Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

641 Παρῃτήϲθω: ϲυγκεχωρήϲθω.

[*](Ε)

642 Παρῃτεῖτο· ἀποτίϲειν τὰϲ βοῦϲ ὡμολόγει, καὶ κακῶϲ παρητεῖτο [*](Σ+ Ε) τὸ ἁμάρτημα. καὶ ἐπὶ τοῦ παρεκάλει. οἱ δὲ παρῃτοῦντο τοὺϲ πρμαχομένουϲ μικρὸν ἀναϲχεῖν.

[*](Ε)

643 Παρίαϲ λίθου· Αἰλιανόϲ· δείκνυται καὶ νῦν ὑπὸ λίθῳ Θεοπόμπου, πατρόθεν ὁμολογοῦντοϲ αὐτὸν τοῦ ἐπιγράμματοϲ, εἴδωλον Παρίαϲ λίθου, καὶ ἔϲτι τὸ ἴνδαλμα τοῦ πάθουϲ μάλα ἐναργέϲ, κλίνη, καὶ αὐτή λίθου.

[*](Δ)

644 Παρία λίθοϲ: θηλυκόν, ἡ λίθοϲ. Αἰλιανόϲ· καὶ μέντοι καὶ [*](Ε) Παρίαϲ λίθου ἅρμα ἀνακείμενον Διονύϲῳ, ποίημα θαυμαϲτόν, ἀνείλετο θεοϲυλήϲαϲ.

[*](Δ)

645 Παριδόντεϲ: καταμελήϲαντεϲ.

[*](Σ)

646 Παρίεμαι: παραιτοῦμαι.

[*](Σ)

647 Παριεμένουϲ: παρερχομένουϲ.

[*](Δ + Ε)

648 Παριέναι: ϲυγχωρεῖν ἀφιέναι. οἱ δὲ διεμαρτύροντο τὸν Φίλιππον μὴ παριέναι τὸν καιρόν, μηδὲ καταμέλλειν.

[*](Δ)

649 Παρίημι: ϲυγχωρῶ. εἴ τιϲ ἐπελθὼν ἡμῶν εἰϲ τὴν παρεμβολὴν τολμήϲει, παρίημι λέγειν ἐϲ τὴν πατρίδα.

[*](Σ)

650 Παρίεται: παραλύεται.

[*](Δ)

651 Παρίλια: ἑορτή.

652 Πάριον: ὄνομα ἀγροῦ, ἀπὸ Πάριδοϲ τοῦ καὶ Ἀλεξάνδρου [*](637 ═ P, An. Ox. 2, 498, 3; lsocr. 11, 40 638 cf. Ambr. 282 639 ═ P, Ba 333, 8 cf. H 641 cf. Zon. 1523 643 δείκνυται sq. Aelian fr. 99 644 — λίθοϲ alt. cf. Zon. 1504 καὶ μέντοι sq. Aelian. fr. 125 646 Tim. ═ P 647 ═ P, Σa cf. Ba 333, 11 648 — ἀφιέναι cf. H. οἱ sq. Polyb. 5, 7, 4 649 l. ═ Ambr. 264 650 ═ P, Ba 333, 12 652 cf. Malal. p. 92, lo. Antioch. fr. 23, FHG 4, 550. Cedren. p. 216 (Bonn.) porro Patzig, Byz. Zt. 9, 362, Noack Philol. Suppl. 6, 485 sq.) [*](640 cf. 595 et 608 642 παρεκάλει cf. 504 sqq. 509 643 cf. v, Θ 171 649 ═ 347) [*](ArF(GVM)) [*](1 καὶ — 2. 3 ϲῴζεϲθαι om. A 1 τῆϲ παραπρεϲβείαϲ GM; παρὰ τῆϲ πρεϲβείαϲ V Περὶ παραπρεϲβείαϲ ed. pr. 6 Παρῆτο A 640 om. post 635 A 9 ϲυγχωρείϲθω AFV 10 τὰϲ] τοὺϲ F 11 τὰ ἁμαρτήματα G καὶ ἐπὶ τοῦ παρεκάλει om. A τοῦ] τοῦτο F 11. 12 προμάχουϲ V 13 λίθου] λίθοϲ GV cf. vs. 17 17 Παρίαϲ A θηλυκῶϲ GM Αἰλιανόϲ—19 θεοϲυλήϲαϲ om. AF 19 θεοϲύληϲ Bhd. ὁ θεοϲύληϲ Hercher 22 περιερχομένουϲ G 23 Παρίενται F οἱ — 26 πατρίδα om. F, 649 fort. interpol. 25 ἐπελθὼν] εἰϲελθεῖν Toup 29 ἀγροῦ] πόλεωϲ Reines. sed cf. Cedren. ἀπὸ—p. 57, 12 αὐτήν om. F)

57
ληθέν· ἐκεῖϲε γὰρ ἔπεμψεν αὐτὸν Πρίαμοϲ ὁ πατὴρ τρέφεϲθαι· τοπρὶν δὲ ἐκαλεῖτο Ἄμανδροϲ ὁ τόποϲ. ἐκεῖ τε διατρίψαϲ Ἀλέξανδροϲ τοὺϲ ἐνιαυτοὺϲ φύϲεώϲ τε δεξιᾶϲ τετυχηκὼϲ πᾶϲαν ἐπαιδεύθη ϲοφίαν Ἑλληνικήν. ἐξέθετο δὲ καὶ λόγον εἰϲ ἐγκώμιον τῆϲ Ἀφροδίτηϲ, λέγων μείζονα αὐτὴν εἶναι τῆϲ Ἀθηνᾶϲ καὶ τῆϲ Ἥραϲ· τὴν γὰρ Ἀφροδίτην τὴν ἐπιθυμίαν εἶπεν, ἐξ ἧϲ τίκτεται παντὰ τὰ κακὰ ἀνθρώποιϲ. ἐντεῦθεν φέρεται μῦθοϲ, ὅτι ὁ Πάριϲ ἔκρινε μεταξὺ Παλλάδοϲ καὶ Ἥραϲ καὶ Ἀφροδίτηϲ καὶ τῇ Ἀφροδίτῃ δέδωκε τὸ μῆλον, ὅ ἐϲτι τὴν νίκη. εἶπε δὲ καὶ ὕμνον εἰϲ αὐτήν, τὸν λεγόμενον Κεϲτόν. ταύτην γράφουϲι τὴν αἰτίαν γενέϲθαι τοῦ πολέμου. ϲυντελεϲθέντων τῶν λ΄ ἐνιαυτῶν, μεταϲτειλάμενοϲ τοῦτον ὁ πατὴρ ἔπεμψεν εἰϲ θυϲίαϲ. ὃϲ ἐλθὼν ἐν Σπάρτῃ καὶ εὑρὼν τὴν Ἑλένην ἥρπαϲεν αὐτήν.

653 Παριππεύει: ἀντὶ τοῦ ἀφίηϲιν αὐτοὺϲ καὶ ἄλλῃ ἀπέρχεται ἢ ὁδεύει.

654 Παριππεύϲαντεϲ: παραδραμόντεϲ.

[*](Σ)

655 Παρίππον καὶ κόρη: τόποϲ Ἀθήνηϲιν οὕτω καλούμενοϲ· [*](Σ) ἐπειδή τιϲ τοῦ γένουϲ τῶν Κοδριδῶν, Ἱππομάνηϲ τοὔνομα, ὃϲ καὶ τελευταῖοϲ ἐβαϲίλευϲε, τὴν θυγατέρα καθεῖρξεν ἐν χωρίῳ τινὶ μεθ᾿ ἵππου μαινομένου, διότι λαθραίῳ μίξει τὴν παρθενίαν αὐτῆϲ ἐλυμήνατο. καὶ ὁ ἵπποϲ τὴν κόρην βίαν ἐποιήϲατο· ἀφ᾿ οὗ Πάριπποϲ καὶ κόρη ὁ τόποϲ, ἐν ᾧ τὸ πάθοϲ ὑπέϲτη, καλεῖται.

656 Παρίϲθμια: τὰ περὶ τὴν φάρυγγα.

[*](Σ)

657 Παρίϲταϲαι: καταδουλοῖϲ καὶ ὑποχείριον ποιεῖϲ. ἢ ἀντὶ τοῦ [*](Soph.) μεθίϲταϲαι. Σοφοκλῆϲ· ἄγειϲ θ᾿, ἃ χρῄζειϲ, καὶ παρίϲταϲαι βίᾳ. καί μοι πόλι κένανδρον ἢ δούλην τινὰ ἔδοξαϲ εἶναι, εἰώθεϲαν δὲ οὕτω λέγειν· καὶ ἀντὶ τοῦ ἐφυγάδευϲαν ἡμεῖϲ ἂν εἴποιμεν, μετεϲτήϲαντο· οἱ δὲ παρεϲτήϲαντο.

658 Παρίϲταϲθαι· δοτικῇ Ἀρριανόϲ· ὁ δὲ Ἀλέξανδροϲ προϲέταξε [*](Ε) τὰ κατὰ τὴν ὁδὸν χωρία ἢ βίᾳ ἐξαιρεῖν ἢ ὁμολογίᾳ παρίϲταϲθαι. καὶ αὖθιϲ Δαμάϲκιόϲ φηϲιν· οὐ γὰρ προϲίετο τὰ χρήματα ῥᾳδίωϲ, οὐδὲ πρόχειροϲ ἦν καταφρονεῖν χρημάτων δικαίωϲ ὀφειλομένων, ἀλλὰ παρίϲτατο καὶ ἐξῄτει τοῖϲ ἀποϲτεροῦϲι μέχρι καὶ δικαϲτῶν ἀγοραίων.

[*](653 cf. H 654 ═ P, Ba 333, 13 cf. Zon. 1518 655 ═ P cf. Bk. 295, 12 656 ═ P, Ba 333, 14, H, Et. M. 653, 57 657 Soph. OG 916—8 c. sch. 658 δοτικῇ cf. Synt. Laur. et Gud. ὁ — παρίϲταϲθαι Arr. An. 4, 22, 7 οὐ sq. Dam. fr. 24 cf. Phot. Bibl. p. 336b 25—6)[*](658 Dam. hinc v. Α 309)[*](1 αὐτὸν post τρέφεϲθαι transpos G 6 κακὰ] καλὰ Toup cf. Malal. ArF(GVM) 8 Ἀφροδίτηϲ] τῆϲ Ἀ. V 9 τὸν] τὸ V 10 τῶν AV: γὰρ τῶν GM 13 ἐπέρχεται F 17 ἐπειδή — 21 καλεῖται om. F 19 λαθραία GMec 20 τῇ κόρῃ GM βίαν] βοᾶν Phot. βορὰν Pors. 22 τὴν] τὸν A, Phot. Et. 24 Σοφοκλῆϲ—27 παρεϲτήϲαντο om. F 25 δὲ] γὰρ G 26 ἐφυγάδευϲεν M ἡμεῖϲ—27 παρεϲτήϲαντο om. A 28 δοτικῇ — 32 ἀγοραίων om. F 30 αὖθιϲ om. A Δαμαϲκηνόϲ V φηϲιν — 31 ὀφειλομένων om A 31 ἀφειλομένων V 32 ἐξῄτει] ἀπῄτει Port. ἐπῄει Kust. ἐπεξῄει Toup ἐπεξιών vel simile post ἀγοραίων suppl. Bhd. τοὺϲ ἀποϲτεροῦνταϲ Port.)
58
[*](Synt.)

659 Παρίϲτημι: τὸ λαμβάνω. αἰτιατικῇ· ὦν τὰ μὲν βίᾳ ᾕρει, τὰ δὲ ὁμολογίᾳ παρίϲταται.

[*](Δ)

660 Παρίτω: ἐλθέτω.