Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1563 Πιεζόμενοϲ: βαρούμενοϲ, δαμαζόμενοϲ. καὶ ἀντὶ τοῦ λυπεῖ. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ· τὸν Στιλβίδην πιέζει. ὁ δὲ Στιλβίδηϲ μάντιϲ ἄριϲτοϲ καὶ εὐδόκιμοϲ.

[*](Σ)

1564 Πιερία: ὄροϲ Μακεδονίαϲ, καὶ Πιερίδεϲ, αἱ Μοῦϲαι αἱ ἐν [*](Anth.) Μακεδονίᾳ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· οὐ γὰρ Πιερίδεϲϲι τόϲον μέλω, ὅϲϲον ἔρωτι· ὄργια τοϲϲατίων ἀμφιέπουϲα πόθῳ.

[*](Δ)

1565 Πιεϲτήριον: τὸ ἐκθλίβον.

[*](Δ)

1566 Πίειρα: ἡ λιπαρή.

[*](Δ)

1567 Πίῃ: αὐθυπότακτον.

[*](Anth.)

1568 Πιήεντα: λιπαρά, ἀνθηρά. ψαιϲτά τε πιήεντα καὶ εὐθήϲαυρον ἔλαιον.

1569 Πιήναντα: λιπαροὺϲ ἐργαϲάμενον. Ἀλυάττου πολιορκοῦντοϲ Πριήνην, τὸν Βίαντα τὸν ϲοφὸν πιήναντα δύο ἡμιόνουϲ ἐξελάϲαι εἰϲ τὸ ϲτρατόμεδον. τὸν δὲ ϲυνιδόντα καταπλαγῆναι, τὸ μέχρι καὶ ἀλόγων [*](1553 — πηγαί ═ P, Σa cf. H 1555 — ϲταγών ═ P, Ba 342, 28 cf. Et. M. 671, 19, H, Ps. Herodian. 109, Ambr. 729, sch. Π 825 πορφυρίαν sq. Anth. 6, 22, 3 1557 ═ Ambr. 732 cf. Ap. S. 131, 24 (unde H), Et. M. 671, 31 (in Λ 183) 1558 cf. Poll. 1, 238, aliter Ambr. 758 1559 ═ Ambr. 703 1560 λίχνον sq. Aelian. fr. 43 1561 — δοτικῇ ═ Synt. Laur. cf. Gud. Πιαίνομαι sq. ═ Lex. Synt. Vat. 93 1562 in ι 347 1563 — δαμαζόμενοϲ ═ P, Ba 342, 29 cf. Zon. 1551, H λυπεῖ ?? Ar. Pac. 1031 c. sch. 1564 — ὅροϲ ═ P, Ps. Herodian. 109, Ba 343, 2, Ambr. 742 cf. H. Πιερίδεϲ — Μακεδονίᾳ ═ P, Ba 343,1 H, Zon. 1549 οὐ sq. Anth. 6, 80. 3 — 4 1565 ═ Ambr. 752, Zon. 1550 1566 ═ Ambr. 731, Zon. 1549 cf. Ap. S. 131, 26 Et. M. 671, 40, sch. T 180, Ps. Herodian. 109, H 1567 cf. Ambr. 767 — 8 1568 ψαιϲτά sq. Αmbr. 6, 300, 3 1569 Ἀλυάττου sq. Laert. 1, 83) [*](1554 cf. v. Ε 3651 1560 cf. v. Λ 633 1562 cf. 1583 1563 cf. v. Σ 1168 1568 cf. v. ψαιϲτά) [*](A(GFVM)) [*](1 πηγαί alt.] πίδακεϲ Toup 2 αἱ πᾶϲαι] ἁπᾶϲαι Toup 1555 non nov. gl. F 9 ἀναδιδόναι Κust, ἀναδύειν Toup 12 Φερεφράττηϲ G Φερρεφάττηϲ Bhd. 1561 om. AFV mg. Ar 14 δὲ om. GM; nov. gl. G 1562 om. F 17 ἀντὶ] Πιέζει, ἀντὶ ed. pr. λυπεῖ] ϲφόδρα add. F 18 Στιλβίδηϲ GM: cp. A Στιλβίδαϲ FV 20 Πιερίη V, Ba 29 τὸν pr. om. G Βίαντα] βιάϲαντα V)

129
διατείνειν αὐτῶν τὴν εὐθηνίαν. καὶ ἐβουλήθη ϲπείϲαϲθαι καὶ εἰϲέπεμψεν ἄγγελον.

1570 Πιθακίωνοϲ.

[*](Δ)

1571 Πιθάκνη: ὑποκοριϲτικῶϲ. μικρὸϲ πίθοϲ. ὡϲ πολίχνη. παρὰ δὲ [*](Ar. + Σ) Ἀριϲτοφάνει πιθάκναι, οἱ ἔρημοι τόποι· διὰ γὰρ τὸν πόλεμον ϲπηλαίοιϲ ῴκουν οἱ ἐκ τῶν ἀγρῶν. οἱ δὲ παλαιοὶ φιδάκνην λέγουϲι.

1572 Πιθανόν· πιθανὸν ἀξίωμά ἐϲτι, τὸ ἄγον εἰϲ ϲυγκατάθεϲιν. [*](Phil.) οἷον εἴ τίϲ τι ἔτεκεν, ἐκείνη ἐκείνου μήτηρ ἐϲτί. ψεῦδοϲ δὲ τοῦτο· οὐ γὰρ ἡ ὄρνιϲ ᾠοῦ ἐϲτι μήτηρ.

1573 Πιθανώτατοϲ.

[*](Suid.)

1574 Πιθανούϲ: τοὺϲ εὐπειθεῖϲ. Ξενοφῶν Κύρου παιδείᾳ· πιθανοὶ [*](Σ) δὲ οὕγωϲ εἰϲί τινεϲ, ὥϲτε πρὶν εἰδέναι τὸ πραττόμενον, πρότερον πείθεϲθαι. ὥϲπερ φοβερούϲ, τοὺϲ φοβουμένουϲ Θουκυδίδηϲ. Ἀππιαόϲ· [*](Ε) ἕνα δ᾿ αὐτῶν πιϲτὸν καὶ πιθανὸν εἰϲ τὸ ἔργον, ἐντυχόντα τοῖϲ ὑπάτοιϲ ἐν ἀπορρήτῳ πίϲτιν αἰτῆϲαι. καὶ πιθανότητέϲ τινεϲ [*](Ε) ϲυνεκύρηϲαν ἐκ τῆϲ περιπετείαϲ· ἃϲ οἱ Ῥωμαῖοι παρεπλάττοντο, φιλοτιμότερον τοῦ δέοντοϲ. καὶ αὖθιϲ· διὰ ῥώμην ϲώματοϲ καὶ τὸ ἐϲ [*](Ε) τὰϲ μάχαϲ προπετὲϲ εἶναι τῷ πλήθει πιθανόν. ἀντὶ τοῦ ἐξάρχοντα.

1575 Πιθήκειον βλέμμα: τὸ τοῦ πιθήκου.

[*](Δ)

1576 Πιθηκιϲμοῖϲ περιελαύνειϲ: ἀντὶ τοῦ ἀπάταιϲ καὶ κολακεύμαϲί [*](Ar.) με νικᾷϲ. ἢ μιμήμαϲιν· ὡϲ καὶ αὐτοῦ ταῦτα πεποιηκότοϲ.

1577 Πίθηκοϲ τῇ γυναικί· ζήτει ἐν τῷ διαθήκην διαθώμεθα, ἥν διέθετο πίθηκοϲ τῇ γυναικί.

1578 Πίθηκοϲ: ἡ μιμώ. Πίθηξ δὲ παρά τιϲιν ὁ βραχὺϲ ἀνθρωπίϲκοϲ. καὶ [*](Suid.) Διαπιθηκίϲαι, διαπαῖξαι. ἀπὸ τῶν πιθήκων· φιλοπραγμονέϲτατον γὰρ τὸ [*](Suid.) ζῷον. καὶ παροιμία· ἄπληϲτοϲ πίθοϲ ὁ ἐν ἅδου. ζήτει ἐν τῷ ἀπληϲτία.

1579 Πίθηκοϲ: ἡ μιμώ. Βάβριοϲ· κερδὼ πιθήκῳ φηϲίν· ἥν ὁρᾷϲ [*](Greg.) ϲτήλη, ἐμοὶ πατρῴη τ᾿ ἐϲτὶ κἔτι παππῴη.

[*](1570 ═ Ambr. 706 1571 ὑποκοριϲτικῶϲ + ὡϲ πολίχνη sch. Ar. Pl. 546 μικρὸϲ πίθοϲ ═ Ba 343, 3, Ps. Herodian. 108, P, Zon. 1549 cf. H, sch. Ar. Pl. 546 Bk. 290, 23. πιθάκναι—ἀγρῶν sch. Ar. Eq. 792. οἱ δὲ sq. ═ P 1572 Laert. 7, 75 1573 ═ Ambr. 710 1574 — Θουκυδίδηϲ ═ P cf. H; Xen. Cyr. 2, 2, 10; Thuc. 2, 3, 4 ἕνα— αἰτῆϲαι App. fr. 10 διὰ— πιθανόν Arr. Parth. fr. 89 1575 cf. Zon. 1551; βλέμμα ═ Ambr. 749 1576 Ar. Eq. 887 c. sch. 1579 — μιμώ cf. sch. Greg. Byz. Zt. 26, 32 n. 195 κερδὼ sq. Babr. 81, 1 —2)[*]("1574 init. cf. v. φοβερόϲ; Arr. cf. v. Α 2149 1578 init. ex 1579; Διαπιθηκίϲαι — ζῷον ex v. Δ 699)[*](1 αὐτὸν G αὐτοῖϲ V 6 ᾤκων FMac 7 ἄγων FV 8 εἴ G; rell. A(GFVM) ἐτικτεν G 1573 om. AFV mg. Ar 12. 13 πότερον πιθέϲθαι V 14 αὐτὸν G 20 καὶ Πιθηκιϲμοῖϲ GM ἀπατᾷϲ GFVM 1577 —8 om. AF mg. Ar post 1582 V 22 ζήτει— 23 γυναικί om. V 22 διαθώμεθα] διεθέμην Ar 24 Πίθηκοϲ, η μιμώ om. Ar ἡ μιμώ GM: τὸ ζῷον V cf. p. 130, 1 δὲ παρά τιϲιν om. V ἄνθρωποϲ Vrp καὶ — 26 ἀπληϲτία om. Ar 25 Δ. ἀντὶ τοῦ διαπαξαι V 26 καὶ — ἀπληϲτία om. V 27 Πίθηκοϲ, ἡ μιμώ om. G; Πίθηξ praemisit Ar cf. Ambr. 690 28 τ᾿ VM, Babr.; τιϲ F τοῦτο A om. G κἔτι AF; καίτι GVM κἄτι Babr.)
130
[*](Ecl.)

1580 Πίθηκοϲ: τὸ ζῷον, ἡ μιμώ. παρὰ τὸ πιθῶ, πιθήϲω· πείθει [*](Prov.) γὰρ ἡμᾶϲ. καὶ παροιμία· Γέρων πίθηκοϲ οὐχ ἁλίϲκεται. ἁλίϲκεται μέν, μετὰ χρόνον δ᾿ ἁλίϲκεται. ἐπὶ τῶν δυϲτυχηϲάντων.

[*](Prov.)

1581 Πίθηκοϲ ἐν πορωύρᾳ: παροιμία. ὅτι οἱ φαῦλοι, κἂν καλοῖϲ περιβληθῶϲιν, ὅμωϲ δ᾿ οὖν διαφαίνονται πονηροὶ ὄντεϲ.

[*](1582)

Πίθηξ: ἡ μιμώ.