Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Synt.)

1863 Ποθῶ· αἱτιατικῇ.

[*](Δ)

1864 Πόκοϲ.

[*](Thuc.)

1865 Πολλά: ἀντὶ τοῦ πάντα εἴωθεν ὁ Θουκυδίδηϲ χρῆϲθαι.

[*](Ar.)

1866 Πολλά γ᾿ ἡμᾶϲ λανθάνει: ἀντὶ τοῦ οὐ πάντα γινώϲκομεν τὰ πράγματα.

[*](E)

1867 Πολλὰ καινὰ τοῦ πολέμου· Πολύβιοϲ· ὅτι τῆϲ ϲελήνηϲ ἐκλειπούϲηϲ ἐπὶ Περϲέωϲ τοῦ Μακεδόνοϲ ἐκράτηϲεν ἡ φήμη παρὰ τοῖϲ πολλοῖϲ, ὅτι βαϲιλέωϲ ἔκλειψιν ϲημαίνει. καὶ τοῦτο τοὺϲ μὲν Ῥωμαίουϲ εὐθαρϲεϲτέρουϲ ἐποίηϲε, τοὺϲ δὲ Μακεδόναϲ ἐταπείνωϲε τοῖϲ ψυχαῖϲ. οὕτωϲ ἀληθέϲ ἐϲτι τὸ περιφερόμενον, ὅτι πολλὰ καινὰ τοῦ πολέμου.

[*](Prov.)

1868 Πολλά κεν εἰδείηϲ, οἷϲ τὸν θεὸν ἐξαπατήϲαιϲ: παροιμία πρὸϲ οἰομένουϲ τὸ θεῖον καταϲοφίζεϲθαι.

[*](Prov.)

1869 Πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικοϲ καὶ χείλεοϲ ἄκρου.

[*](Soph.)

1870 Πολλά τοι ϲμικροὶ λόγοι ἔϲφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωϲαν βροτούϲ: ἀντὶ τοῦ ἀπὸ τῶν τυχόντων καὶ βλάπτονται καὶ ὠφελοῦνται.

[*](Suid.)

1871 Πολλαπλᾶ· τὸ ἀπλᾶ καὶ διπλᾶ καὶ πολλαπλᾶ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα περιϲπῶϲιν Ἀττικοί· ἀργυρἃ, χρυϲἃ καὶ κεραμεἃ, ἀπὸ τοῦ κεραμεοῦν, καὶ φοινειὸ, ἀπὸ τοῦ φοινικοῦν.

[*](Suid.)

1872 Πολλάϲ· ἐπιτριβέϲθω τυπτόμενοϲ πολλάϲ, ὡϲ τὰϲ Μούϲαϲ ἀφανίζων. καὶ ὁ Ἀπόϲτολοϲ· δαρήϲεται πολλάϲ.

[*](Σ)

1873 Πολλὰ χαίρειν φράϲαϲ: ἀποταξάμενοϲ, ἀπογνούϲ.

[*](Phil.)

1874 Πολλαχῶϲ: τοῦτο διττόν ἐϲτι. τὸ μὲν ἐν ὀνόμαϲιν, ἃ ὁμώνυμα καλεῖται, τὸ δὲ ἐν λόγῳ, ἃ εἰώθαϲιν ἀμφίβολα λέγειν. οἷον τὸ ἀγαθὸν ἄλλωϲ λέγεται κατὰ δικαιοϲύνηϲ καὶ ἀνδρείαϲ, ἄλλωϲ δὲ κατὰ τοῦ εὐεκτικοῦ τε καὶ ὑγιεινοῦ· λέγεται γὰρ καὶ ταῦτα ἀγαθά.

[*](Soph.)

1875 Πολλαὶ δ᾿ ἀπειλαὶ πολλὰ δὴ μάτην ἔπη θυμῷ κατηπείθηϲαν, ἀλλ᾿ ὁ νοῦϲ ὅταν αὑτοῦ γένηται, φροῦδα τάπειλήματα: τουτέϲτι πολλοὶ ἄνθρωποι πολλὰ ἀπειλήϲαντεϲ ἐκ θυμοῦ, [*](1862 ═ P, Ba 344, 20, sch. α 170 cf. H 1863 ═ Synt. Laur. et Gud. 1864 cf. Ps. Herodian. 112, H (in Μ 451) 1865 sch. Thuc. 1, 2, 3 1866 Ar. Pac. 618 c. sch. plenior. 1867 Polyb. 29, 16 1868 ═ Diogen. VII 78 1869 cf. Zen. V 71 cett. 1870 Soph. El. 415—6 c. sch. phenior. (e proverb. Colloctiont sec. P Jahu, Quaest. de sch. Laur. Soph. 37) 1872 Ἀπόϲτολοϲ immo Luc. 12, 47 Kust. 1873 ═ P, Ba 345, 5 cf. H 1874 Alex. Aphr. 96, 28—9, 97, 5—7 1875 Soph. O C 658 — 660 c. sch.) [*](1871 ex v. Α 3221 1872— ἀφανίζων ex v. Δ 1650 1873 cf. v. χαίρειν ἦν τε) [*](A(GFVM)) [*](1864 om. V 4 τοῦ] τοῦ οὐ temere Kust. 5 οὐ om. V 7 et 11 κενὰ Kust. Plerique Paroem. 7 Πολύβιοϲ —12 πολέμου om. F 7 Πολύβιοϲ om. A 9 βαψιλέωϲ G: cp. AVM βαϲιλείαϲ Kust. μὲν om. in fine vers. A 10 Μανεδονίουϲ A 1869 om. F, non nov. gl. VM 1870 non nov. gl. GVM 17 ἀντὶ τοῦ om. A 1871—2 om. AFV mg. Ar 20 οἱ Ἀττικοί G, vv. Δ 1258 et χρυϲἃ καὶ χρυϲᾶ G, v. l. v. Α 3221 22 ἐπιτρίβεϲθαι G ὡϲ—ἀφανίζαν om. Ar 23 πολλά G 26 οἶον] ἢ F 27 ἀνδρίαϲ Aec cf. Alex. 28 εὐκτικοῦ AFV 1875 om. F)

157
πέψανπεϲ τὸν θυμὸν καὶ καθεϲτηκότα νοῦν ἀναλαβόντεϲ ἐπαύϲαντο τῶν ἀπειλῶν.

1876 Πολλαῖϲ πληγαῖϲ δρῦϲ δαμάζεται: παροιμία, πρὸϲ τοὺϲ [*](Prov.) δυϲαλώτουϲ καὶ δυϲκατεργάϲτουϲ.

1877 Πολέαϲ: πολλούϲ.

[*](Hom.)

1878 Πολέμαρχοϲ: ἄρχων, πρὸϲ ὃν κατηγγυῶντο τοὺϲ ξένουϲ.

[*](Hdt. (Ar.))

1879 Πολέμαρχοϲ: ἀρχή τιϲ ἐϲτι παρ᾿  Ἀθηναίοιϲ οὕτω καλουμένη. [*](Harp.) ἔϲτι δὲ οὗτοϲ εἴϲ τῶν θ΄ ἀρχόντων. διοικεῖ δὲ οὗτοϲ ἄλλα τε καὶ εἰϲάγει δίκαϲ, τάϲ τε τοῦ ἀποϲταϲίου καὶ ἀπροϲταϲίου καὶ κλήρων καὶ ἐπικλήρων τοῖϲ μετοίκοιϲ· καὶ τἄλλα, ὅϲα τοῖϲ πολίταιϲ ὁ Ἄρχων ἐϲτί, ταῦτα τοῖϲ μετοίκοιϲ ὁ Πολέμαρχοϲ. ἔϲτι δὲ καὶ κύριον ὄνομα, ὁ τοῦ Λυϲίου ἀδελφόϲ.

1880 Πολέμαρχοι: ἀρχή, ἥν ϲυνέβαινε κλείειν τὰϲ πύλαϲ καὶ τὸν [*](Ε) μεταξὺ χρόνον κυριεύειν τῶν κλειδῶν καὶ ποιεῖϲθαι τὸ καθ᾿ ἡμέραν τὴν δίαιταν ἐπὶ τῶν πυλώνων παῤ Αἰτωλοῖϲ.

1881 Πολεμηϲείειν: πολεμητικῶϲ ἔχειν. Θουκυδίδηϲ ἐν τῇ α΄. ὡϲ [*](Σ) τό Ὁμηρικόν, τῷ ῥ᾿ οἵ γ᾿ ὀψείοντεϲ ἀϋτῆϲ καὶ πολέμοιο. οὕτωϲ καὶ γαμηϲείειν Ἀττικοί φαϲι· καὶ ἄλλαϲ φωνὰϲ οὕτωϲ ϲχηματίζουϲι.

1882 Πολεμηϲείοντοϲ: πολέμου ἐπιθυμοῦντοϲ. Χοϲρόου δὲ πολεμηϲείοντοϲ [*](Δ + EL) ὡϲ ᾔϲθετο Ἰουϲτινιανόϲ.