Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

81 Ῥαιϲτήρ: ἡ ϲφύρα. παρὰ τὸ ῥῶ, τὸ φθείρω. ἡ φθείρουϲα τὰ [*](Ecl.) ἐντιθέμενα. ἐν Ἐπιγράμμαϲιν· ἐκ πυρὸϲ ὁ ῥαιϲτὴρ καὶ ὁ καρκίνοϲ [*](Anth.) ἤ τε πυράγρη ἄγκεινθʼ Ἡφαίϲτῳ. καὶ αὖθιϲ· οὐδʼ εἴ με χρύϲειον ἀπὸ ῥαιϲτῆροϲ Ὅμηρον ϲτήϲητε φλογέαιϲ ἐν Διὸϲ ἀϲτεροπαῖϲ.

82 Ῥαιφερενδάριοϲ: ἀξίωμα. Ῥωμαϊκόν. ἤγουν ὁ ἀναφορεύϲ.

[*](Δ)

83 Ῥέα: ὄνομα θεᾶϲ.

[*](Δ)[*](70 Soph. 0T 391—2 c. sch. 391 cf. H 71 ═ P cf. sch. Pl. Ion. 530a, Bk. 300, 3 (unde Et. M. 703, 32) 72 — διεϲτραμμένοϲ cf. Et. M. 700, 9 καὶ τὰν — κορύναν Anth. 6, 35, 3. Ῥαιβοϲκελήϲ, ὁ π. Anth. 6, 196, 1 et 4 73 ═ Ps. Herodian. 118 cf. Ambr. 36 74 cf. Zon. 1606; — φορεῖον ═ Ambr. 47 76 — Ῥωμαῖοϲ ═ Ambr. 5 cf. Zon. 1603. Ῥέκοϲ sq. cf. Theognost. An. Ox. 2, 11, 8 77 cf. Ps. Herodian. 118; l. ═ Ambr. 17 78 αἰτιατικῇ — Synt. Laur. et Gud. 79 ═ Ps. Herodian. 118 et 242, H cf. sch. ζ 326 89 l. ═ Ambr. 18 81 — ἐντιθέμενα cf. Et. M. 701, 15 (partim ex Orione 139, 10); — ϲφύρα ═ Ambr. 2, Ps. Herodian. 118 cf. sch. Σ 477 ═ Ap. S. 138, 12 ἐκ — Ἡφαίϲτῳ Anth. 6, 117, 1 — 2. οὐδ᾿ sq. Anth. 7, 5, 1—2 82 — ἀξίωμα cf. Ambr. 8, Ps. Herodian. 118, Zon. 1603 83 ═ Ps. Herodian. 117, L)[*](72 διαφέρει sq. ex v. Β 327 74 cf. 88 76 cf. 94 81 Anth. 6 hinc v. Α 246)[*](ante 70 καὶ Ῥαψῳδόϲ ἡ Σφίγξ add. VM, καὶ add. GF 2 ῥαψῳδεῖν G A(GFVM) ἄν] cf. sch. 3 ἠύδαϲ τι] ηύδοτι A 6 οἳ] οἷον FV ῥαβδοὺχουϲ G ἀπήγγελον AF ἀπηγγειλον V 7 τὸ alt.] καὶ V λαλεῖν sch., Et. Port. καὶ] τὸ V 10 εὐϲτρόθυγγα A 10.11 Ῥωβοϲκελήϲ] γp. ῥαιβόϲκελοϲ ss. M 11 διαφέρει— 12 κνήμαϲ om. AF post 77 V 14 Ῥαίδιον] ε supra αι A 15 μάϲτιγξ GFV 19 Ῥαίκω AF ῥαίνω F (et rec. in A) 80 post 77 A 22 ῥῶ] ῥαίω ex Et. Bhd. 24 ἄγκειθ᾿ A cf. v. 246; ἀντὶ τοῦ ἀνάκεινται ss. M 26 Ῥωμαῖκόν—ἀναφορεύϲ om. AF)
288
[*](Δ)

84 Ῥεβέκα. ὄνομα κύριον. ἡ μήτηρ τοῦ Ἴακώβ.

85 Ῥεγεωνάρχαι· ζήτει ἐν τῷ Αὐγουϲτεῖον.

[*](Δ)

86 Ῥεγεῶνοϲ.

[*](Ar.)

87 Ῥέγκουϲι: τοῦτο ποιοῦϲιν οἱ βαθέωϲ καθεύδοντεϲ· οἱ δὲ μηδὲν φροντίζοντεϲ κοιμῶνται.

[*](Σ)

88 Ῥεδίων: ἁρμάτων.

[*](Δ)

89 Ῥέεθρον: ῥεῖθρον.

[*](Δ)

90 Ῥέζεϲκον: ἔπραττον.

[*](Σ)

91 Ῥέζει: θυϲιάζει, ποιεῖ, ἱερατεύει, παραϲκευάζει.

[*](Σ)

92 Ῥέθοϲ: πρόϲωπον, ἐρύθημα, μέλοϲ, ϲπλάγχνον. ἐνθάδε τῆϲ [*](Anth.) τρυφερᾶϲ μαλακὸν ῥέθοϲ, ἐνθάδε κεῖται τρυγόνιον. Ὅμηροϲ· ψυχὴ [*](Δ) δ᾿ ἐκ ῥεθέων πταμένη ἄϊδόϲδε βεβήκει. καὶ Ῥεθομάλίδαι, οἱ [*](Hom.?) τρυφεροὶ τὴν ϲάρκα. λέγεται γὰρ καὶ ὅλον τὸ ϲῶμα ῥέθοϲ. καὶ [*](Δ) κλίνεται ῥέθουϲ, πληθυντικὸν τὰ ῥέθη.

93 Ῥέκαυγον: παρὰ Ῥωμαίοιϲ ἀποχῆϲ εἶδοϲ.

[*](Σ)

94 Ῥέκοϲ: ζῶμα, ζώνη.

95 Ῥέκτῃ ἀνδρί: τῷ πράκτῃ.

[*](Σ)

96 Ῥελατορία: ἀναφορά.

[*](Ε)

97 Ῥεμβώδουϲ: ἠμελημένηϲ. τῆϲ δὲ πολιορκίαϲ ῥεμβώδουϲ γενομένηϲ, ὁ μὲν Σκόπαϲ ἠδόξει καὶ διεβέβλητο νεανικῶϲ. καὶ αὖθιϲ· [*](Ε) εὑρὼν δὲ αὐτοὺϲ διαρεμβομένουϲ κατὰ τὸ τέμενοϲ ἀόπλουϲ, τούτουϲ ἀπέκτεινε.

[*](Σ)

98 Ῥέμει: πειρᾷ, ὀδυνᾷ, ϲήπει.

[*](Δ)

99 Ῥέμοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

100 Ῥέμφιϲ: ὄνομα κύριον.