Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

701 Παρορμᾷ: διεγείρει, παροξύνει.

702 Πάροϲ: χρονικῶϲ καὶ τοπικῶϲ. ἀντὶ τοῦ ἔμπροϲθεν.

703 Παῤ ὅϲον: ἀντὶ τοῦ ἐπὶ πολύ. τὰ ϲημεῖα τοῦ κάλλουϲ ἰδὼν λυμαινόμενα ὠλοφύρετο καὶ κατεϲτέναζε τὴν μεταβολήν, παῤ ὅϲον [*](Ε) γένοιτο.

704 Παῤ οὐδέν: εὔκολον, εἰϲ οὐδέν.

705 Παῤ οὐδὲν θέμενοϲ τοῦτο: ἀντὶ τοῦ καταφρονήϲαϲ, παραλογιϲάμεοϲ. τὰϲ ϲπονδὰϲ πατήϲαϲ καὶ τοὺϲ ὅρκουϲ παῤ οὐδὲν [*](Ε) θέμενοϲ Ἀλέξανδροϲ, Πελοπίδαν καθείρξαϲ ἐφρούρει.

706 Παρουϲία: ἀντὶ τοῦ περιουϲία, ἤτοι ἡ αἰτία τοῦ πλούτου οὐϲία. [*](Harp.) Δημοϲθέηϲ ἐν τῷ Περὶ ϲυντάξεωϲ φηϲί. καὶ Κράτηϲ· ἔχοντεϲ εὐπαθῆ βίον παρουϲίαν τε χρημάτων.

707 Παρουϲία: λέγεται οὕτωϲ ἐπὶ τῆϲ τῶν παρόντων δαψιλείαϲ· [*](Σ) ὡϲ καὶ ἐν τῷ Πλάτωνοϲ Φαίδωνι· ὡϲ καὶ νῦν ἔχομεν παρουϲίαϲ. καὶ πολύ ἐϲτιν ἐπὶ τούτου παῤ αὐτοῖϲ. καὶ ἐπὶ τοῦ παρεῖναι δὲ τάϲϲεται, ὡϲ καὶ ἐν τοῖϲ Νίπτροιϲ Σοφοκλέουϲ· τὴν παρουϲίαν τῶν ἐγγὺϲ ὄντων. Θουκυδίδηϲ ἐν τῷ α΄· Βυζάντιον γὰρ ἑλὼν τῇ προτέρᾳ παρουϲίᾳ. τούτῳ γὰρ τὸ ἐναντίον ϲημαίνει ἡ ἀπουϲία.

708 Παροχετεύει: παραπλαγιάζει. ἢ ἀπὸ ἑτέρου ὑδρηγοῦ εἰϲ [*](Σ) ἕτερον ἐπιβάλλει ἢ μεταφέρει τὸ ὕδωρ. καὶ Παροχετεύοντεϲ. μεταφέροντεϲ.

709 Παροχλίζουϲι: μετακινοῦϲι.

710 Πάροχοϲ: ὁ ἀναβαίνων εἰϲ τὸ ἅρμα, τὸ ζεῦγοϲ. Πάροχοι λέγονται καὶ οἱ παράνυμφοι παρὰ τὸ παροχεῖϲθαι τοῖϲ νυμφίοιϲ· ἐπ᾿ [*](Ar.) [*](697 — παράδοϲιν Polyb. attr. Hemst. 700 App. Celt. 19 701 ═ P, Ba 333, 26 cf. H 702 ═ P, Ba 333, 28 cf. H ═ Et. Gen.; sch. Α 453 703 los. Bell. 6, 7 contulit Gsf. ms. 704 ═ P, Ba 333, 29 cf. H 705 τὰϲ sq. Theopomp. attr. Heitz, FGrHist 115, 409 706 Harp. ═ P cf. An. Ox. 2, 498, 15 Dem. 13, 1(?); Cratet. fr. 16 707 ═ P; Pl. com. fr. 177, Soph. fr. 421, Thuc. 1, 128, 5 708 ═ Ba 333, 30 et 334, 1, P cf. Zon. 1520, H 709 ═ P, Ba 334, 2 710 Πάροχοι sq. Ar. Av. 1737—40 c. sch. cf. H, P, Et. M. 145, 31) [*](1 εἰκότωϲ—2 παράδοϲιν om. F 4 Παρόρειον Mec cf. v. ὑπόρειοϲ ArF(GVM) Ἀππιανόϲ—7 ϲτρατόπεδον] παρορμῆϲαι F 5 Ἀππιανόϲ om. A Βιετανοὺϲ V 10 τὰ—12 γένοιτο om. F 704 non nov. gl. F 15 παῤ] εἰϲ F 16 καθείρξατο F 18 Δημοϲθένηϲ—19 χρημάτων om. F 20 λέγεται—22 ἐπὶ alt.] ἀντὶ F 21 Φάωνι ex Phot. Pors. 22 δὲ om. F 23 ὡϲ—25 ἀπουϲία om. F 24 ἐν τῷ α΄ om. A 25 τούτῳ—ἀπουϲία om A τὸ om. V 27 ἐπιβάλλει] μεταβάλλει F 30 τὸ alt.] ἡ τὸ Port. Πάροχοι] Πάροχοϲ A 31 οἱ AF, sch.: αἱ GVM)

62
ὀχήματοϲ γὰρ τὰϲ νύμφαϲ ἦγον. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲιν· ὁ δ᾿ ἀμφιθαλὴϲ Ἔρωϲ χρυϲόπτεροϲ, ἡνίαϲ εὔθυνε παλιντόνουϲ, Ζηνὸϲ πάροχοϲ γάμων.

[*](Σ)

711 Παροψίδαϲ: ϲκεύη ὑπηρετικὰ τραπέζηϲ.

[*](Σ)

712 Παροψίϲ: ἐμβάφιον, ὀξυβάφιον.

[*](Δ)

713 Παροψωνοῦϲι: λάθρα ὀψωνοῦϲι. καὶ Πιϲίδηϲ· εἰ μὴ κακουργεῖϲ καὶ παροψωνεῖν θέλειϲ, ἐκ τῶν ἐχόντων τὰϲ δυϲώδειϲ ἀντλίαϲ.

[*](Σ)

714 Παρῶ: ἀφῶ. ϲυγχμωρῶ.

[*](Σ)

715 Παρῳδούμενοϲ: λεγόμενοϲ. καὶ Παρῳδία· οὕτω λέγεται [*](Ar.) ὅταν ἐκ τραγῳδίαϲ μετενεχθῇ λόγοϲ εἰϲ κωμῳδίαν· οἷόν ἐϲτι τό, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι, παῤ Εὐριπίδῃ καὶ παῤ Ἀριϲτοφάνει εἰρημένον. καὶ [*](Ε) αὖθιϲ· κατὰ δή τινα προφορὰν ᾀϲθέντα καὶ παρῳδηθέντα ἡ περὶ ταῦτα μουϲομανία τοῖϲ ἄϲτροιϲ ἐπέψαυε. Προκόπιόϲ φηϲι. καὶ [*](Δ |) Παρῳδήκει, ἄλλην ᾖϲεν ᾠδήν. ἢ Παρῳδήκει, ἀντὶ τοῦ ὠγκώθη.

[*](Σ)

716 Παρωθοῦντεϲ: ἐκβάλλοντεϲ.

[*](Prov. + Ar. )

717 Παρὼν ἀποδημεῖ: ἐπὶ τῶν αἴϲθηϲιν ἑαυτοῖϲ μηδεμίαν παρεχόντων. Ἀριϲτοφάνηϲ· ὁ νοῦϲ δέ ϲου παρὼν ἀποδημεῖ.

[*](Ar.)

718 Παρῶναι: εἴδη πλοίων. ὁ δὲ ἔπλει παράπλουϲ ποιηϲάμενοϲ [*](Ε) τοὺϲ Σιδητῶν παρῶν ϲ· ἧκον γὰρ Ῥοδίοιϲ εἰϲ ϲυμμαχίαν.

[*](Δ)

719 Παρώνεια: τόποϲ.

720 Παρῳνήθη· τοῦτο μὲν ἐπὶ τοϲοῦτον παρῳνήθη. καὶ Πάροινοϲ, [*](Ar.) ὁ μέθυϲοϲ καὶ ὁ ὑβριϲτήϲ. ἀντὶ τοῦ μετὰ μέθηϲ ἐλέχθη, μετὰ μανίαϲ.

[*](711 ═ P; l. ═ Σa, Ba 334, 3 712 ═ P, Ba 334, 4 cf. H 713 l. cf. Ambr 295 εἰ sq. Pisid Sever. 620—1 714 ═ P, Ba 334, 7 715 — λεγόμενοϲ ═ P, Ba 334, 9 cf. Ambr. 267, H Παρῳδία—εἰρημένον sch. Ar Ach. 8 Eur fr. 720 Προκόπιοϲ Gazaei epist. vindic. Bhd. verisimilius Eunapio Hemst. cf. Byz. Zt 21, 419 Παρῳδήκει pr.—ᾠδήν ═ Ambr. 286 cf. sch. Luc. 121, 27 716 P, Ba 334, 10, H, Zon. 1517 717 παρεχόντων cf. Macar. VII 2, Philol. Suppl. 6, 264 n. 562 l. cf. App. Prov. IV 55 ὁ sq. Ar. Eq 1119—20 718 — πλοίων cf sch. Ar Pac. 143 ὁ sq. Polyb. fr. 193 719 ═ Ambr. 196 cf. 187 720 Πάροινοϲ—ὑβριϲτήϲ sch. Ar. Ach. 981 plenior. cf. H)[*](713 cf. Α 2751 715 [Procop.] cf. v. Μ 1300 718 Ar. cf. v. Ν 28 720 Ar. cf. 7367)[*](ArF(GVMB))[*](1 ταῖϲ νύμφαιϲ G Ἀριϲτοφάνηϲ—3 γάμων om. F 1 Ὄρνιϲιν om A 2 χρυϲίπτεροϲ V ad 711 τὰ μιϲούρια mg. add. M 5 ὀξυβάφιον] γρ. ὀξύβαφον ss. M 713 om. A 6 καὶ—8 ἀντλίαϲ om F 7 χεόντων ex Pisid. Bhd. 11 οἷόν—16 ὠγκώθη om. AF 13 προφορὰν] πρόφαϲιν ed. pr. αἴϲθεντα VMac; del. Bhd. qui καὶ ante ἡ transpos. παρῳδηθέντα om. V 14 μουϲομανία ex Μ 1300 Bhd: μουϲμοῖϲ μουϲμοϲτ(?) in μου μοῖϲ corr. M μουϲμένοιϲ B om. in lac. G ἐπέψαυε V cf. Μ 1300: ἐπέψαμεν M ἐπέμψαμεν G 15 ἡ] καὶ Bhd. 18 ἐπὶ — παρεχόντων om. A 19 Ἀριϲτοφάνηϲ — ἀποδημεῖ om. F 20 Πάρωναϲ Gsf Πάρων Bhd. Πάρωνεϲ B-W παράπλουϲ Schweigh.: παρώπλουϲ FMac παρόπλουϲ AGVMec 23 καὶ om. G, nov. gl. 24 ὁ alt. om. GV ἀντὶ — 25 μανίαϲ om. F 24 ἐλέγχθη VM 25 μετὰ] καὶ G)