Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1843 Ποδηγέϲτερον: ὁδηγητικώτερον.

[*](Δ)

1844 Ποδηγόϲ: παιδαγωγόϲ.

[*](1833 ═ P, Ba 344, 10, Ambr. 869, Zon. 1558, sch. Thuc. 7, 87, 1 cf. Et. M 677, 37, H, Ps. Herodian. 111, sch. Pl. Phaedr. 258 e 1835 Ar. Eq. 165 c. sch. cf. Bk. 299, 12 1836 sch. Ar. Ach. 20 cf. sch. Ar. Th. 658, Et. M. 677. 45, P, Lex, Patm. 141, sch. Pl. Crit. 112a, sch. Luc. 61, 17; 138, 24 1837—πολε- τευομένων Ar. Eq. 1108—9 c. sch. phenior. Πνύξ, Πνυκόϲ cf. Ambr. 867, Ps. Herodian. 116 1838—λυϲίᾳ ═ P, Ba 344, 11 cf. H; Et. M. 677, 49 ═ Ps. Herodian. 112; Lys. fr. 327 ὡϲ sq. cf. Malach. 3, 2, fort. e Metaphr. 1840 ═ Ambr. 900, Et. M. 678, 17 1841 ἐρωτώμενοϲ—εἶναι Xen. An. 4, 4, 17 πόδαϲ καθαίρειν sq. Astramps. 1842 καὶ sq. Anth. 6, 95, 5—6 1843 ═ P, Ba 344, 19 1844 cf. H)[*](1834 ex v. Δ 1672 1836 cf. 3152 1837 cf. v. Η 387 1828 cf. 3076 1843 hinc Eust. O. 1441, 12)[*](A(GFVM))[*](1834 om. AFV mg. Ar 4 Πνυκὸϲ AV 5 Πνυκόϲ AFV 1837 extra ord. 8 Πυκνὸϲ G ποιῆ GFVM 9 Πνυκὸϲ AGVMac 10 ταῖϲ — 12 Πυκνί om. F 11 Πνύξ] nov. gl. GV 13 πόα alt.] ποία Phot. 14 ὡϲ — 15 ἐδόξαϲε om. AFV 14 ὡϲ ἐν] ὡϲεὶ Schleusner Μαλαχίαϲ Schleusner 15 ἔδοξα ϲη(μείωϲαι) Hermann 21 λύϲιϲ—23 τρίβου om. AFV mg. Ar post 1839 sed ord. corr. M 21 λύϲιϲ—πατριάρχου om. G: Νικηφόρου π. om. Ar 22 ἔχοντα] γρ. ἔχειν δὲ ἢ ἔχειν τε ss. M 23 τρίβων G 24 εἶδοϲ ὑποδήματιϲ γεωργικοῦ Kust. 26 ὁδήγικώτερον A)
155

1845 Ποδήνεμοϲ: ἡ ταχεῖα. αἰθυίηϲ, ξένε, τόνδε ποδηνέμου [*](Δ) ἔννεπε τύμβον.

[*](Anth.)

1846 Ποδήρηϲ: ἕωϲ τῶν ποδῶν χιτών. οἱ δὲ τὸ ϲυρραπτόμενον εἰϲ [*](Σ) τὸ κατώτερον τῆϲ ϲτολῆϲ ἐκ πορφύραϲ ἢ βύϲϲου ῥάκιον.

1847 Ποδοκάκη: ξύλον, ᾧ ἐν εἱρκτῇ τοὺϲ πόδαϲ ἐμβάλλοντεϲ ϲυνέχουϲιν· [*](Σ) ὃ παρὰ Ῥωμαίοιϲ κοῦϲποϲ καλεῖται. ἐν εἱρκτῇ τε καὶ [*](Ε) ποδοκάκῃ ϲτρεβλούμενοι καὶ ταλαιπωρούμενοι ἔμενον. λέγεται καὶ [*](Δ) Ποδοϲτράβη. ὡϲ ἐν ποδοϲτράβαιϲ τιϲιν ἐνειργόμενοι τοῖϲ [*](Ε) βόθροιϲ ἐκτείνοντο.

1848 Ποδοκάκη: Δημοϲθένηϲ κατὰ Τιμοκράτουϲ. τὸ ξύλον τὸ ἐν [*](Harp.) τῷ δεϲμωτηρίῳ οὕτωϲ ἐκαλεῖτο· ἤτοι παρεμβεβλημένου τοῦ ἑτέρου κ, ποδῶν τιϲ κάκωϲιϲ οὖϲα· ἢ κατὰ ϲυγκοπήν, ὡϲ Δίδυμοϲ, οἷον ποδοκατοχή.

1849 Ποδοϲτράβη· ποδοϲτράβαϲ ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν [*](Harp.) κυνηγετῶν καταϲκευαζόμενα, εἰϲ ἃ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίϲκετο. οὕτωϲ Ὑπερίδηϲ καὶ Ξενοφῶν.

1850 Ποδώκεια: ἡ ταχεῖα.

[*](Δ)

1851 Πόδωνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1852 Ποδορρώνη: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1853 Ποδοῖϊν: ποδῶν.

[*](Δ)

1854 Ποηφάγον θηρίον.

[*](Δ)

1855 Πόηχοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1856 Πόθεν: ἀρνητικόν. ἴϲον τῷ οὐδαμῶϲ.

[*](Ar.)

1857 Πόθεν. Ποῖ. ἐπὶ πάϲηϲ μεταβολῆϲ τοῦτο ληπτέον, ὥϲ φηϲιν Ἀριϲτοτέληϲ.

1858 Ποθέεϲκεν: ἐπόθει, ἐπεζήτει.

[*](Hom.)

1859 Ποθεινόϲ.

[*](Δ)

1860 Ποθεῖϲ τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῖϲ.

[*](Ar.)

1861 Ποθή: ἡ ἐπιζήτηϲιϲ.

[*](Δ)[*](1845 — ταχεῖα cf. Ap. S. 132, 26, sch. B 736, H, Ambr. 1000 αἰθύηϲ sq. Anth. 7 212, 1 1846 ═ P, Σa, Ba 344, 13 cf. H, sch. Luc. 272, 22 1847 — καλεῖται ═ P, Ba 344, 16 cf. gl. Basilic. λέγεται καὶ Ποδοϲτράβη cf. Ps. Herodian. 112 1848 Harp. ═ P cf. H, Bk. 292, 21 (unde Et. M. 678, 13 cf. 15), An. Ox. 2, 498, 24 Dem. 24, 105 1849 Harp. ═ P cf. An. Ox. 2, 498, 22, Et. M. 678, 28; Hyper. 5, 18 Xen. Cyneg. 9, 11 1850 cf. Ambr. 879, H, sch. B 764; l. ═ Ambr. 1013 1851 l. ═ Ambr. 941 1853 in Ο 18 1853 sch. Ar. Ran. 1455 cf. sch. Eur. Hec. 613 (═ sch. Eur. Andr. 83) 1857 Ἀριϲτοτέληϲ, non inventum 1858 ═ H, sch. Α 492 1859 cf. Ambr. 887 1830 Ar. Pl. 1127 1861 ═ Ps. Herodian. 112 cf. sch. Α 240)[*](5 ed. 7 Ποδοκάκκη GM, Ba cf. vs. 10 5 ᾧ G, Phot. Ba: ὃ AFVM εἰϲ ὃ A(GFVM) om. F, qui mg. γρ. ἐν εἰρκτῇ add. ἐμβαλόντεϲ GF 8 ἐνειρόμενοι Wakefield 1848—9 om. A 10 Ποδοκάκκη GM, Harp. Bk. cf. vs. 5 11 ἤτοι — 12. 13 ποδοκατοχή om. F 16 οὕτωϲ— 17 ταχεῖα om. F 19 Ποδορρώρη Et. M. 678, 29; gl. extra ord. 22 Πόηχοϲ—23 Πόθεν om. A 1856 om. V 1558—60 om. V 1858 extra ord. 1860 non nov. gl. F 1861 post 1858 GM cf. V 27 ἡ ἐπιζήτηϲιϲ ex vs. 29 add. F)
156
[*](Σ)

1862 Πόθι: ποῦ.