Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1483 Πήγανον: εἶδοϲ βοτάνηϲ.
[*](Δ)1484 Πηγὰϲ γάλακτοϲ: πολὺ γάλα. ὡϲ πηγὰϲ δακρύων, πολλὰ [*](Soph.) δάκρυα.
1485 Πηγαί: τόποϲ ἐν Μεγάροιϲ.
[*](Harp.)1486 Πηγαῖον ὕδωρ: ἐκ πηγῆϲ.
[*](Δ)1487 Πηγεϲίμαλλοϲ: ὁ βαθύμαλλοϲ.
[*](Δ)1488 Λύϲιϲ ὀνείρου· Πηγὴ διαυγὴϲ τὰϲ νοὸϲ λύει λύπαϲ.
[*](On.)1489 Πηγίδιον: ἡ μικρὰ πηγή.
[*](Δ)1490 Πηγνύω· αἰτιατικῇ, καὶ Πήγνυμι.
[*](Synt.)1491 Πηγόϲ: ὁ εὐτραφήϲ.
[*](Δ)1492 Πηγυλίϲ: τὸ κρύοϲ.
[*](Δ)[*](1449 Laert. 7, 5 1472 cf. Ambr. 492 1474— κύριον ═ Ambr. 419, Ps. Herodian. 110 1475 ═ P, Ba 335, 15 cf. sch. ζ 269, Et. M. 668, 39, H; Ambr. 545 Ps. Herodian. 110 1476 ═ P, Ba 335, 17, H 1477 ═ P, Ba 335, 18 H (in Θ 154) 1478 praeter Πείϲωνοϲ Harp. ═ P 1479 ═ Ambr. 617 1480 ═ Ambr. 382 1481 —ἄγειϲ ═ P cf. Ap. S. 131, 8, H. An. Ox. 1, 352, 3 (unde Et. M. 669, 10); — ποῦ ═ Ba, Ambr. 677, sch. 400, Zon. 1547; ρ 219 1484 ═ Synt. Gud. 1483 cf. Ambr. 660 ═ Ps. Herodian. 109; Zon. 1546 1484 sch. Soph. El. 895 1485 Harp. cf. P 1486 cf. Ambr. 663 1437 cf. sch. Γ 197, aliter Ambr. 628 1488 Astramps. 1489 ═ L, Ambr. 664 1490 cf. Synt. Laur. et Gud. 1491 ═ Ps. Herodian. 110, Zon. 1544 cf. Et. M. 669, 25 H, sch. 124, Herodian. schem. Jb. 149, 343, Ambr. 624 1492 ═ Zon. 1545 cf. Ambr. 647)[*](1469 cf. vv. Ζ 79, Σ 1126 et 1150 1471 ex. v. Α 3908 1488 cf. v. Β 576)[*](1 Πειϲιανάκτιοϲ ArFVMac ἥτιϲ— 2 κληθεῖϲα om. Ar 1471 om. F post Ar et AF(GVM) 1478 V 7 καὶ — ϲφακελιϲμόϲ om. FV 12 ἦν om. Ar, Harp. Phot. 1481 inc. vetus manus in A 22 τόποι A 24 ὁ βαθύμαλλοϲ] ὄνομα κύριον F 26 Πηγήδιον GFVM ἡ om. V 1490 om. AFV mg. Ar)1493 Πηδάλια: οἴακεϲ, αὐχένεϲ, Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐπίτηδεϲ εἶχον [*](Ar.) πηδάλιον, ᾧ χρήϲομαι. τὸ δὲ πλοῖον ἔϲται ναξιουργὲϲ κάνθαροϲ.
1494 Πηδαλιουχεῖν: κυβερνᾶν. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐρέτην χρὴ πρῶτα [*](Ar.) γενέϲθαι, πρὶν πηδαλίοιϲ ἐπιχειρεῖν· κἀντεῦθεν πρωρατεῦϲαι καὶ τοὺϲ ἀνέμουϲ διαθρῆϲαι κᾆτα κυβερνᾶν αὐτὸν ἑαυτῷ. τοῦτό φηϲι καὶ ὁ Θεολόγοϲ ὅλον τὸ χωρίον.
1495 Πηδαλίωνοϲ: ὄνομα κύριον.
1496 Πηδᾶν: ἀντὶ τοῦ ὑπερηφανεῖν. οἶμαί γε τῶν νεωτέρων τὰϲ καρδίαϲ πηδᾶν, ὅ τι λέξει.
1497 Πήδαϲοϲ: ὄνομα πόλεωϲ.
1498 Πήδαιοϲ: ὄνομα κύριον.
1499 Πηδόν: τὴν κώπην.
Πῆκοϲ, ὁ καὶ Ζεύϲ, παραδοὺϲ τὴν τῆϲ δύϲεωϲ ἀρχὴν τῷ ἰδίῳ υἱῷ Ἑρμῇ τελευτᾷ, Ζήϲαϲ κ΄ καὶ ρ΄ ἔτη· καὶ τελευτῶν ἐκέλευϲεν ἀποτεθῆναι τὸ ἑαυτοῦ ϲῶμα ἐν τῇ Κρήτῃ τῇ νήϲῳ, ἐν ᾧ ἐπιγέγραπται· ἐνθάδε κεῖται θανὼν Πῆκοϲ ὁ καὶ Ζεύϲ. μέμνηται τοῦ τάφου τούτου πλεῖϲτοι ἐν τοῖϲ ἰδίοιϲ ϲυγγράμμαϲι.