Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

182 Ῥιπίϲ, ῥιπίδοϲ. καὶ Ῥιπίδιον.

[*](Synt.)

183 Ῥιπίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Ar.)

184 Ῥιπόϲ: φρυγάνου, ψιάθου κέρδουϲ δ᾿ ἕκητι κἂν ἐπὶ ῥιπὸϲ πλέϲι. λέγοιτο δ᾿ ἂν ἐπὶ φιλοκερδεῖ. λέγεται δὲ καὶ ἄλλωϲ· θεοῦ πλέων. ἢ μάλιϲτα· θεῷ πλέων, κἂν ἐπὶ ῥιπὸϲ πλέοι. καὶ ῥίπεϲι, τοῖϲ τῆϲ ἰτέοϲ κλάδοιϲ.

[*](Synt.)

185 Ῥίπτω· αἰτιατικῇ.

[*](Suid.)

186 Ῥίϲ· ὅτι οὐκ ἕϲτιν ἡ ῥίϲ τὸ αἰϲθητήριον τῶν ὀϲφραντῶν, ἀλλ᾿ ἡ μαϲτοεικήϲ τοῦ ἐγκεφάλου ἀπόθεϲιϲ παρὰ Θεοφράϲτῳ. καὶ ζήτει ἐν τῷ δίοϲμοϲ. καὶ τὸ πληθυντικὸν ῥῖναϲ.

[*](Δ)

187 Ῥιϲμόϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

188 Ῥιψαδαγείρων.

[*](Σ Δ)

189 Ῥίψαϲπιϲ: δειλόϲ. καὶ Φέραϲπιϲ, ὁ πολεμικόϲ.

[*](Ε)

190 Ῥιψοκινδύνου: ἑκουϲίωϲ πρὸϲ κίνδυνον ἐρχομένου. ὁ δὲ ἔρρωτο βοηθεῖν τοῖϲ κινδυνεύουϲι καὶ χρῄζουϲι ϲυμμαχίαϲ ῥιψοκινδύνου τινόϲ· ἑαυτοῦ γὰρ ἴδιον ἐνόμιζε τὸν τοιοῦτον καιρόν.

[*](Σ)

191 Ῥοάϲ: ῥεύματα. καὶ Ῥοά, εἶδοϲ δένδρου.

[*](Δ)

192 Ῥοβοάμ: ὄνομα κύριον.

193 Ῥόγα: ἡ τῶν βαϲιλέων εὐϲέβεια καὶ φιλοτιμία.

[*](Δ)

194 Ῥοδακινέα: τὸ δένδρον.

[*](Δ)

195 Ῥοδανόϲ: ποταμόϲ.

[*](Σ Δ)

196 Ῥόδια: μύρα. καὶ Ῥόδοϲ, ἡ νῆϲοϲ.

[*](Δ)

197 Ῥόδιοϲ: ὁ ἀπὸ τῆϲ Ῥόδου. καὶ Ῥόδιον, φυτόν· Ῥόδειοϲ δὲ ϲτέφανοϲ.

[*](Δ)

198 Ῥοδίων, Ῥοδίωνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

199 Ῥοδίων χρηϲμόϲ: Ῥόδιοι τῇ Λινδίᾳ Ἀθηνᾷ θύοντεϲ καθεκάϲτην ἡμέραν ἐνδιετέλουν τῷ ναῷ εὐωχούμενοι· οὐκ ἦν δὲ αὐτοῖϲ [*](181 πυριτρόφουϲ sq. Anth. 6, 101, 2 182 cf. Zon. 1617 183 ═ Synt. Laur. et Gud. 184 Ar. Pac. 699 c. sch. cf. Zacher Jb. Suppl. 16, 730; ῥάπεϲι sq. cf. sch. ε 256 185 ═ Synt. Laur. 187 ═ Ambr. 127 188 ═ P, Ba 359, 8 189—δειλόϲ ═ P, Ba 359, 9, Ambr. 122 cf. Zon. 1617, Ps. Herodian. 118, H, sch. Ar. Nu. 353 191 — ῥεύματα ═ P, Ba 359, 10, sch. B 869 cf. H 192 ═ Ambr. 168, Ps. Herodian. 120 195 ═ Ambr. 180 196 ═ μύρα ═ P cf. H v. Ῥόδιον Ῥόδοϲ ἡ νῆϲοϲ cf. Orion 139, 18 (unde Et. M. 705, 6), Steph. Byz. Ambr. 191 197 Ῥόδιοϲ cf. Ambr. 182. Ῥόδιον, φυτόν ═ Ambr. 199. Ῥόδειοϲ sq. ═ Ambr. 177 198 Ῥοδίωνοϲ ═ Ambr. 174 199 ═ P cf. Paroem. ed. Gsf. 101 n. 832) [*](184 init. cf. v. Σ 105 186 — δίοϲμοϲ ex v. Δ 1211 189 init. cf. v. K 1734; extr. cf. v. φέραϲπιϲ 196 cf. 205) [*](A(GFVM)) [*](2 πυροτρόφουϲ G 182 non nov. gl. M 5 κέρδουϲ] κέρα AF ἕκειτο F πλέειν V 6 λέγοιτο—18 κύριον om. V; 6 λέγοιτο—7 πλέοι propter homoeot. om. AF 185—6 om. AF 188] ἐν ἑτέρῳ ἀντιγράφῳ γρ. ῥιψαδαγείρω 53. M; later Γαδείρων Bhd. 18 ἴδιον om. A 19 καὶ—δένδρου om. AF; ῥοιά ss M 193 post 195 F 21 καὶ φιλοτιμία om. F καὶ AV: καὶ ἡ GM 24 ἡ om. V 25 καὶ Ῥόδιοϲ GM καὶ om. F, nov. gl. Ῥόδειοϲ GM, Ambr.: Ῥόδιοϲ AFV 27 Ῥοδίων] Ῥ. καὶ GFVM ὀνόματα κύρια F 29 ἐδιετέλουν F, Phot.)

297
ἐθοϲ ἀμίδα εἰϲφέρειν. ϲυγκαταινέϲαντοϲ δέ, πάλιν ἀνεπυνθάνοντο, χαλκῆ ἢ ὀϲτρακίνην; ὁ δὲ ὀργιϲθεὶϲ ἀπεφήνατο μηδετέραν. διὸ τὴν παροιμίαν τάϲϲεϲθαι ἐπὶ τῶν περιεργότερον πυνθανομένων.

200 Ῥοδογούνη: γυνὴ μὲν Ὑϲτάϲπου, Ξέρξου δὲ καὶ Δαρείου [*](Harp.) μήτηρ.

201 Ῥοδοδάκτυλοϲ: ῥοδόχρουϲ.

[*](Σ)