Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2123 Ποταμοδάρτηϲ: ὁ περῶν ἀεὶ τὸν ποταμόν.

2124 Ποταμὸϲ θαλάττῃ ἐρίζειϲ: ἐπὶ τῶν διατεινομένων πρὸϲ [*](Prov.) κρείττοαϲ. καὶ Ποταμοί, δῆμοϲ τῆϲ Λεοντίδοϲ, οὗ ὁ δημότηϲ Harp. Ποτάμιοϲ. ἐκωμῳδοῦντο δὲ ὡϲ ῥᾳδίωϲ δεχόμενοι τοὺϲ παρεγγράφουϲ. λώϲιϲ ὀνείροιυ· δύϲιϲ ποταμοῦ δυϲμενῆ δηλοῖ καράν.

2125 Ποταμῷ μεγάλῳ ὀχετὸν ἐπάγειϲ: ἐπὶ τῶν τοῖϲ οὖϲι [*](Prov.) προϲφερόπων.

2126 Ποτάμων, Ἀλεξανδρεύϲ, φιλόϲοφοϲ, γεγονὼϲ πρὸ Αὐγούϲτου, [*](Hesy.) καὶ μετ᾿ αὐτόν. εἰϲ τὰϲ Πλάτωνοϲ Πολιτείαϲ ὑπόμνημα.

2127 Ποτάμων, Μιτυληναῖοϲ, υἱὸϲ Λεϲβώνακτοϲ, ῥήτωρ. ἐϲοφίϲτευϲεν [*](Hesy) ἐν Ῥώμῃ ἐπὶ Καίϲαροϲ Τιβερίου. καὶ ποτε αὐτοῦ ἐϲ τὴν πατρίδα επανιότοϲ, ὁ βαϲιλεὺϲ ἐφοδιάζει τοιοῖϲδε γράμμαϲι· Ποτάμωνα Λεϲβώνϲκτοϲ εἴ τιϲ ἀδικεῖν τολμήϲοι, ϲκεψάϲθω, εἴ μοι δυνήϲεται πολεμεῖν. [*](2119 ϲυγκοπήν cf. An. Ox. 1, 369, 30, unde Et. M. 685, 2 2120 Aelian. fr. 317; extr. cf Plut. mor. 1118c, Iul. or. 6, 185a 2121 ═ H; l. ═ Ambr. 1114 2124 — κρείττοναϲ aliter Diogen. VIl 74 Ποταμοί—παρέγγραφουϲ Harp. ═ P ἐέϲκ sq. Astramps. 2125 aliter Diogen. VIl 68) [*](2127 cf. v. Λ 307; hinc Ps. Hesych. 57, Eudoc.) [*](2 γινόμενον G 8 ἀφορμήν GVM 9 πόϲατοϲ] ποϲότατοϲ καὶ G; καὶ A(GFVM) x., Et. τάττεται M?? 11 Ναπύηϲ AF: Ναυπύηϲ M Ναυπίηϲ GV Καπύηϲ Bas. Νεπέτηϲ vel Καιήτηϲ Bhd. 13 ὁ φιλόλογοϲ ὅδε G 2122 om. AF post 2124 V 19 καὶ—Δραχαρνεῦ om. V 20 Ποταμοδιάρτηϲ Artem. 4, 66 24 ὀτείρου ῥύϲιϲ om. G Χαράν Astramps. 27 πρὸ] ἐπὶ dubitanter Gsf. Αἰϲείϲτου G 28 μετ᾿ αὐτόν] κατ᾿ αὐτόν Rohde μϲτ᾿ αὐτοῦ Schweigh. μετέπειτα Βbd. 29 ῥἡτωρ] ὅϲ add. Daub 32 ὀδικῆcαι V τολμὴcει Eudoc.)

182
ἔγραψε περὶ Ἀλεξάνδρου τοῦ Μακεδόνϲ, Ὅρουϲ Σαμίων, Βρούτου ἐγκώμιον, Καίϲαροϲ ἐγκώμιον, Περὶ τελείου ῥήτοροϲ.

[*](Δ)

2128 Ποτάμωνοϲ.

[*](Δ)

2129 Μοταίνιον: τὸ ξένιον.

[*](Σ)

2130 Πότε: λέγεται πρὸϲ νῦν κατ᾿ ἄμφω, καὶ κατὰ τὸ παρεληλυθόϲ, καὶ κατὰ τὸ μέλλον. κατὰ μὲν τὸ παρεληλυθόϲ, πότε ἐγένετο; κατὰ δὲ τὸ μέλλον, πότε ἔϲται;

[*](Σ)

2131 Πότερον: ἆρα, ποῖον, ποταπόν.

[*](Δ)

2132 Ποτή: ἡ πτῆϲιϲ.

[*](Ar.)

2133 Πότηϲ λύχνοϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· τί γάρ μοι τὸν πότην ἦπτεϲ λύχνον; παρὰ Ἀττικοῖϲ ὁ πολὺ ἔλαιον ἀναλίϲκων.

[*](Δ)

2134 Ποτίδαια: ὄνομα πόλεωϲ. καὶ Ποτιδαιάτηϲ.

[*](Δ)

2135 Ποτινίϲεται: ἐπέρχεται.

[*](Σ)

2136 Πότμον: μόρον, θάντον. καὶ Εὔποτμοϲ, ὁ καλῶϲ τὸν βίον καταϲτρέφων. ὃϲ οἰκτρῶϲ καὶ ἐλεεινῶϲ ἐϲ γῆραϲ ἦλθεν οὐδαμῆ [*](E) εὔποτμον.

[*](Σ)

2137 Πόντα: δέϲποινα.

[*](Σ)

2138 Πότνια: ϲέμνη, ἔντιμοϲ.

[*](Δ)

2139 Ποτνιᾶϲθαι: παρακαλεῖν. καὶ Ποτνιᾶται, παρακαλεῖ, ἐπικαλεῖται [*](Σ) θεούϲ. καὶ Ποτνιώμενοϲ, δυϲφορῶν, μετ᾿ οἰμωγῆϲ παρακαλῶν.

[*](Σ Hom.)

2140 Ποτώμεναι: διατρίβουϲαι. Ποτῶνται δὲ πέτοντα.

[*](2141)

Ποτόν· ζήτει ἐν τῷ ἄγευϲτοϲ θοίνηϲ.

[*](Δ)

2142 ποτόϲ: τὸ πινόμενον. Πότοϲ δὲ τὸ ϲυμπόϲιον. ϲφοδροῦ [*](E) δὲ πότου γενομένου, ἐνεδρεύων ὁ ἑϲτιάτωρ αὐτὸϲ μὲν ὀλίγον ἔπινεν, αὐτοῖϲ δὲ πολὺ ἐγχεῖν τοῖϲ θεράπουϲιν ἐκέλευε.