Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1903 Πολιήτηϲ: ἀρϲενικόν. καὶ Πολιῆτιϲ θηλυκόν. Λαΐδ᾿ ἔχω[*]( Δ) πολιῆτιν ἁλιζώνοιο Κορίνθου.

[*](Anth.)[*](1891 ═ Ambr. 910 1892 l. ═ Ambr. 936, Ps. Herodian. 196 1893 ἔϲτειλαν Men. Prot. fr. 32, FHG 4, 237 ═ EL 459, 17 — 18 1894 ═ sch. A (Aristonic.) in Λ 4; Ε 593 1895 l. ═ Ambr. 1059 1896 sch. Υ 313 ═ H cf. Ambr. 888 Et. M. 679, 56 1897 Πόλλητοϲ cf. Ambr. 903 ὅϲ sq. Nonn. in Greg. PG 85, 1024 a b cf. Georg. 75, 12—14 1899 Soph. El. 1054 1900 γήρουϲ cf. H, Et. M. 680, 16, Πολιάϲ sq. ═ Ambr. 1046 1901 cf. Ambr. 1104 1902 cf. Et. M. 680, 11 aliter Ambr. 1054 1903— ἀρϲενικόν cf. Ambr. 875 Λαΐδ᾿ sq. Anth. 7, 218, 3)[*](1893 init. cf. v. Ε 589 1897 cf. v. οἰώνιϲμα 1903 Anth. cf. 1457 at v, Α 1219)[*](1 τούτου — 2 Θεόλογοϲ om. AGFV mg. ArM 3 καὶ] δὲ καὶ G 5 Πολέμων V A(GFVM) Πλεύμονοϲ Kust. 7 Ἰουϲτινιανοῦ A Ἰουϲτῖνον Exc. 13 Πολεῖϲ GVM, Musur. Hom. 15 βαϲτάζον FVM βαϲτάζοντα τινὰ G 17 Αἰγαιεύϲ Flach 18 Σμύρτηϲ] Μυρίνηϲ coll. Steph. Byz. Wesseling ἔγραψε δὲ G 21 δρυοκολάπτων V ad 1899 γνω(μικόν) ss. M 25 Πολία] Πολιᾶϲ Valck. γήρωϲ ed. pr. καὶ om. A, nov. gl. 28 Λαΐδ᾿ — 29 Κορίνθου om. F 28 Λαΐδ᾿] πόρνην ss. V 29 ἀλιζώνοιο] ἤγουν τῆϲ περικυκλαμένηϲ ἐν τῇ θαλάϲϲῃ ss. V)
160
[*](Suid.)

1904 Πόλιν· ἐρώτηϲιϲ· γλῶϲϲα ποῖ πορεύῃ; ἀπόκριϲιϲ· πόλιν ἀνορθώϲουϲα καὶ πόλιν καταϲτρέψουϲα. ἡ παροιμία ἑπὶ τῶν διὰ δόγων ἢ ὠφελούντων ἠ βλαπτόντων.

[*](Δ)

1905 Πολιοκροτάφοιο γέροντοϲ.

[*](Δ)

1906 Πολιόν: τὸ λευκόν. οὔτ᾿ ὄροϲ ϲκιερὸν οὔτε νέφοϲ αἰθέριον [*](Ar.) οὔτε πολιὸν πέλαγόϲ ἐϲτιν, ὃ δέξεται τοῦτον φυγόντα.

[*](Thuc.)

1907 Πολιορκῆϲαι: τὸ μόνον τῇ πόλει προϲκαθεϲθῆναι πολεμίουϲ, ἐκπολιορκῆϲαι δὲ τὸ τελέωϲ καταλαβεῖν τὴν πόλιν καὶ εἰϲελθεῖν.

[*](Synt. Σ)

1908 Πολιορκῶ· αἰτιατικῇ. καὶ Πολιορκία: φυλακή.

[*](Harp.)

1909 Πολίοχοϲ καὶ Πολυάκηϲ: ὀνόματα κύρια.

[*](Σ)

1910 Πολιούχοιϲ: τοἳϲ τῶν πόλεων ἄρχουϲι.

[*](Prov.)

1911 Πόλιϲ: εἶδοϲ παιδιᾶϲ. καὶ παροιμία· Πόλειϲ παίζομεν.

[*](Soph.)

1912 Πόλιϲ· πόλιϲ δ᾿ ὁμοῦ μὲν θυμιαμάτων γέμει, ὁμοῦ δὲ παιάνων τε καὶ ϲτεναγμάτων: παῤ ὅϲον οἱ μὲν μηδὲν πεπονθότεϲ ἐπὶ ἀποτροπῆ τοῦ κακοῦ ἀποιμώζουϲι.

[*](Δ)

1913 Πόλλιϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Synt. Σ)

1914 Πολιτεύω· αἰτιατικῇ. καὶ Πολιτεύμαϲι: ταῖϲ πολιτείαιϲ· ἢ ταῖϲ ἄλλαιϲ αἱρέϲεϲι.

[*](Harp.)

1915 Πολιτεία: ἰδίωϲ εἰώθαϲι τῷ ὀνόματι χρῆϲθαι οἱ ῥήτορεϲ ἐπὶ τῆϲ δημοκρατίαϲ. καὶ Ἰϲοκράτηϲ ἐν Πανηγυρικῷ καὶ Δημοϲθένηϲ ἐν τοῖϲ Φιλιππικοῖϲ. πολιτεῖαι καὶ αἱ ὁδοί· ζήτει ἐν τῷ βίοϲ.

[*](Δ)

1916 Πολίτηϲ: δῆμοϲ ὁ τῆϲ πόλεωϲ. καὶ πολῖται.

[*](Σ)

1917 Πολιτικόϲ: ἀϲτεῖοϲ, μετά τινοϲ τέχνηϲ. γνωμικόν· πολιτικὴν ἀρετὴν ἱερωϲύνῃ ϲυνάπτειν, ϲυγκλώθειν ἐϲτὶ τὰ ἀϲύγκλωϲτα. ὅτι [*](Phil.) πολιτεύεϲθαι δεῖ τὸν ϲοφόν. καὶ γὰρ κακίαν ἐφέξειν, καὶ ἐπ᾿ ἀρετὴν παρορμῆϲαι ἱκανὸϲ ἔϲται.

[*](Suid.)

1918 Πολιτιϲμόϲ· τὸν πολιτιϲμὸν ἐκτοπίζων ἐν Ἀκαδημίᾳ διέτριβε.

[*](1905 cf. Θ 518 1906—λευκόν ═ H (in l 336) cf. sch. Κ 334 (unde Et. M. 680, 28), Ap. S. 132, 33; l. ═ Ambr. 1060 οὔτ᾿ ὄροϲ sq. Ar. Av. 349—351 1907 sch. Thuc. 1, 94, 2 1908— αἰτιατικῇ ═ Synt. Laur. et Gud. Πολιορκία sq. ═ P, Ba 345, 1 cf. h 1909 Harp. ═ P 1910 ═ P, Ba 345, 2, cf. H 1911 cf. Paroem. ed. Gsf. 94 n. 762, sch. Pl. Rep. 422 e 1912 Soph. OT 4—5 c. sch. 1913 ═ Ambr. 902 1914 — αἰτιατικῇ ═ Lex. synt. Vat. 93 Πολιτεύμαϲι sq. 1917 — τέχνηϲ ═ P, Ba 345, 7 cf. H πολιτικὴν—ἀϲὺγκλωϲτα Synes. ep. 57 p. 198 c πολιτεύεϲθαι sq. Laert. 7, 121)[*](1904 ex v. Γ 296; hinc 3100 1909 cf. 1938 1918 ex v. Ε 665)[*](A(GFVM))[*](1994 om. AFV mg. Ar 1 Πόλιν om. Ar ἐρώτηϲιϲ om. in lac. G ἀπόκριϲιϲ om. G 2 ἡ om. G 7 τὸ] μὲν τὸ F 8 ἐκπολιορκῆϲαι] ἐκπαλε- μῆϲαι GM δὲ om. V καταβαλεῖν G 9 Παλιορκῶ—καὶ om. AFV mg. omisso καὶ Ar φυλακή] πόλεωϲ add. GM 10 πολίοχοϲ] Πολίουχοϲ A, v. l. Harp. plen. sed cf. vs. 11 11 Πολιούχων F 13 πόλιϲ δ᾿ om. FV 14 μηδὲν om. GVM 15 ἄδου Α 18 Πολιτεόω—καὶ om. AFV mg. omisso καὶ Ar 21 Ἰϲ- κρατίαϲ Α 22 πολιτεῖαι—βίοϲ om. AFV ζήτει M ep: Γ΄ (propter cp.) G 23 καὶ πολῖται om. AFV 24 γνώμικον A: cp. AM mg γνώμη F om. GM πολιτιοὴν] nov. gl. AVM 26 ἐφέξιν Gac VM 1918 om. AF 28 καὶ Πολιτιϲμόϲ )
161

1919 Πολιτοκοπεῖν· Δίφιλοϲ.

[*](Σ)

1920 Πολλόν: ὡϲ ἐπὶ τὸ πλεῖϲτον. ἐν Μύθοιϲ· τὸ δὲ πολλὸν ἀγηνόρα μέμφετο τίγριν.

1921 Λύϲιϲ ὀνείρου· πόλον βλέπειν θέοντα, μυϲτικὸν τόδε.

[*](On.)

1922 Πόλοϲ: οὐρανόϲ. καὶ Πόλου, οὐρανοῦ ἢ κόϲμου. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](ΔΣ) ὀρνίθων πόλοϲ. τὸ μέν τι παραφράζει τὸ προειρημένον [*](Ar.) τῶν ὀρνίθων, ὅτι τόποϲ αὐτῶν, ἐν ᾧ διατρίβουϲι· τὸ δὲ καὶ πρὸϲ τὸν ϲχηματιϲμὸν τοῦ ὀνόματοϲ παίζει, τόποϲ καὶ πόλοϲ. ἑξῆϲ δὲ ἐτυμολογεῖ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ πολεῖϲθαι. πόλον δὲ οἱ παλαιοί, οὐχ ὡϲ οἱ γεώτεροι, ϲημεῖόν τι καὶ πέραϲ ἄξονοϲ, ἀλλὰ τὸ περιέχον ἅπαν. Εὐριπίδηϲ Πειρίθῳ· καὶ τὸν Ἀτλάντειον φρουρῶν πόλον. αὐτοῦ τε περιπολουμένου, καὶ δι᾿ αὐτοῦ πάντων ἐρχομένων. ὥϲπερ εἴποι τιϲ τόποϲ. ὅτι δὲ πολεῖται τοῦτο καὶ διέρχεται ἅπαντα, διὰ τοῦτο καλεῖται νῦν πόλοϲ.