Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1663 Πιτθεύϲ, Πιτθέωϲ. δῆμοϲ τῆϲ Κεκροπίδοϲ ἡ Πιτθίϲ.

[*](Δ Harp.)

1664 Πιτθείδηϲ: πατρωνυμικόν. καὶ Πιτθῆοϲ.

[*](Δ)

1665 Πίτνα: ἐξέτεινε.

[*](Hom.)

1666 Πιττουμένων: τὰ ϲκέλη ἀλειφομένων.

1667 Πιτυάνη: ἀϲκὸϲ μικρόϲ.

[*](Σ)

1668 Πιτυάνη εἰμί: αὕτη παῤ Ἀλκαίῳ κεῖται. λέγεται καὶ κατὰ [*](Σ) τῶν πυκναῖϲ ϲυμφοραῖϲ χρωμένων ἅμα καὶ εὐπραξίαιϲ, παρόϲον καὶ τῇ Πιτάνῃ τοιαῦτα ϲυνέβη πράγματα, ὧν καὶ Ἑλλάνικοϲ μέμνηται· φηϲὶ γὰρ αὐτὴν ὑπὸ Πελαϲγῶν ἀνδραποδιϲθῆναι καὶ πάλιν ὑπὸ Ἐρυθραίων θραίων ἐλευθερωθῆναι.

1669 Πίτυλοϲ: κτυπητήϲ, φανταϲιοϲκόποϲ. καὶ Πιτυλεύϲαϲ [*](Σ Ar.) παῤ Ἀριϲτοφάνει. καὶ Πιτυλίζω, ῥῆμα. οἷον ἔϲτιν ἰχθύων γένεϲιν [*](Δ) ἰδεῖν ἐν κολύμβοιϲ πιτυλίζουϲαν.

1670 Πιτυοῦϲ: πολίχνιον ἐν πέρατι μὲν θαλάττηϲ τῆϲ Ποντικῆϲ κατὰ δεξιὰν [*](Metaphr.) κείμενον, τέλοϲ δὲ καὶ τῆϲ Ῥωμαίων ἀρχῆϲ γινόμενον, βαρβάροιϲ καὶ ὠμοῖϲ ἔθνεϲι ϲυάπτον.

1671 Πίτυϲ: εἶδοϲ δένδρου κωνοφόρου, ἡ παῤ ἡμῖν ϲτροβιλέα. Ξενοφῶν· χωρίον πίτυϲι διαλειπούϲαιϲ μεγάλαιϲ, ἀνθ᾿ ὧν ἑϲτηκότεϲ [*](Ε) ἀνδρεϲ τὶ ἂν πάθοιεν. καὶ Πιτύϲτεπτοϲ, ὁ Πάν, Πανὸϲ τειχήεϲϲα Anth. πιτυϲτέπτοιο καλιή.

[*](Δ)

1672 Πίφλιξ: εἶδοϲ ὄρνιθοϲ.

[*](1659 τούτου sq. Laert. 1, 79 1680 καλλείψω sq. Anth. 5, 277, 6 1662 ═ Ambr. 693, Zon. 1548 1663 — Πιτθέωϲ ═ Ambr. 695 δῆμοϲ sq. Harp. ═ P 1665 sch. Φ 7 cf. Ap. S. 132, 1, unde H 1667 ═ P, Ba 343, 13, Zon. 1549 cf. H 9663 ═ P v. Πιτάνη cf. Zen. V 61; Alcaei fr. 114, F Gr Hist 4 fr. 93 1669 — φαντοϲιοϲκόποϲ ═ P, Ba 343, 14, Et. M. 673, 46 cf. Ambr. 683, Zon. 1548 Ἄριϲτοφάνει Vsp. 678 1670 Metaphr. PG 114, 1205 c 1671 — δένδρου cf. Ps. Herodian. 108 χωρίον—πάθοιεν Xen. An. 4, 7, 6 Πανὸϲ sq. Anth. 6, 253, 3 1672 cf. Ambr. 682 ═ Choer. An. Ox. 2, 249, 32, unde Et. M. 673, 57)[*](1671 Anth. cf. v. Κ 211)[*](1 εἷϲ—2 ὁλυμπιάδι om. A 4 δικτύῳ] δὲ δ, V 8 Πιττάλακοϲ ed, pr. A(GFVM) καλλείψω—10 κύριον mg. V 8 καλύψω G 1664 non nov. gl. M 14 καὶ Πιττουμένων ἀφειλομένων V 19 ὑπὸ Πελαϲγῶν αὐτὴν A 1670 ϲτροβίλα Boisson. 1672 om. GM post 1671 V 27 ϲτροβηλέα M ϲτροβήλα G ϲτροβίλα Boisson. 1672 om. GM)
138
[*](Suid.)

1673 Πλαγάϲ· Ἠλέκτρα· θρηνοῦϲα γὰρ ἔτυπτε τὸ ϲτῆθοϲ πρὸϲ ἕκαϲτον Ἠλέκτρα. πολλὰϲ δ᾿ ἀντήρειϲ ᾔϲθου ϲτέρνων πλαγὰϲ αἱμαϲϲομένων.

[*](Tact.)

1674 Πλαγία φάλαγξ: ἥτιϲ ἔχει τὸ μῆκοϲ τοῦ βάθουϲ πολλαπλάϲιον.

[*](Σ)

1675 Πλαγίωϲ: δολίωϲ.

[*](Δ)

1676 Πλαγκτή: ἡ πλανωμένη.

[*](Ε?)

1677 Πλαγγόνων· τὰ μειράκια θρυπτόμενα παρὰ ταῖϲ τίτθαιϲ ϲτωμύλλεϲθαι καὶ λέγειν περὶ κρόκηϲ καὶ ϲτημόνων καὶ πλαγγόνων ἐάϲωμεν.

[*](Δ)

1678 Πλαγωνεία.

[*](Σ)

1679 Πλαδαρόν: χαῦνον, ὑγρόν. πλάδαϲ γὰρ καὶ πλαδώϲειϲ. καὶ [*](Δ Σ) Πλαδαρώματα. καὶ Πλαδῶϲιν, ὑγροῖϲ, χαύνοιϲ, ἀϲθενέϲιν. οὐ [*](x + Σ) γὰρ ἔτι ὀρέγεϲθαι τροφῆϲ, πλαδῶντοϲ αὐτῷ τοῦ ϲτομάχου. τουτέϲτιν ὑγροῦ καὶ ἀϲθενοῦϲ ὄντοϲ. οὕτω φηϲὶ Δαμάϲκιοϲ. καὶ αὖθιϲ Πολύβιοϲ· [*](Ε) τὰ μὲν ἄλλα καλῶϲ ἔχειν αὐτῷ πρὸϲ τὴν χρείαν, τὸ δὲ δόρυ [*](Δ) πλαδαρὸν εἶναι. καὶ Πλαδόωϲαν.

[*](Ar.)

1680 Πλαδδιεῖν: παραφρονεῖν, πολεμεῖν, πληϲιάζειν.

[*](Δ + Ε)

1681 Πλάζοντοϲ: ἀποπλανῶντοϲ. πλάζοντοϲ τοῦ δέουϲ τὰϲ ὄψειϲ.

1682 Πλάθειν: πληϲιάζειν. τὰ δὲ τοῖϲ δυνατοῖϲ οὐκ ἐριϲτὰ πλάθειν. [*](Soph.) προϲπελάζειν. τουτέϲτιν οὐχ οἷόντε ϲε ἐρίζειν τοῖϲ δυνατοῖϲ.