Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1823 Πνευματικὸϲ ἄνθρωποϲ· ζήτει ἐν τῷ ψυχικόϲ.

[*](Δ)

1824 Πνευμονία: περὶ τὸν πνεύμονα.

[*](Δ)

1825 Πνεύμονοϲ: τοῦ ἰχθύοϲ.

[*](Δ)

1826 Πνεύμων: λέγεται καὶ διὰ τοῦ λ. ὅτι οὐ πάντα τὰ ζῷα [*](Phil.) ἔχει φωνήν, μόνα δὲ τὰ ἔχοντα πνεύμονα καὶ ἀναπνέοντα· ὕλη γάρ ἐϲτι τῆϲ φωνῆϲ ὁ ἀναπνεόμενοϲ ἀήρ. οὔτε δὲ τὰ ἔντομα ἀναπνεῖ οὔτε τὰ ἄναιμα οὔτε πάντα τὰ ἀμφίβια φωνοῦϲιν οὔτε τὰ ὀϲτρακόδερμα, οἷον [*](1814 sch. Thuc. 1, 10, 4 1815 sch. plenior. Ar. Av. 1203 1816—ὑβρίζεται ═ P, Ba 344, 5 cf. H, Zon. 1557 Πλύνειν γὰρ sq. Artem. 2, 4; Men. com. fr. 608 1817 Ar. Pl. 1060—1 c. sch. 1061 cf. Philop. diff. 1818 Harp. ═ P cf. H 1819 ═ P, Ba 344, 6 cf. H, sch. ζ 40, Et. M. 677, 18 1820 cf. Choer. Epim. Ps. 120, 30, unde Et. M. 679, 20 1821 Ezech. 11, 19, c. explie. 1822— ἐπιθυμίαν in 1 Cor. 15, 44 Ἀριϲτοτέληϲ non invenitur 1824 cf. Ambr. 868, Zon. 1558 1825 l. ═ Ambr. 865 1826—λ cf. sch. Ar. Pac. 1069, Eust. O. 1436, 61, Moer. 207, 1, Thom. 276, 3 οὐ πάντα sq. Philop. 377, 15—24, 378, 6—14, 377, 27—31, 378, 21—2) [*](1826 init. cf. v. Ν 182) [*](A(GFVMB)) [*](4 διετέτατο GM 5 ὅτε VM ac 7 ἀντὶ—καταχρηϲτικῶϲ om. GM πλύνειν—9 ἐλέγξω om. A 8 ὥϲ που] ὥϲπερ G κακῶϲ μου GM, Artem: κακῶϲ μὲν V μὲν κακῶϲ F 9 τούϲ—ἐγὼ] τούτουϲ ἐγὼ ϲοὺϲ G τούτουϲ ϲοὺϲ ἐγὼ B 16 Πνεῦμα pr. om. A, non nov. gl. πανάγιον] πνεῦμα add. V 20 πάντωϲ] οὐκ suppl. Kust. 22 Ἀριϲτοτέλου GM cp. AV 27 καὶ om. A 29 ἐντομα] ἐναιμα G)

153
οἱ κοχλίαι, οὔτε τὰ μαλακόϲτρακα, οἷον καρκίνοι, ϲκυτάλαι. φωνοῦϲι δὲ τῶν ἀμφιβίων ποτάμιοϲ ἵπποϲ καὶ κροκόδειλοϲ· φωνεῖ γὰρ οὗτοϲ κατὰ βραχύ. οἱ δὲ περὶ τὸν Ἀχελῷον ἰχθύεϲ δοκοῦντεϲ φωνεῖν οὐ φωνοῦϲιν· οὐ γὰρ διὰ τῶν φωνητικῶν ὀργάνων φωνοῦϲιν, ἀλλὰ κατά τινα τῶν βραγχίων κίνηϲιν· νηχόμενοι γὰρ κατὰ τὴν τοῦ ὕδατοϲ ἐπιφάνειαν, ἐναπολαμβάνοντεϲ πολὺ ὕδωρ ἐν τοῖϲ βραγχίοιϲ, εἶτα ϲυϲτέλλοντεϲ τὰ βραγχία ἐκπέμπουϲι τὸ ὕδωρ καὶ ταράττουϲι τῇ ἐκπομπῇ· τὸ δὲ ταραττόμενον ἐναπολαμβάνει τινὰ ἀέρα, ὃϲ ἐκθλιβόμενοϲ τῇ πληγῇ ἠχεῖ, καὶ ταύτῃ δοκοῦϲι φωνεῖν. οἱ δὲ τέττιγεϲ δι᾿ ὑμένοϲ τινὸϲ ὑπὸ τὸ ϲτῆθοϲ κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἐμπεφυκότοϲ, ὃν θλίβοντεϲ ταῖϲ πτέρυξι τὸν ἐναπειλημμένον ἀέρα, φωνοῦϲιν· οὐ γὰρ διὰ τῶν φωνητικῶν ὀργάνων φωνοῦϲιν. αἱ δὲ μυῖαι τοῖϲ πτεροῖϲ τραχέϲιν οὖϲι πλήττουϲι τὸν ἀέρα καὶ ἠχοῦϲιν· ἀμέλει ϲταθεῖϲαι οὐκέτι βομβοῦϲι. καὶ οἱ ϲκάροι τῷ ϲτόματι ὕδωρ ἐξωθοῦντεϲ μετὰ ῥοίζου τὸν ἦχον ἀποτελοῦϲιν· ἀμέλει ἐν τῷ βάθει ὄντεϲ οὐ φωνοῦϲι.

1827 Πνέω· γενικῇ. ϲτεναγμῶν πνέων καὶ κλαυθμῶν.

[*](Synt.)

1828 Πνεύϲαϲ: ϲφοδρῶϲ ὀργιϲθείϲ. ὁ δὲ νέοϲ ὢν καὶ φιλόνεικοϲ [*](Σ Ε) πολὺϲ ἐπέπνει. ἔτι δὲ τῷ προϲπνεύματι ϲυνηλαμένων καὶ μαχομένων [*](Ε) ἐκ διαιρέϲεωϲ ταῖϲ μαχαίραιϲ (τουτέϲτιν ὀργίλωϲ), παρὰ τὰϲ ἐκ τῶν ὄπιϲθεν ὑπὸ τὴν μάλην παρέϲφαξε.

1829 Πνευϲτιῶν: φυϲῶν, ἐμπνέων. ὁ δὲ ἔκειτο πνευϲτιῶν ἡμίπνουϲ [*](Ε) ὑπὸ τοῦ βρόχου.

1830 Πνιγεύϲ: ὁ φοῦρνοϲ, ὁ κρίβανοϲ. κυρίωϲ, ὅπου οἱ ἄνθρακεϲ [*](Σ + Ar.) ϲυμπνίγονται. διὸ ἐπιλέγει· ἡμεῖϲ δὲ ἄνθρακεϲ.

1831 Πνίγει μετρίῳ: ϲυμμέτρῳ καύματι. τουτέϲτιν ἔαρι. καὶ τὸ [*](Ar.) πληθυντικὸν τὰ πνίγη.

[*](Δ)

1832 Πνιγηρά: ἡ καυματώδηϲ, καὶ θερμή· πνιγεὺϲ γὰρ ἡ κάμινοϲ. [*](Ar.) δμα δὲ ὅτι πνίγει τῷ χρόνῳ τὸ ϲχοινίον καὶ τὸ θράνιον. Ἀριϲτοφάνηϲ· μία μέν ἐϲτιν ἀπὸ κάλω καὶ θρανίου. καὶ Ἀρριανόϲ· τὰ δὲ [*](Ε) βράχη πρὸϲ τῷ αἰγιαλῷ ἐπῴκεον ἄνθρωποι ἐν καλύβαιϲ πνιγηραῖϲ.

[*](1827 cf. Synt. Gud. p. 592. Lex. synt. Vat. 93, Synt. Laur. 1828 — ὀργιϲθείϲ ═ P, Ba 344, 8 cf. H ὀ—ἐπέπνει Polyb. fr. 201, falso Dam. fr. 109 ἔτι sq. Polyb. fr. 202 1829 ὁ sq. Iambl. fr. 10* 1830 sch. Ar. Nu. 96 cf. Et. M 677, 33 — φοῦρνοϲ ═ P, Ba 344, 9 1831— ἔαρι sch. Ar. Av. 726 1832 — θρανίου Ar. Ran. 121 c. sch. 122 τὰ sq. Arr. Ind. 24, 2)[*](1849 hinc v. φοῦρνοϲ)[*](5 βραχέων V τοῦ om. A 8 ἀέρι Vac 10 ἐκπεφυκότοϲ V; ἀέροϲ A(GFVM) sid. G cf. vs. 11 11 ἐναπολειμμένον V οὐ—12 φωνοῦϲιν ex G, Philop. 1827 om. AFV mg. Ar 16 πνέω Ar, Synt. Gud. 17 φιλόνικοϲ B. ~ W. 18 ἔπνει G τῷ προϲπνεύματι] τῷ πρὸϲ ἀλλήλουϲ πνεύματι Bermann (ex duobus nominibus conflatum Bhd.) τῷ πνεύματι Dind. τούτων ὔϲπερ πνεύματι Hultsch ϲυνεληλαμένων Bhd. 19 διάρϲεωϲ Toup παρὰ τὰϲ] παραϲάϲ Hemst. παραϲτάϲ τιϲ Toup 20 μάλην] παρέϲφαξε] δπέϲφαξε Dind. πατάξαϲ ἀπέϲφαξε praeeunte Hemst. B. W. 28. 29 Ἀριϲτοφάνηϲ —30 πνιγηραῖϲ om. F 29 θρανίου] seq. 1733 in AV 30 πρὸϲ] G)
154
[*](Σ)

1833 Πνῖγοϲ: καῦμα.

[*](Suid.)

1834 Πνοή· λύϲιϲ ὀνείρου· δυϲωδίαν νόμιζε τὴν ἀηδίαν.

[*](Ar.)

1835 Πνύξ, Πνυκὸϲ ἔδει· ἀλλὰ μεταθέϲει ϲτοιχείου Ἀριϲτοφάνηϲ Πυκνὸϲ λέγει τὴν γενικήν. καὶ τῆϲ ἄγορᾶϲ καὶ τῶν λιμένων καὶ τῆϲ Πυκνόϲ.

[*](Ar.)

1836 Πνύξ: ἐκκληϲία. παρὰ τὴν τῶν λίθων πυκνότητα. ἢ ἀπὸ τοῦ πυκνοῦϲθαι τοὺϲ ἄνδραϲ ἐν τῇ ἐκκληϲίᾳ.

[*](Ar.)

1837 Πνευκόϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ· ὁπότεροϲ ϲφῶν εὖ με μᾶλλον ἂν ποῆ, τούτῳ παραδώϲω τῆϲ Πυκνὸϲ τὰϲ ἡνίαϲ. τουτέϲτι τὴν ἐξουϲίαν. τροπικῶϲ ἀπὸ τῶν ἁρμάτων· ταῖϲ γὰρ ἡνίαιϲ ἡνιοχοῦνται οἱ ἵπποι· καὶ [*](Δ) οἱ δῆμοι διὰ τῶν πολιτευομένων. Πνύξ, Πνυκόϲ, Πνυκί· καὶ καθ᾿ ὑπερβιβαϲμὸν Πυκνί.

[*](Σ)

1838 Πόα: ἑκάϲτη βοτάνη οὕτωϲ γέγεται. ἡ δὲ ϲμήχουϲα πόα λέγεται [*](Metaphr.?) παρὰ Δημοϲθένει καὶ Λυϲίᾳ. ὡϲ ἐν πόᾳ πλυνάντων· οὕτω Μαλαχίεν ἐδόξαϲε.

[*](E)

1839 Ποδάγρα· τάφρουϲ ὤρυξε καὶ ποδάγραϲ ὑφῆκεν ὡϲ θηρίοϲ τοῖϲ πολεμίοιϲ.

[*](Δ)

1840 Ποδαλείριοϲ: ὄνομα κύριον.

1841 Ποδαπόϲ: ποίου ἔθνουϲ, ποίαϲ χώραϲ. φηϲὶ Ξενοφῶν· [*](E) | ἐρωτώμενοϲ δὲ ποδαπὸϲ εἴη, Πέρϲηϲ ἔφη εἶναι. καὶ αὖθιϲ· ποδαπόϲ, [*](On.) Ἀντιοχεύϲ. λύϲιϲ ὀνείρου Νικηφόρου πατριάρχου· πόδαϲ καθαίρειν φροντίδων δηλοῖ λύϲιν. πόδαϲ πλατεῖϲ ἔχοντα ϲημαίνει λύπαϲ. ποδῶν κοπέντων, μηδόλωϲ ἄρχου τρίβου.

[*](Anth.)

1842 Ποδεῶναϲ: εἶδοϲ γεωργικόν. καὶ τρητοὺϲ ποδεῶναϲ ὁ γαγόμοϲ ἄνθετο Δηοῖ Πάρμιϲ, ἀνιηρῶν παυϲάμενοϲ καμάτων.