Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1403 Πετρήεϲϲα: πετρώδηϲ, βαθεῖα.

[*](Σ)

1404 Πέτρα: πόλιϲ.

[*](Δ)

1405 Πετρόβολον: ἡ τοῦ μηχανήματοϲ ἀλκὴ τοῦ πετροβόλου, τοῦ [*](Ε) κατὰ τὴν πολιορκίαν τῆϲ Ἰουδαίαϲ ὑπὸ Οὐεϲπεϲιανοῦ, τοιάδε τιϲ ἦν· πληγεὶϲ γάρ τιϲ ὑπ᾿ αὐτοῦ τῶν περὶ τὸν Ἰώϲηπον τῶν ἀνὰ τὸ τεῖχοϲ, ἀπαράϲϲεται τὴν κεφαλὴν ὑπὸ τῆϲ πέτραϲ καὶ τὸ κρανίον ἀπὸ τριῶν ἐϲφενδονήθη ϲταδίων. γυναικόϲ τε μεθ᾿ ἡμέραν ἐγκύμονοϲ πληγείϲηϲ τὴν γαϲτέρα, προῄει δὲ νέον ἐξ οἰκίαϲ, ἐξέϲειϲεν ἐφ᾿ ἡμιϲτάδιον τὸ βρέφοϲ. τοϲαύτη ἦν τοῦ λίθου βία. τῶν οὖν ὀργάνων φοβερώτατοϲ ὁ ῥοίζοϲ, τῶν δὲ βαλλομένων ἦν ὁ ψόφοϲ.

1406 Πέτροϲ, ὁ ῥήτωρ, ὁ καὶ μάγιϲτροϲ καὶ ἱϲτορικόϲ, πρεϲβευτὴϲ [*](Ε + Hesy.) ὡϲ Χοϲρόην ϲταλεὶϲ μάλα ἐμβριθήϲ τε ἦν καὶ ἀνάλωτοϲ ἐν τῷ ῥητορεύειν, τῷ καταμαλάξαι φρονήματα βαρβαρικὰ ϲκληρά τε καὶ ὀγκώδη. ἐγραψεν ἱϲτορίαν καὶ περὶ πολιτικῆϲ καταϲτάϲεωϲ.

1407 Πέτροϲ ὁ Μογγόϲ, Ἀλεξανδρείαϲ μὲν ἧν επίϲκοποϲ, αἱρετικὸϲ [*](EV) κὸϲ δὲ διάπυροϲ· Εὐφήμιοϲ δὲ ὁ πατριάρχηϲ ζηλωτὴϲ ἦν τῆϲ ὀρθοδόξου πίϲτεωϲ.

1408 Πέτροϲ· οὗτοϲ ἦν ὲπὶ Ἰουϲτινιανοῦ, ἔφθαϲε δὲ καὶ μέχρι μαγίϲτρου [*](Ε) γενέϲθαι· ὃϲ ἀεὶ καὶ καθημέραν τοὺϲ βαϲιλεῖϲ κλοπαῖϲ ἀμυθήτοιϲ ἀπέκναιε. πρᾶοϲ μὲν γὰρ ἦν, καὶ ὡϲ ἥκιϲτα ὑβρίζειν εἰδώϲ, κλεπτίϲτατοϲ δὲ ἁπάντων ἀνθρώπων καὶ ῥύπου αἰϲχροῦ ἀτεχνῶϲ ἔμπλεωϲ.

[*](1397 Πεττοὶ—ταβλίζουϲι ═ P, Ba 342, 1, H cf. Zon. 1530, Et. M. 666, 16 καλὸν sq. Astramps. 1398 cf. sch. Ν 140 1400 Astramus. 1401 cf. Amhr. 612 1403 ═ P, Ba 341, 25 cf. sch. δ 844, Ambr. 488, Et. Gen. 1405 los. Bell. 3, 245 —7 1406 πρεϲβευτὴϲ—ὀγκώδη Men. Prot. fr. 12, FHG 4, 218 ═ ES 20, 9—11 cf. Byz. Zt. 21, 391 1407 Georg. 623, 19—21 EV 1,s 134, 16—18 1408 Proc. h. a. 24, 22—3)[*](1406 Men. cf. v. Ε 958)[*](AG: ζ΄ καὶ VM 2 ταυλίζουϲι G cf. p. 116, 18 4 καθὰ] καθὰ A(GFVM) 5 τὰϲ] τὰ Gutschmid διετάξαντο G: φήμαϲ vel simil. suppl. Bhd. 1492 ante 1401 GM, ordo poscit 1404 om. FV post 1402 καὶ praemisso GM; gl. extra ord. 16 ἐϲφενδονίϲθη GV 17 προϲήει A 20 καὶ alt.— 30. 31 ἐμπλεωϲ om. F 20 καὶ alt. om. V πρεϲβύτεροϲ V 23 ἱϲτορίαϲ ed. pr. 25 ῆν post δὲ transpos. GVM)
118

1409 Πέτροϲ Βαρϲύμηϲ· ζήτει ἐν τῷ δεξιόϲ.

[*](Δ)

1410 Πευθήν, Πευθῆνοϲ: ὁ μανδάτωρ.

[*](Δ)

1411 Πευκαλίμη: φρόνιμοϲ.

[*](Auth.)

1412 Πεῦκαι: λαμπάδεϲ, δᾷδεϲ. αἱ δ᾿ αὐταὶ καὶ φέγγοϲ ἐδᾳδούχουν περὶ παϲτῷ πεῦκαι, καὶ φθιμένῃ νέρθεν ἔφαινον ὁδόν. καὶ παροιμία· [*](Prov.) Πεύκηϲ τρόπον, ἐπὶ τῶν πανωλεθρίᾳ ἀπολλυμένων. ἐπεὶ ἡ πεύκη κοπεῖϲα οὐκ ἀνίηϲιν ἔτι βλαϲτόν.

[*](Δ)

1413 Πευκελαῶτιϲ: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ)

1414 πευκήεντα.

[*](Δ)

1415 πεύϲῃ: ἀντὶ τοῦ ἐρωτήϲειϲ, μαθήϲῃ, ἀκούϲειϲ. καὶ Πεύϲομαι, [*](Σ) ἐρωτήϲω.

[*](Σ)

1416 Πεφαϲμένον: εἰρημένον, ἢ πεφανερωμένον.

[*](Harp.)

1417 Πεφαϲμένοϲ: ἀντὶ τοῦ γεγενημένοϲ. Λυκοῦργοϲ· Λυϲίαϲ δὲ πεφαϲμένοϲ ἀντὶ τοῦ φανερῶϲ λέγει.

[*](Soph.)

1418 Πεφαϲμένου: φανεροῦ γενομένου. πεφαϲμένου δέ, τίϲ ποθ᾿ ἡ προθυμία;

[*](Σ)

1419 Πεφενάκικεν: ἠπάτηϲεν.

[*](Σ)

1420 Πεφειϲμένοι: φειδόμενοι,

[*](Σ)

1421 Πέφηνεν: ἐφανερώθη.

[*](Δ)

1422 Πεφήϲεται: ἀναιρεθήϲεται. Πεφιδήϲεται δέ, φείϲεται.