Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

902 Πδῆται: πεπεδημένοι, ϲυνδεδεμένοι. καὶ Πεδήτηϲ, ὁ [*](Δ) δεϲμηθείϲ.

[*](Δ)

903 Πεδιεύϲ: ἀπὸ τόπου.

[*](Harp.)

904 Πεδικά: μοῖρα τῆϲ Ἀττικῆϲ. ἐκαλεῖτο δὲ οὕτωϲ ἀπὸ τοῦ ϲυμβεβηκότοϲ. εἶχε δὲ καὶ προβάτων νομάϲ. ἔϲτι τὸ ὅνομα παρά τε Λυϲίᾳ καὶ παῤ ἄλλοιϲ ῥήτορϲι.

[*](890 cf. ad v. 1662 892 cf. sch. Ar. Ran. 388, H; θ 251 893 — παῖξαι cf. sch. Ar. Ran. 388, H. τύψαι ═ P, Ba 325, 22 894 ═ P, Ba 325, 23 896 — αὐτῇ sch. Ar. Av. 660 καὶ ἕδνα sq. Aelian. fr. 12; Men. com. fr. 907 897 — πόλιϲ ═ Ambr. 181, Et. M. 658, 1 898 γνώριϲμα αἰτήϲεωϲ ═ Lex Rom. Baroce. Χρυϲάφιοϲ sq. Malal. p. 363 cf. EV 1, 162, 25—163,1 899 ὁρμῶ Ps. Herodian. 107 cf. Ambr. 287, Et. M. 658, 7, sch. Β 450; Ap. S. 126, 14, unde H 900 Ar. Av. 1197—8 c. sch. 1197 901 — δεϲμά ═ P, Ba 335, 2 cf. H; sch. Ν 36 Byz. Zt. 16, 64 vs. 33; Et. M. 658. 18, Ps. Herodian. 105 παρὰ sq. cf. Et. M. 658,18 902—ϲυνδεδεμένοι ═ P, Ba 335,4 cf. H Πεδήτηϲ sq. ═ Ambr. 376 903 l. cf. Ambr. 476 904 Harp. ═ P; Lys. fr. 238)[*](890 cf. v. 1662 893—4 cf. 873 et 880 895 ex v. Τριτογένεια 896 Ar. cf. v. Ε 378; Aelian. cf. v. Τρικορυϲία)[*](ArF(GVM))[*](1 Παιπαλώδειϲ] γυναῖκεϲ add. A 3 παίϲαθ᾿] παίϲατε FV ξένοϲ Aac 895 om. FV post vs. 7 αὐτῇ praemisso παροιμία A 7 καὶ—9 ἐθέλουϲα om. F 8 τὸ om. A, cf. v. Τρικορυϲία παίϲα A 9 βαϲίλιϲϲα A 10 καὶ—πολίτη, om FV Παιϲινόϲ G Παιϲονόϲ A 11 Παιτῆτα F, Barocc. Παιϲίτα G Πετίτα AVMac; ἔϲφαλται ss. M cf. 1396 12 Ῥωμαϊκή V Χρυϲάφιοϲ— 14 ὁρμῶ om. F 13 πραίτωρ V παιτῖτα G, Malal.: πετῖτα AVM 15 Ἀριcτοφάνηc—17 ἐξακούεται om. F 16 Ὄρνιϲιν om. A ὡϲ om. V 18 δέω] δέτω A 19 τὸν πόδα FV 20 Πεδῆται om. F 20. 21 δεϲμευθείϲ G Ambr. 23 Πεδιακά Harp., Bk. 296, 14, Hes. 24 εἶχε—25 ῥήτορϲι om. AF 24 VMac, Harp.: γὰρ GMec, om. Phot.)
79

905 Πέδιλα: ὑποδήματα.

[*](Σ)

906 Πεδινόϲ: ὁ ὁμαλὸϲ τόποϲ.

[*](Δ)

907 Πεδίον: ἡ γῆ. καὶ Πέδον ὁμοίωϲ γῆ. ἔδαφοϲ.

[*](Δ + Σ)

908 Πεδότριψ: ὁ ἐκθλίβων.

909 Πέζα: τὸ ἄκρον, ἢ τὸ ἀπολῆγον τοῦ χιτῶνοϲ, ὃ ἡμεῖϲ ᾤανλέγομεν. [*](Σ) πρότερον γὰρ ὑπὲρ τοῦ μὴ τρίβεϲθαι δέρμα προβάτων προϲέρραπτον. Πέζα καὶ ὁ ποῦϲ. καὶ Ἀργυρόπεζα, ἡ λευκοὺϲ [*](Δ) πόδαϲ ἔχουϲα. καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἔμπεδον ἐϲ κείνου πέζαν ἐρειϲάμενοϲ [*](Anth.) αὔρηϲ οὐκ ἀλέγουϲαν ἐπὶ χθονόϲ.

910 Πέζα: ὕφαϲμα. τῆϲ πέζηϲ τὰ μὲν ἄκρα τὰ δεξιὰ Βιττίον εἰργάϲατο. καὶ αὖθιϲ· Ἄρτεμι, ϲοὶ ταύταν, εὐπάρθενε, πότνα γυναικῶν, [*](Anth.) τὴν μίαν αἱ τριϲϲαὶ πέζαν ὑφηνάμεθα.

911 Πεζαίτεροι. ὁ δὲ βαϲιλεὺϲ πεζαιτέρουϲ ἀμφὶ τοὺϲ μ΄ ἀναλαβὼν [*](Δ) ἕπεϲθαί οἱ κελεύει, θάνατον ἀπειλήϲαϲ, εἰ πλείουϲ ἕποιντο.

[*](Ε)

912 Πεζαίτεροι· Δημοϲθένηϲ ἐν Φιλιππικοῖϲ. Ἀναξιμένηϲ δὲ ἐν α΄ [*](Harp.) Φιλιππικῶν περὶ Ἀλεξάνδρου λέγων φηϲίν· ἔπειτα τοὺϲ μὲν ἐνδοξοτάτουϲ ἱππεύειν ϲυνεθίϲαϲ ἑταίρουϲ προϲηγόρευϲε, τοὺϲ δὲ πλείϲτουϲ καὶ τοὺϲ πεζοὺϲ εἰϲ λόχουϲ καὶ δεκάδαϲ καὶ τὰϲ ἄλλαϲ ἀρχὰϲ διελὼν πεζαιτέρουϲ ὠνόμαϲεν, ὅπωϲ ἑκάτεροι μετέχοντεϲ τῆϲ βαϲιλικῆϲ ἑταιρείαϲ προθυμότατα διατελῶϲιν ὄντεϲ.

913 Πεζῇ: βάδην. καὶ παροιμία· πεζῇ βαδίζω· νεῖν γὰρ οὐκ ἐπίϲταμαι. [*](Δ) ἀντὶ τοῦ οὐ δύναμαι.

[*](Ar.)

914 Πεζίτηϲ: ὁ πεζόϲ.

[*](Δ)

915 Πεζίτια: ϲτέμματα. ἐπὶ ἀνθρώπων ϲτεφάνη, ζώνη· ἐπὶ δὲ ξύλων τὰ [*](Suid.) κυμάτια.

916 Πεζολόγοϲ: ϲυγγραφεύϲ.

[*](Σ)

917 Πεζοπορηκότεϲ.

[*](Δ)

918 Πέκειν: τὸ κτενίζειν.

[*](Δ)[*](905 ═ P, Ba 335, 3, sch. Β 44, Choer. An. Ox. 2, 247,13 (unde Et. M. 658, 51) cf. H; Ambr. 546 Ps. Herodian. 105 906 cf. Ps. Herodian. 105, Ambr. 386 907 — γῆ pr. ═ An. Ox. 1, 335, 23 cf. Bk. 293, 32 Πέδον, γῆ sq. ═ P, Ba 335, 5 H, Zon. 1535 cf. Et. M. 658, 27, sch. Ν 796 908 aliter Ambr. 377, Ps. Herodian. 171, P 909 — προϲέρραπτον ═ P, Σa, Ba 335, 7 cf. Et. M. 699, 52 Πέζα ὁ ποῦϲ ═ Ps. Herodian. 105 ἔμπεδον sq. Anth. 6, 69, 2—3 910 τῆϲ sq. Anth. 6, 286, 1—2. Ἄρτεμι sq. Anth. 6, 287, 1—2 911 l. cf. Ambr. 379 912 Harp. ═ P; Dem. 2,17; FGrHist 72 fr. 4 913 — βάδην ═ Ambr. 614 πέζῇ βαδίζω sq. sch. Ar. Av. 1432 cf. sch. Vsp. 959 916 ═ P, Ba 335, 6 917 cf: Ambr. 579 918 cf. H v. πεκτεῖ, Et. M. 667, 40)[*](909 cf. v. Α 3797 910 cf. v. Β 311 913 cf. vv. Ε 2637, Ο 878 915 ex v. Τ 207 918 cf. v. Ε 2063)[*](3 γῆ alt.] ἡ F 7 καὶ pr. om. F 8 καὶ ἐν—9 χθονόϲ om. F 8 ἐϲ ArF( GVM) εἐκείνου G ἐϲ νηοῦ Anth. τραπέζαν V 10 Βόττιον A 11 καὶ— 12 ὑφηνάμεθα om. F 13 Πεζαίτερον G Πεζέταιροι Kust. cf. Ambr. 3789 15 Πεζέταιροι Harp. ep., Phot. Δημοϲθένηϲ—20 ὄντεϲ om. F 16 Φιλιππικοῖϲ A 20 προθυμότατοι Mec, Harp. plen. 21 βάδιν F βάδιον V βαδίζων G νεῖν AGM, sch. Vsp.: ϲκάπτειν FVMγρ cf. sch. Av. 22 τοῦ om. V 915 om. FV post 917 A)
80
[*](Suid.)

919 Πέκοϲ: δέρμα, κῴδιον. ἐξ οὗ καὶ πεκτῆρεϲ. τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ πέϲκοϲ, ἐν τοῖϲ ἐξῆϲ.

[*](Ar. + x)

920 Πέκτειν: ποκάζειν, κείρειν τὰ θρέμματα. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἡνίκα πέκτειν ὥρα προβάτων πόκον ἠρινόν.

921 Πεκτῆρεϲ: οἱ τὸ δέρμα τίλλοντεϲ.