 123 1021— ϲφιγκτόν ═ P, Σa cf. Ba 369, 26, H οἱ—παρεχείμαζον Diod. fr. 33 Βάκχηϲ sq. cf Cohn, Z. d. P. 75 1022 Ar. y. Epit. 4, 3—5 1023— ϲυνεχέϲτερον cf P ═ Ba 369, 27; Zon. 1677 ἀλλὰ — ϲτεγανώτερον Anth. 5, 215, 3 ὁ sq. Aelian. fr. 175 1024 ὑπομένει Zon 1679 cf H τὸν pr —βεβρεγμένοϲ Pisid. Exp. Pers 3,100 —1 Στεγόμενα, κρυπτόμενα ═ P, Ba 369, 31 cf. H βαϲταζόντων cf. H. οἶκοϲ — ὄροφον los. Ant. 5, 314 ὡϲ — ϲτέγειν Ar. Vsp. 1294— 5 πάτερ sq. Soph. OC 1 4 —5 c sch. 15 1025 cf. Ambr. 731 1026 ═ P, Ba 369, 29, H 1027 ═ Synt. Laur. 1028 Artem. 1, 64 extr. 1029 ═ P, Ba, Σa, Et. M. 725, 51 cf. H, Ambr 717 1030 l. cf. Ambr. 717 εἰ — εἶχε Babr. 143, 45)[*](1021 Prov. cf. v. B 56 1023 οἱ— αἰθάλῃ cf. vv. Αl 106, Κ 2036 1024 Ar. cf. V Κ 1059 1029 cf. 1079)[*](2 πυκνόν] ἢ ϲυνεχῇ καὶ μὴ ἔχον πόνουϲ ss. M ϲφικτόν FV καὶ — Ar in mg., F(GVM) 1 ἐϲίγων om. A 5 ϲτεγανόποδα om. A λέγεται καὶ] τὰ A 6 καὶ — 12 ἀπόρρητα om. A 6 post τῶν spat. in V, ss. ἀρ πᾶν om. V 7 εἶναι] Στεγανόν, π. ϲφικτόν add. V cf. vs. 2 9 φρονέειϲ FGV 12 ϲκήψεωϲ VMac 13 τὸν— 22 ϲτερεαί om. A 13 καυτικὸν FMac 14 βεβρεγμένῳ F 15 Ἰώἐηπϲ— 20 ἔχων om. F 17 τὸ M, Ar.; τὸν GV 18 πύργῳ G 19 τιϲ VM; τιν G 20 προϲέχω ἔχων G 1028 om. A 25 εἴδη λ. ἐπιτήδεια om. F 1030 om A, qui καὶ Στελεόϲ post vs. 26 Στελεόν add.)
428
[*](Ecl.)

1031 Στέλεχοϲ: εἰ μὲν ὁ κορμόϲ, ἤγουν ἡ ῥίζα, παρὰ τὸ τέλοϲ ἔχειν ἢ παρὰ τὸ ϲτερεόν· εἰ δὲ οἱ ἄνω τῆϲ κορυφῆϲ κλάδοι, παρὰ τὸ εἰϲ τέλοϲ ἔχεϲθαι.

[*](Suid.)

1032 Στελίχων: ὄνομα κύριον. ὃϲ ϲὺν Ῥουφίνῳ ἐπὶ Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου ἄμφω τὰ πάντα ϲυνήρπαζον.

[*](Σ)

1033 Στέμμα: ϲτεφάνη, πλήρωμα.

[*](Σ)

1034 Στέμφυλον: τὸ ἔκδυμα τῆϲ ϲταφυλῆϲ· ἢ τῶν ἐλαῶν· οἷϲ ἀντὶ ὄψω ἐχρῶντο.

1035 Στενά μοι πάντοθεν. ζήτει ἐν τῷ Δαυίδ.