Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
922 Πεκτούμενον: τιλλόμενον, ξεόμενον. Ἀριϲτοφάνηϲ· καὶ ποιήϲω τοὺϲ δημόταϲ βωϲτρεῖν ϲ᾿ ἐγὼ πεκτούμενον.
923 Πελαγιζούϲαιϲ: εἰϲ πέλαγοϲ πλεούϲαιϲ. πελαγιζούϲαιϲ δὲ ταῖϲ ναυϲὶ ϲυνέβη τὰϲ πλείω καταδῦναι.
924 Πελαγίζω· αἰτιατικῇ.
925 Πελαγιῶτιϲ λίμνη.
926 Πελάζει· αἰτιατικῇ. πληϲιάζει, ἐγγίζει.
927 Πέλανοϲ: γίνεται πέμματά τινα τοῖϲ θεοῖϲ ἐκ τοῦ ἀφαιρεθέντοϲ ἤτοι ἐκ τῆϲ ἅλω· Δίδυμοϲ δέ φηϲι κυρίωϲ εἶναι πέλανον τὸ ἐκ τῆϲ παιπάληϲ πέμμα, ἐξ ἧϲ ποιοῦνται πέμματα. ἢ καὶ ἀπὸ τοῦ πεπλατύνθαι· ἢ ὅτι λευκόν ἐϲτιν· ἢ διὰ τὸ φανὸν εἶναι, ὅ ἐϲτι λευκόν. Εὐριπίδηϲ μέντοι ἐν τῷ Ὀρέϲτῃ ἰδίωϲ φηϲί· ἐκ δ᾿ ὄμορξον ἀθλίου ϲτόματοϲ ἀφρώδη πέλανον. ὅπερ τὸν ἐπὶ τοῦ ϲτόματοϲ ἀφρὸν δηλοῖ.
928 Πέανοι: πέμματα ἐκ παιπάληϲ, τουτέϲτιν ἀλεύρου λεπτοτέρου, εἰϲ θυϲίαν ἐπιτήδεια· ὡϲ αὐτόϲ φηϲι, καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι· Διονύϲιοϲ Θρᾳξί· θεοῖϲ ἀπαρχαί τινεϲ. λέγεται δὲ πέλανοϲ καὶ ὁ περὶ τῷ ϲτόματι πεπηγὼϲ ἀφρόϲ. καὶ τὸ περιπεπηγὸϲ καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδεϲ δάκρυον, οἷον λιβανωτὸϲ κόμμι. καὶ ὁ τῷ μάντει διδόμενοϲ μιϲθὸϲ ὀβολόϲ.
929 Πελαργᾶν: τὸ νουθετεῖν ἐκάλει ὁ Πυθαγόραϲ.
930 Πελαργιδεῖϲ· Αἰλιανόϲ· πελαργῶν παῖδεϲ. ὥϲπερ ἀετιδεῖϲ, οἱ ἀετῶν παῖδεϲ.
931 Πελαργικοὶνόμοι: διὰ τὸ ἀντεκτρέφειν τοὺϲ γονεῖϲ. οὕτωϲ Ἀριϲτοφάνηϲ.
932 Πελαργόϲ· ζήτει ἐν τῷ ἀντιπελαργεῖν.
[*](920 — ποκάζειν sch. Ar. Av. 714. κείρειν cf. P, H. ἡνίκα sq. Ar. Av. 714 922 Ar. Lys. 684—5 c. sch. cf. P, H 924 ═ Synt. Laur. et Gud. 926 — αἰτιατικῇ aliter Synt. Laur. ═ Synt. Gud. πληϲιάζει sq. ═ Ba 335, 19 cf. P, H, Zon.1540 Ps. Herodian. 105, Erotian. 72, 17 927 Harp. P; Eur Or. 219 — 220 928 cf. P, Ba 335, 20, Tim., H, s. v. et v. πέδανοϲ, Et. M. 659,15; αὐτοϲ Pl. Leg. 782c 929 Laert. 8, 20 931 P cf. H; Ar. Av. 1353)[*](919 ex 1382 921 cf. 1382 922 cf. vv. Β 503, Z 155 929 cf. 3124 930 ex v. Α 570)[*](919 om. FV post 922 A 1 ἐξ—2 ἑξῆϲ om. A 3 θρέμματα] πρόβατα ex ArF( GVM) vs. 4 G 6 Ἀριϲτοφάνηϲ—7 πεκτούμενον om. F 9 πλοίω V πλείουϲ GM 11 Πελαγιᾶτιϲ A Πελαϲγιῶτιϲ Bhd. 14 ἤτοι] ϲίτου ed. pr., Harp. plen. κυρίωϲ om. F 16. 17 Εὐριπίδηϲ—24 ὀβολόϲ om. F 18 ἀφρώδη—ϲτόματοϲ om. V 21 Θρᾷξ Phot. 22 τὸ ϲτόμα πεπηγὸϲ ἀφρόϲ G περιπεπηγὸϲ 3 Phot.: πεπηγὸϲ GVM, Ba 23 κόμμα AV 930 om. FV post 931 A 26 Αἰλιανόϲ post παῖδεϲ transpos. A)933 Πέλαϲ: πληϲίον, γείτων. πλὴν πρόνοιαν ἀεὶ ἐποίουν Ῥωμαῖοι [*](Σ) μή ποτε πρότεροι τὰϲ χεῖραϲ ἐπιβάλλειν τοῖϲ πέλαϲ μήδ᾿ ἄρχοντεϲ [*](Ε) φαίνεϲθαι χειρῶν ἀδίκων.
934 Πελαϲγοί: ἐθνικόν.
[*](Δ)935 Πλάτηϲ: ὁ ἀντιϲτρέφων, καὶ ὑπηρετῶν. ϲυναγανακτῶν τοῖϲ [*](Σ) πελάταιϲ κατὰ πλῆθοϲ ἐληλυθόϲιν. ὑπηρέτην τε καὶ θεράποντα ἢ [*](Ε) πελάτην ϲτρατιώτην τῶν ἐκ καταλόγου ἐκώλυϲε παρεῖναί τινι. καὶ [*](Ε) αὖθιϲ· καὶ ἑαυτὸν πελάτην ἐκείνου λέγει τε καὶ ᾄδει.
[*](Ε)936 Πέλεθρα: πλέθρα. ἔϲτι δὲ μέτρον γῇϲ τὸ πλέθρον. ϲταδίου [*](Σ) ἕκτον.
937 Πελεκάντι: δοτική. μήποτε βαρυτόνωϲ προενεκτέον, ὡϲ ἀλίβαϲ. [*](Ar.) πελεκὰν μέντοι, πελεκᾶνοϲ κοινῶϲ, πελεκᾶϲ, πελεκάντοϲ Ἀττικῶϲ. πελεκᾶϲ, πελεκᾶ Δωρικῶϲ. ἔϲτι δὲ εἶδοϲ ὀρνέου.
[*](Δ)938 Πλεκυϲ, πελέκεωϲ: τὸ τεκτονικὸν ἐργαλεῖον. καὶ ἐϲτελεωμένοϲ [*](Δ Anth.) οὗτοϲ ἐμβριθὴϲ τέχναϲ ὁ πρύτανιϲ πέλεκυϲ. πελέκυοϲ δέ.
939 Πελεκῶ, πελεκήϲω, ξύλα. Πελεκίζω δὲ τὸ μετὰ τῆϲ ϲπάθηϲ [*](Δ) κόπτω.
940 Πέλει: γίνεται, ἐϲτίν.
[*](Σ)