Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1803 Πλωθεύϲ· Πλωθία δῆμοϲ τῆϲ Αἰγηΐδοϲ. καὶ ὁ δημότηϲ Πλωθεύϲ.

[*](Harp.)

1804 Πλωῖζω: πλέω. καὶ Πλῴζω, ὁμοίωϲ.

[*](Δ)

1805 Πλώϊμοϲ ἀνήρ.

1806 Πλώοντεϲ: πλέοντεϲ.

[*](Δ)

1807 Πλώω: πλέω.

[*](Δ)

1808 Πλώϲιμον: διαβατόν. Σοφοκλῆϲ· μακρὸν τὸ δεῦρο πέλαγοϲ, [*](Soph.) οὐδὲ πλώϲιμον. ἀντὶ τοῦ ἀδιάβατον.

1809 Πλωτὴ νῆϲοϲ: ἡ πλεομένη.

[*](Δ)

1810 Πλωτῆρεϲ.

[*](Δ)

1811 Πλωτῖνοϲ, Λυκοπολίτηϲ, ἀπὸ φιλοϲόφων, μαθητὴϲ μὲν Ἀμμωνίου [*](Hesy.) τοῦ πρῴην γενομένου ϲακκοφόρου, διδάϲκαλοϲ δὲ Ἀμελίου· οὗ Πορφύριοϲ διήκουϲε, τοῦ δὲ Ἰάμβλιχοϲ, τοῦ δὲ Σώπατροϲ. ἐπὶ δὲ Γαλλιηνοῦ γηραιὸϲ ὢν διέμεινεν ἄχρι καὶ ϲυνέταξε βιβλία νδ΄, ἅτινα κατὰ ἐννέα βίβλουϲ διῄρηται καὶ λέγονται Ἐννεάδεϲ ἕξ. γέγονε δὲ καὶ τὸ ϲῶμα ἀϲθενὴϲ ὑπὸ τῆϲ ἱερᾶϲ νόϲου. ἔγραψε καὶ ἄλλα.

1812 Πλωτόν: πλεόμενον.

[*](Σ)

1813 Πλῷ χρηϲάμενοϲ τριταῖοϲ ἐκ τῶν Ἀθηναίων ἐϲ Μιτυλήνην [*](Ε) ἀφῖκται.

[*](1795 Ar. Pl. 594 —5 c. sch. 1798 ═ Synt. Gud. cf. Laur. 1799 ὁ Πλούτων sq. Ar. Ran. 1504—5 c. sch. 1504 1800 ═ P, sch. Pl. Tim. 52 e 1801 cf. sch. Ρ 52, H, Et. M. 677, 9 1802 cf. Ambr. 815, Et. M. 731, 40, sch. Ap. R. 2, 1054 1803 Harp. ═ P cf. Zon. 1555 1804 cf. Et. M, 677, 20. — πλέω ═ Ps. Herodian. 113; Πλωΐζω ═ Ambr. 853 1806 ═ Ambr. 840 1807 cf. Ambr. 844, H 1808 μακρὸν sq. Soph. OC 663 c. sch. 1809 cf. Ambr. 812, Crates ap. Ap. S. 132, 18, sch. κ 3, H 1810 cf. H 1812 ═ P, Ba 344, 7, H 1813 Thuc. 3, 3, 5)[*](1795 cf. v. Ε 363 1797 cf. v. Ε 3576 1811 cf. 2998 et v. Α 1549)[*](1796 om. F 4 καὶ κτήϲαϲθαι GVM: κεκτήϲαϲθαι F κτήϲαϲθαι in init. A(GFVMB) vers. A αὐτὸν om. F 7 Πλούτων alt.] Πλοῦτοϲ A 1800 post 1802 V 12 Πλοχαμόϲ F ὁ πλόκαμοϲ G 14 Πλωθεία V, Phot. Harp. plen. Zon. 1805 om. AF ss. M post 1814 V 20 οὐδὲν A 1810 om. F 23 ἀπὸ temere del. Gutschmid μαθητὴϲ—28 ἄλλα om. F 26 Γαλλιηνοῦ] Γαλιηνοῦ Β Γαλληῖνοῦ A(G)VM διέτεινεν scripserim, coll. v. Ε 2424 cett. ἄχρι] ζήτει ss. M χρόνων et ζήτει in lac. add. G, χρόνων ζ΄ add. ed, pr. ⟨Κλαυδίου τοῦ δευτέρου suppleverim, coll. v. Δ 237 et Porphyr. vita c. 2 νδ΄] δ΄ V 27 διῄρηνται Flach 29 πλεόμενοϲ AF 1813 om. F 30 Ἀθηνῶν Thuc.)
152
[*](Thuc.)

1814 Πλοῖα κατάφρακτα: ϲεϲανιδωμένα πλοῖα, ὥϲτε κάτω μὲν τιθέναι τὰ ὅπλα, αὐτοὺϲ δὲ ἄνω διάγειν.

[*](Ar.)

1815 Πλοῖον ἢ κυνῆ: ἐπὶ τῶν ἀμφιβόλων πραγμάτων. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲι. καθὸ ἐπτέρωτο ἡ Ἶριϲ, καὶ τὰ πτερὰ διατέταται ὥϲπερ κῶπαι. ὅτι εἶχε περικεφαλαίαν τὸν πέταϲον.

[*](Σ)

1816 Πλύνεται: λοιδορεῖται, αἰϲχρῶϲ ὑβρίζεται. Πλύνειν γὰρ παρὰ τοῖϲ παλαιοῖϲ ἀντὶ τοῦ ἐλέγχειν· πλύνειν καταχρηϲτικῶϲ τὸ ἐλέγχειν· ὥϲ που καὶ Μένανδροϲ· ἐὰν κακῶϲ μου τὴν γυναῖκα οὕτω λέγῃϲ, τὸν πατέρα καὶ ϲὲ τούϲ τε ϲοὺϲ ἐγὼ πλυνῶ. ἀντὶ τοῦ ἐλέγξω.

[*](Ar.)

1817 Πλυνόϲ: ὀξυτόνωϲ τὸ ἀγγεῖον αὐτό, παροξυτόνωϲ δὲ τὸ πλυνόμενον. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖϲ, πλυνόν με ποιῶν ἐν τοϲούτοιϲ ἀνδράϲιν. ἀντὶ τοῦ ἐφύβριϲτον πλῦμα.

[*](Harp.)

1818 Πλυντήρια: ἑορτὴ Ἀθηναίων.

[*](Σ)

1819 Πλυνοί: πύελοι, ἐν οἷϲ πλύνουϲι.

1820 Πνεῦμα: ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου.

1821 Πνεῦμα δώϲω αὐτοῖϲ, πνεῦμα καινόν: οὐ τὸ πανάγιον λέγει, ἀλλὰ τοῦ λογικοῦ τὴν ὁρμήν.

1822 Πνευματικὸν ϲῶμα: φαϲὶ μετὰ τὴν ἔξοδον τῆϲ ψυχῆϲ ἐκ τοῦ ϲώματοϲ ἐξῆφθαι ταύτηϲ ϲῶμα λεπτομερέϲ, ἀερψδέϲτερον καὶ αὐγοειδέϲτερον· ὃ πάντωϲ αἰϲθήϲεται ἀλγηδόνοϲ. καὶ αὕτη ἡ φλυαρία Ελληνική. τούτου δὲ τοῦ ϲώματοϲ ἀχώριϲτον εἶναι λέγουϲι θυμὸν καὶ [*](Phil.) ἐπιθυμίαν. ὅτι ἐν τοῖϲ Τόποιϲ Ἀριϲτοτέληϲ πᾶν πνεῦμα φθαρτὸν εἶναι λέγει.