Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1463 Πειρῶντα: πειράζοντα διὰ λόγων.

[*](Δ)

1464 Πείρωϲ, Πείρω: ὄνομα κύριον. καὶ κλίνεται Ἀττικῶϲ. καὶ θηλυκὸν Πειρώ.

[*](Hesy.)

1465 Πείϲανδροϲ, Πείϲωνοϲ καὶ Ἀριϲταίχμαϲ, Καμιραῖοϲ ἀπὸ Ῥόδου· Κάμιροϲ γὰρ ἦν πόλιϲ Ῥόδου. Καὶ τινεϲ μὲν αὐτὸν Εὐμόλπου τοῦ ποιητοῦ ϲύγχρονον καὶ ἐρώμενον ἱϲτοροῦϲι, τινὲϲ δὲ καὶ Ἡϲιόδου πρεϲβύτερον, οἱ δὲ κατὰ τὴν λγ΄ ὀλυμπιάδα τάττουϲιν. ἔϲχε δὲ καὶ ἀδελφὴν Διόκλειαν. Ποιήματα δὲ αὐτοῦ Ἡράκλεια ἐν βιβλίοιϲ β΄· ἔϲτι δὲ τὰ Ἡρακλέουϲ ἔργα· ἔνθα πρῶτοϲ Ἡρακλεῖ ῥόπαλον περιτέθεικε. τὰ δὲ ἄλλα τῶν ποιημάτων νόθα αὐτοῦ δοξάζεται, γενόμενα ὑπό τε ἄλλων καὶ Ἀριϲτέωϲ τοῦ ποιητοῦ.

[*](Hesy.)

1466 Πείϲανδροϲ, Νέϲτοροϲ τοῦ ποιητοῦ υἱόϲ, Λαρανδεὺϲ ἢ Λυκάνιοϲ, γεγονὼϲ ἐπὶ Ἀλεξάνδρου βαϲιλέωϲ, τοῦ Μαμαίαϲ παιδόϲ, ἐποποιὸϲ καὶ αὐτόϲ. ἔγραψεν ἱϲτορίαν ποικίλην δι᾿ ἐπῶν, ἣν ἐπιγράφει Ἡραϊκῶν Θεογαμιῶν ἐν βιβλίοιϲ ξ΄· καὶ ἄλλα καταλογάδην.

[*](Ar.)

1467 Πειϲάνδρου δειλότεροϲ· ἔνθα καὶ Πείϲανδροϲ ἦλθε, δεόμενοϲ ψυχὴν ἰδεῖν, ἣ ζῶντ᾿ ἐκεῖνον προὔλιπε. δειλὸϲ γὰρ ἦν καθ᾿ ὑπερβολήν. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἴ τι Πειϲάνδρου βδελύττῃ τοὺϲ λόφουϲ καὶ τὰϲ ὀφρῦϲ. οὗτοϲ γὰρ δειλὸϲ ἧν, φιλοπόλεμοϲ δὲ καὶ πολεμοποιὸϲ κερδῶν ἰδίων ἕνεκεν. μέγαϲ δέ, καὶ ἐκαλεῖτο ὄνοϲ Κνίδιοϲ. ἐχρῆτο δὲ τριλοφίᾳ καὶ ὅπλοιϲ ἐπιϲήμοιϲ ὑπὲρ τοῦ δοκεῖν ἀνδρεῖοϲ εἶναι, μὴ ὤν.

[*](Δ)

1468 Πείϲεα: οἱ κάθυδροι τόποι.

[*](1462 — νοῦν Ar. PI. 149 — 151 c. sch. 150. Πειραϲάντων sq. sch. Ar. Eq. 517 1463 Tim. ═ P 1464 — κύριον ═ Ambr. 404 cf. Zon. 1527 1465 cf. Steph. Byz. v. Κάμιροϲ 1466 cf. Zos. 5, 29, 3 1467 — ὑπερβολήν Ar. Av. 1556 — 8 c. sch. εἴ τι sq. Ar. Pac. 395 c. sch. 1468 cf. H, sch. Y 9)[*](1462 Ar. Pl. cf. v. E 3266, Eq. cf. 1452 1466 cf. v. N 261 467 cf. vv. Δ 319, El 235 1468 cf. 1628)[*](Ar F(GVM))[*](1 τὰϲ — 7 παντάπαϲι om. A 1 φηϲιν FM 2 μὲν αὐτάϲ τιϲ G, E 3268 4 πειραϲάντων F 5 ἀπὸ] ἐπὶ G 8 διὰ λόγων] διαλέγοντα F 9 καὶ alt — 10 Πειρώ om F 9. 10 καὶ θηλυκὸν V ac M: καὶ θηλυκῶϲ V ec θηλυκῶϲ G θηλυκῦϲ δὲ Α 10 Πηρώ M ec 11 καὶ om. F Καμειραῖοϲ FV M ec 12 Κάμιροϲ — 18 ποιητοῦ om. F 12 Κάμειροϲ V M ac ἦν GM : τῆϲ V om. A πολίτ V καὶ — 16 ἔνθα] οὖτοϲ Α 13 καὶ alt. om. V Ἡϲιόδῳ G 17 τὰ — 18 ποιη· τοῦ om. A 18 Ἀριϲτέωϲ] γρ. Καριέωϲ ss. Μ; Ἀριϲτέω coni. Daub ποιητοῦ] γόητοϲ coll. Strabo 13, 589 Wil. 19 Λαρανδεὺϲ — 29 τόποι om. F 19 Λαρανδεὺϲ ἠ Λ. om. A 19. 20 Λυκαόνιοϲ Gsf. Λυκάων Bas. ἐκ Λυκίαϲ Kust. 20 παιδόϲ del. Daub 21 ἐποποιὸϲ — 22 καταλογάδην om. A 21 ἱϲτορίαν om. V 22 Ἡρωϊκῶν Eudoϲ., e Zos. 5, 29 Kust. ξ΄] ἕξ ed. pr. 23 λειότεροϲ GM ἔνθα — 28 ὤν om. A 24 προὔλειπε VM ec 25 τι] τιϲ V 27 ἕνεκα G ὅνοϲ Κνίδιοϲ GM: ὀνόμ(α)τ Κνίδιοϲ V ὀνοκίνδιοϲ e sch. Kust. 29 Πιϲέα Mec)
123

1469 Πειϲιανάκτειοϲ ϲτοά: ἥτιϲ ἀπὸ Πολυγνώτου ζωγράφου Ποικίλη κληθεῖϲα.

1470 Πειϲίαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1471 Πειϲιθάνατοϲ ὁ Ἡγηϲίαϲ ἐλέγετο.

[*](Suid.)

1472 Πεῖϲιν: τὴν πειθώ. ἡ εὐθεῖα ἡ πεῖϲιϲ.

[*](Δ)

1473 Πειϲιόνη: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1474 Πειϲίϲτρατοϲ: ὄνομα κύριον. καὶ ζήτει ἐν τῷ ϲφακελιϲμόϲ.

[*](Δ)

1475 Πείϲματα: τὰ ἀγκύρια, ϲχοινία. παρὰ τὸ πείθεϲθαι δι᾿ αὐτῶν [*](Σ) τὴν ναῦν.

1476 Πειϲόμενον: παθεῖν μέλλοντα.

[*](Σ)

1477 Πείϲονται: πάθωϲιν.

[*](Σ)

1478 Πείϲων, Πείϲωνοϲ· εἷϲ ἦν τῶν παῤ Ἀθηναίοιϲ λ΄ [*](Harp. + Δ) τυραννηϲάντων.

1479 Πειϲτέον: δεῖ πείθεϲθαι.

[*](Δ)

1480 Πειϲτήρ: ὁ ὑπήκοοϲ.

[*](Δ)

1481 Πῇ: ποῦ. εἰϲ τίνα τόπον. πῇ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγειϲ; [*](Σ) Ὅμηροϲ.

1482 Πηγάζω· αἰτιατικῇ.

[*](Synt.)