Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

21 ᾨδηκώϲ: οἰδήϲαϲ. φυϲήϲαϲ.

[*](Σ)

22 Ὠδίν, ὠδῖνοϲ. ταῖϲ ὠδῖϲι. καὶ Ωδίνω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ Synt)

23 Ὠδίϲ: ἡ ἐκ τοῦ τοκετοῦ ὀδύνη. ὁ δὲ ἐξειπεῖν τὴν ὠδῖνα, ἣν [*](Σ) ἐκύει, οὐκ ἐτόλμα, τὴν ἐλπίδα τοῦ ἴϲωϲ ἄν ποτε τυχεῖν ἐν τῷ κρύπτειν [*](Ε) ὑποθάλπων ἄρα ἐκεῖνοϲ.

24 Ὠδῖνεϲ θανάτου καὶ παγίδεϲ: οἱ θανατηφόροι κίνδυνοι. [*](Thdr.) Δαβίδ· ὠδῖνεϲ ἅδου περιεκύκλωϲάν με· προέφθαϲάν με παγίδεϲ θανάτου. Ὠδῖνεϲ καλοῦνται αἱ πρὸ τοῦ τοκετοῦ τῆϲ τικτούϲηϲ ὀδύναι. [*](13 ═ P, Ba 420, 22 cf. H, Zon. 1881, Et. M. 820, 38 14 ═ P cf. Bk. 116, 29. οὕτωϲ ═ sch. A 181, Apion cf. Et. M. 820, 42; Moer. 214, 29; Crat. fr. 54; Ar. fr. 348; Eup. fr. 257 15 ═ P, Ba 420, 25 cf. H 13 ═ Ambr. 31 17 sch. Ar. Av. 143 18 ═ P cf. Bk. 317, 32 19 cf. Σc, aliter Ambr. 26 20 πεφυϲιωμένον cf. Ambr. 33. ᾠδηκόϲ τε sq. Dam fr. 35 21 ═ P, Ba 420, 26 cf. Moer. 214,15; Ambr. 33 22 — ὠδῖνοϲ cf. Ambr. 27 Ὠδίνω sq. ═ Synt. Gud. An. Ox. 4, 306, 30 et 307, 6 23 ὀδύνη ═ P, Ba 420, 27 Et. M. 821, 8 ὁ sq. Aelian fr. 306 24 — θανάτου Thdr. in Ps. 17, 6, P G 80 973 c. Ὠδῖνεϲ καλοῦνται sq. Thdr. in Ps. 114, 3, PG 80, 1797 b) [*](13 cf. v. Ε 149 23 cf. v. Ε 696) [*](3 οὐ 8 ἀϲπίδα] δαϲυνόμενον ϲημαίνει οὕτωϲ, ψιλούμενον δὲ ϲημαίνει τὸ A(GFSM) ἐνθάδε F 5 ψηφολόγιον Phot. ψηφολογεῖον Kust. 9 οὕτωϲ A 10 ὠγκοῦται G 11 κακοδαιμονέϲτατε GSac 13 εἰϲ τὸ] ὡϲ F 14 ἔϲτι—αὐτῷ] ἐν αὐτῷ δέ ἐϲτι A 20 om. F 17 πεφυϲιωμένον] γρ. πεφυϲημένον M cf. Ambr. 19 καταϲκευάζει G 23 Ὠδίνω M; Ὠχδύνω G 23 extra ord. 24 ὁ — p. 606, 2 ϲυμφοραί om. F)

606
τοιγαροῦν ἐκ τῆϲ μεταφορᾶϲ ταύτηϲ ὠδῖνεϲ ᾅδου προϲαγορεύονται αἱ αὐτῷ προϲπελάζειν τῷ θανάτῳ παραϲκευάζουϲαι ϲυμφοραί.

[*](x + E)

25 Ὤδινον: ἐνεκυμόνηϲαν, ἀπέτεκον. ὁ δὲ ἦν πλούτῳ καὶ γένει διαφαπήϲ. οὐκοῦν οἱ πολῖται ὤδινον κατ᾿ αὐτοῦ φθόνον γενναῖον.

[*](x + Σ)

26 Ὠδίνων τὴν καθ᾿ ἡμῶν λοιδορίαν ἄθροῦν ἐξέχεαϲ: ἀντὶ τοῦ ἀθρόωϲ, ὁμοῦ.

[*](Δ)

27 Ὡδί πῃ, καὶ Ὡδί πωϲ.

[*](Anth.)

28 ᾨδόν: ᾠδικὸν, ψάλτην. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· χάλκεον ἱδρύϲαϲ ᾠδὸν ὑπὲρ κιθάραϲ.

[*](Thdr.)

29 Ὡδοποίηϲεν: ἀντὶ τοῦ οὐκ ἐκώλυϲε τῇ φιλανθρωπίᾳ τὴν τιμωρίαν, ἀλλ᾿ ἔδωκε χώραν τῇ δικαίᾳ παιδείᾳ. ὡδοποίηϲε τρίβον τῇ ὀργῇ αὐτοῦ.

[*](Δ)

30 Ὠδώδει: ἔπνει.

[*](Δ)

31 Ὦ δύϲατο: ὠργίϲθη.

[*](Soph.)

32 Ὦ δύϲμοῤ Δἶαν, οἷοϲ ὢν οἵωϲ ἔχειϲ. ὡϲ καὶ παῤ ἐχθροῖϲ ἄξιοϲ θρήνων τυχεῖν.

[*](Σ (Δ))

33 ᾬετο: ὑπελάμβανεν.

[*](Δ)

34 Ὤζεϲαν: προϲώζεϲαν.

[*](Soph.)

35 Ὦ Ζεῦ, τί ταῦτα; πότερον εὐτυχῆ λέγω; ἢ δεινὰ μέν, κέρδη δέ; λυπηρῶϲ δ᾿ ἔχει, εἰ τοῖϲ ἐμαυτῆϲ τὸν βίον ϲῴζω κακοῖϲ: ὡϲ μὲν γυνὴ κεκίηται ἐπὶ τῷ πάθει, πρὸϲ δὲ τὸν κίνδυνον ἀποβλέπουϲα ἥδεται.

[*](Σ)

36 ῼήθηϲαν: ἐνόμιϲαν.

[*](Prov.?)

37 Ὦ Ἡράκλειϲ, τί μαίνῃ: τοῦτο λεχθῆναι ὑπὸ τῶν Ἀργοναυτῶν φαϲιν, ἀνακαλούντων τὸν Ἡρακλέα ἀπολειφθέντα αὐτῶν κατὰ βούληϲιν τῆϲ Ἥραϲ.

[*](Δ)

38 Ὠΐγνυν το: ἀνεῴχθηϲαν.

[*](Δ)

39 Ὤϊξεν: ἤνοιξεν.

[*](Ar.)

40 Ὦ θαυμαϲτὰϲ ἐξευρίϲκων ἐπινοίαϲ.