Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

882 Παιώνειον: ῥίζηϲ φάρμακον.

[*](Δ)

883 Παιώνιον: ἰατρεῖον, θεραπευτήριον. ἢ ϲωτήριον φάρμακον. [*](Σ) καί, Παιωνίοιϲ τιϲὶ φαρμάκοιϲ, ϲωτηρίοιϲ, ἰατρικοῖϲ, θεραπευτικοῖϲ. [*](x + Σ + Ar.) καὶ αὖθιϲ· πύϲτιν κατ᾿ ἐϲθλὴν ὕδατοϲ παιωνίου ἦλθέν ποθ᾿ [*](Anth.) ἑρπύζουϲα.

884 Παιωνίϲαϲ: εὐξάμενοϲ καὶ τοῖϲ θεοῖϲ χάριν ὁμολογήϲαϲ. παιὼν [*](Ar.) γὰρ ὕμνοϲ εὐχαριϲτήριοϲ.

885 Παιῶνοϲ: τοῦ ὕμνου. Παίωνοϲ δὲ τοῦ ἰατροῦ.

[*](Δ)

886 Παιπάλη: ἄλευρον ἀπὸ κριθῶν ἢ ἀπὸ κέγχρου. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Σ) Νεφέλαιϲ· γενήϲῃ κρόταλον, παιπάλη. ἀντὶ τοῦ τραχύϲ, δυϲκατάληπτοϲ· [*](Ar.) ἐπεὶ παίπαλα καλοῦμεν τὰ τῶν χωρίων δύϲβατα.

887 Παιπάλημα: τὸν πανοῦργον, καὶ ποικίλον ἐν κακίᾳ, καὶ παμπόνηρον [*](Σ) ϲὺν ἀγχινοίᾳ.

888 Παιπάλημα: ὁ πολλὰϲ ἐκτροπὰϲ καὶ διόδουϲ ἔχων. κυρίωϲ δὲ [*](Ar.) τὸ λεπτὸν ἄλευρον.

889 Παιπαλόειϲ: ὁ τραχύϲ.

[*](Δ)[*](878 Ar. Nu. 728—9 c. sch. 879 ἔθνοϲ ═ Ambr. 116, Nicet. p. 660 cf. Ap. S. 126, 11, H. Παιονία χώρα ═ Ambr. 212, Zon. 1506 880 ═ Ps. Herodian. 107 et 242 cf. H, Theognost. An. Ox. 2, 10, 30 881 ═ P, Ba 326, 1 cf. H, sch. Pl. Symp. 177a 882 praeter ῥίζηϲ ═ Ambr. 236 883 — φάρμακον ═ P cf. Ba 326, 3, H Παιωνίοιϲ τιϲὶ φαρμάκοιϲ lul. ep. 190. θεραπευτικοῖϲ cf. sch. Ar. Ach. 1223 πύϲτιν sq. Anth. 6, 203, 2—3 884 sch. Ar. Pac. 555 885 — ὕμνου ═ Ambr. 70. Παίωνοϲ sq. cf H, Ambr. 75 886 — κέγχρου ═ P, Ba 325, 19 cf. H γενήϲῃ sq. Ar. Nu. 260 c. sch. cf. Bk. 295, 18 (unde Et. M. 657, 33), P 887 ═ P, Ba 325, 20, Et. M. 657, 31 cf. H, Theognost. An. Ox. 2, 10, 31, sch. Luc. 210, 27 888 sch. Ar. Av. 430 889 ═ Ambr. 3 cf. Zon. 1497 et 1511, sch. Ν 17, H, Et. M. 658, 2)[*](880 cf. 873, 893—4 881 cf. 876 883 Anth. cf. 3256, vv. 428 et Δ 959s 885 cf. 837)[*](1 πέπλακε—3 ἀποϲτερεῖν om. F 4 Παιόλη F καὶ ἀπάτην τινά ante ArF(GVMB) p. 76, 28 ἐκτροπὴν transtulit Bhd. πανάργημα παράργημα V 5 Ἀριϲτοφάνηϲ—παιόλημα om. F ἐξευρητέοϲ GMec, Ar. plerique 5. 6 καὶ παιόλημα] μᾶλλον γρ. κ᾿ ἀπαιόλημα ss. M 7 ἐθνικόν F; Bούλγαροι ss. B cf. Ps. Herodian. 106, Zon. 1496 880 om. A 8 τὸ om. G 9 Παιόναϲ F παιονίζειν V 11 Παιώνιον G ῥίζαν V om. F 12 Παιώνειον Phot. 13 ἰατρικοῖϲ om. G 14 καὶ—15 ἑρπύζουϲα om. A 16 Παιωνίϲ F 17 χαριϲτήριοϲ FGVM 18 τοῦ pr. om. G 19. 20 Ἀριϲτοφάνηϲ—21 δύϲβατα om. F 20 γενήϲῃ] τρίμμα ex Ar. add. G cf. v. τρίμμα 2 22 τὸν] τὸ F 24 ὁ om. F ἔχον F)
78
[*](Ecl.)

890 Παιπαλώδειϲ· τὰϲ δὲ παιπαλώδειϲ γυναῖκαϲ Κίρκαϲ φαμέν.

[*](Δ)

891 Παιπανεία: ἡ κενοδοξία.

[*](Ar. + Hom.)

892 Παίϲατε: ὅπερ ἡμεῖϲ παίξατε. Ὅμηροϲ· παίϲαθ᾿, ὥϲ χ᾿ ὁ ξεῖνοϲ.

[*](Ar. + Σ)

893 Παῖϲαι: παῖξαι. τύψαι.

[*](Σ)

894 Παιϲθείϲ: τυπτηθείϲ.

[*](Suid.)

895 Παῖϲ μοι Τριτογενὴϲ εἴη, μὴ Τριτογένεια.

[*](Ar.)

896 Παίϲωμεν μετ᾿ αὐτῆϲ: ϲυγχορεύϲωμεν αὐτῇ. καὶ αὖθιϲ· [*](Ε) καὶ ἕδνα ᾔτει γενέϲθαι βαϲιλίϲ, τὸ τοῦ Μενάνδρου, ἵνα τι καὶ παίϲω, Τρικορυϲία βαϲίλιννα καὶ αὕτη, δέϲποινα εἶναι τοῦ πόντου ἐθέλουϲα.

[*](Δ |)

897 Παιϲόϲ: πόλιϲ. καὶ Παιϲηνόϲ, ὁ πολίτηϲ.

898 Παιτῖτα: Ῥωμραϊϲτὶ ἡ λέξιϲ. ϲημαίνει δὲ γνώριϲμα αἰτήϲεωϲ παρὰ [*](Ε) Ῥωμαίοιϲ. Χρυϲάφιοϲ δὲ ὁ πραιπόϲιτοϲ παιτῖτα ἐπεζήτει Θεοδόϲιον τὸ βαϲιλέα.

[*](Δ )

899 Παιφάϲϲω: φανεροποιῶ, ἢ ὁρμῶ.

[*](Ar.)

900 Πεδαρϲίου: μετεώρου, πετομένου ἐκ τοῦ πέδου. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲν· ὡϲ ἐγγὺϲ ἤδη δαίμονοϲ πεδαρϲίου δίνηϲ πτερωτὸϲ φθόγγοϲ ἐξακούεται.

[*](Σ)

901 Πάδαι: δεϲμά. παρὰ τὸ ποῦϲ καὶ τὸ δέω, τὸ δεϲμεύω· ἢ Ecl. παρὰ τὸ πιέζειν τοὺϲ πόδαϲ.