Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1623 Πίνω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)

1624 Πινώδηϲ: ἡ ῥυπαρά.

[*](Σ)

1625 Πινύϲκω: πινυτὸν ποιῶ.

[*](Δ)

1626 Πινυτόϲ: φρόνιμοϲ. καὶ Πινυτόφρονοϲ, ἐμμελοῦϲ ϲυνετῆϲ, [*](Δ) εἵνεκεν εὐμαθίηϲ πινυτόφρονοϲ, ἦν ὁ μελιχρὸϲ ἤϲκηϲεν, Μουϲῶν [*](Δ + Anth.) ἄμμιγα καὶ Χαρίτων.

[*](1619 Arr. An. 1, 9, 9—10 cf. Byz. Zt. 23, 28 1620 — ῥυπῶϲα cf. H. θυμοβαρἡϲ sq. Anth. 7, 146, 2—4 1621 ὁ sq. Dam. fr. 250 cf. Phot. Bibl. p. 350b 24 — 6 1622 cf. H, aliter Ambr. 681, P, Et. M. 672, 42 1623 ═ Synt. Laur. et Gud. 1624 P, Σᵃ, Ba 343, 9 cf. Zon. 1551, H, Erotian. 69, 12 1625 l. ═ Et. M. 672, 45 cf. Ambr. 756 1626 — φρόνιμοϲ cf. Zon. 1548 (in α 220) Πινυτόφρονοϲ, ϲυνετῆϲ cf. H. εἵνεκεν sq. Anth. 7, 22, 56)[*](1621 cf. v. Σ 62 1626 Anth. cf. v. Α 1589)[*](3 αὐτόν] αὐτῷ V 4 Φιλοξένου V 5 νε΄] οε΄ Bhd. πε΄ Rohde ἐν ex Asolo A(GFVM) βιβλία V ταῦτα] τάδε G 8 Σκολιά] Σ. ἢ Daub ἐπικὰ] ἤγουν ποιητικὰ v; versuum numerum latere putat Bergk πάντα ἐπικὰ Daub 9 καὶ pr. om. in fine vers. V 12 Περὶ Πινδάρου om. GV mg. M 13 πλὴν—16 Ἀλεξἀνδρου] πάνταϲ ἀνδραποδίϲαι πλὴν ἱερέων καὶ τῆϲ Π. οἰκίαϲ καὶ τῶν ἐκγόνων αὐτοῦ φειδοῖ τοῦ ἀνδρόϲ V 13 τοὺϲ ἄλλουϲ GM; πολλοὺϲ A 14 τῶν M, Arr.: om. AG 14, 15 ἐκγόνουϲ GM 15 τῇ A, Arr.: τῇ τοῦ GM 16 ὡϲ om. GM α΄ G: πρώτη M om. A διαβάϲει M τοῦ Ἀλεξάνδρου A 19 δόλῳ V 22 Δαμάϲκιόϲ φηϲι G 23 Πιννοτήρηϲ M πίναϲ F: πίνναϲ GM πίννηϲ A πίναξ V 27 ὁ φρόννπμοϲ G ἐμμελοῦϲ— 28 πινυτόφρονοϲ om. A mg. Ar 28 ἦν — 29 Χαρίτων om. F)
134
[*](Suid.)

1627 Πιξώδαροϲ· ὅτι Δέξιπποϲ Κῷοϲ, ἰατρόϲ, Ἱπποκράτουϲ μαθητήϲ, μεταπεμφθεὶϲs ὑπὸ Ἑκατόμνου τοῦ Καρῶν βαϲιλέωϲ ἰάϲαϲθαι αὐτοῦ τοὺϲ παῖδαϲ ἀπογνωϲθένταϲ, Μαύϲωλον καὶ Πιξώδαρον, ἐπὶ ὑποϲχέϲει ἰάϲατο τοῦ παῦϲαι τόν πρὸϲ Κᾶραϲ τότε αὐτοῖϲ ἐνεωτῶτα πόλεμον.

[*](Δ)

1628 Πίομαι, Πίωμεν δέ.

[*](5)
[*](Δ)

1629 Πιόμενον· μυελὸν πιεῖν.

[*](Σ)

1630 Πίονα: εὐδαίμονα, λιπαράν, καὶ εὐτραφῆ.

[*](Δ)

1631 Πίονται, Πίωϲι: τὰ παθητικὰ διὰ τοῦ ο μικροῦ, τὰ δὲ ἐνεργητικὰ διὰ τοῦ ω μεγάλου. οἶον πίωμεν καὶ φάγωμεν. πίνοντεϲ τοὺ ὕδατοϲ.

[*](Anth.)

1632 Πιότατοϲ ἄνεμοϲ: θρεπτικὸϲ, αὐξητικόϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι τόνδ᾿ ἀνέθηκε τῷ πάντων ἀνέμων πιοτάτῳ Ζεφύρῳ.

1633 Πίωρ· οὖτοϲ μοναχὸϲ ὢν περιπατῶν ἤϲθιε. πυθομένου δέ τινοϲ, διατί οὕτωϲ ἐϲθίειϲ; οὐ βούλομαι, ἔφη, τῷ βρώματι ὡϲ ἔργῳ χρήϲαϲθαι, ἀλλ᾿ ὡϲ παρέργῳ. πρὸϲ ἄλλον δὲ ἐρωτήϲαντα ἀπεκρίνατο· ἵνα μὴ ἐν τῷ ἐϲθίειν, φηϲίν, ἡδονῆϲ ϲωματικῆϲ αἰϲθάνοιτο ἡ ψυχή.

[*](Ar.)

1634 Πιππίζουϲι: κατὰ μίμηϲιν τῶν ὀρνέων πεποίηται ἡ λέξιϲ. λέγεται δὲ καὶ τὸ ποτίζειν πιππίζειν.

1635 Πίμπλαται καὶ Ὑποπίμπλαται· Ἐμπιπλᾷ δέ.

[*](Synt.)

1636 Πιπράϲκω· γενικῇ.

[*](Δ)

1637 Πίϲϲα: ὄνομα πόλεωϲ. καὶ ἡ ἄϲφαλτοϲ.

[*](Δ Call.)

1638 Πίϲεα: oἱ κάθυγρον τόποι. καὶ ἀγλαὰ πίϲεα γαίηϲ βόϲκεο. [*](Δ) καὶ Πιϲϲαῖοϲ, ὁ πολίτηϲ.

[*](Δ)

1639 Πιϲϲεύϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1640 Πιϲία: χώρα.

[*](Ar.)

1641 Πιϲίαν: τρία κνώδαλά φηϲιν Ἀριϲτοφάνηϲ, Πιϲίαν, Ὀϲφύωνα, Διϊτρεφῆ.

[*](Ar.)

1642 Πιϲίαϲ: ὄνομα κύριον. ἦν δὲ προδότηϲ.