Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

161 Ὡράτιοϲ: ὄνομα κύριον. ὁ δὲ Ὡράτιοϲ λελωβημένοϲ ἦν τὰ [*](Δ) ϲκέλη ὑπατείαϲ τε οὐκ ἔτυχεν οὔτε ἐν πολέμῳ οὔτε ἐν εἰρήνῃ διὰ [*](Ε) τὴν ἀχρηϲτίαν τῶν ποδῶν.

162 Ὠρατίωνα.

[*](Δ)

163 Ὠργαϲμένοϲ: ἀντὶ τοῦ μεμαλαγμένοϲ, ἀναδεδευμένοϲ. Πλάτων [*](Σ) Θεαιτήτῳ· ὅταν μὲν ὁ καιρόϲ του ἐν τῇ ψυχῇ βαθύϲ τε καὶ πολὺϲ καὶ λεῖοϲ καὶ μετρίωϲ ὠργαϲμένοϲ. Ὀργάζειν δὲ κυρίωϲ τὸ ταῖϲ χερϲὶ τὸν πηλὸν ἀναδεύειν καὶ φυρᾶν.

164 Ὠργυωμένοιϲ: ἐκτεταμένοιϲ, ἐπιθυμοῦϲιν.

165 Ὤργων· οἱ δὲ καὶ προϲκτήϲαϲθαι τὴν ἀλλήλων δόξαν ϲπουδὴν ποιούμενοι ὤργων. καὶ αὖθιϲ· οἱ δὲ ὤργων τοῖϲ πολεμίοιϲ ὁμόϲε [*](Ε) ἰέναι.

[*](159 Φαινεβύθεωϲ cf. Steph. Byz. v. Φενέβηθιϲ Αἰγύπτιοϲ Ἰϲίδρον Dam. fr, 177 ὁ δὲ— μεταϲτάϲεωϲ Dam. fr. 104 161— κύριον ═ Zon. 1890 ὁ sq. App. Bas. fr. 10 162 ═ Ps. Herodian. 197 cf. Ambr. 163 163 — με μαλαγμένοϲ Tim. ═ H. Pl. Theaet. 194 c. Ὀργάζειν sq. cf. H v. ὀργάϲαι, Et. M. 629, 34, Erotian p. 102, 1 164 cf. H v. ὤργων 165 l. cf. Zon. 1893, H οἱ alt. sq. Proc. Bell. 8, 8, 5)[*](159 Dam. fr. 177 cf. v A 4010 161 cf. vv. A 4717 et 0 499 163 cf. vv. Μ 813 et 0 517 164 ex. v. 0 522)[*](1 Φενεβήθεωϲ ex Steph. Bhd. cf. Pap. Cair. Inst. arch. fr. or. Bull. 1914 Ar(GSM) 176 Πανοπλίτου G 2 καὶ] τῇ temere Kust. ἐν] ἐπὶ S (ter) 3 ὑπομνή ματα G 6 Αἰγύπτιοϲ sq.] ἀϲύντακτα mg. add. M cf. v. A 4010 8 πέμπει om. G δηλοῦντα Bhd. 14 αὐτομολήϲοι G 16 γὰρ om. S εἵλετο ASM εἶναι G 17 ἔτι del. Bhd. ἐπὶ om. S 19 ἢ—ἴϲωϲ om. AS ss. M 20 Ὠράϲ G 28 ἀναδύειν καὶ φυροῦν G 164 om. S post 165 A 29 Ὠργωμένοιϲ A cf. Hes.)
616
[*](Σ)

166 Ὧραι: καιροί.

[*](Ar.)

167 Ὧραι· Προδίκου βιβλίον ἐπιγραφόμενον Ὧραι, ἐν ᾦ πεποίηκε τὸν Ἡρακλέα τῇ ἀρετῇ καὶ τῇ κακίᾳ ϲυντυγχάνοντα, καὶ καλούϲηϲ ἑκατέραϲ ἐπὶ τὰ ἤθη αὐτῆϲ, προϲκλῖναι τῇ ἀρετῇ τὸν Ἡρακλέα καὶ τοὺϲ ἐκείνηϲ ἱδρῶταϲ προκρῖναι τῶν προϲκαίρων τῆϲ κακίαϲ ἡδονῶν.

[*](Σ?)

168 Ὡραιοκόμοϲ: ὁ τοῦ κάλλουϲ ἐπιμελούμενοϲ.

[*](Σ?)

169 Ὡραιοπολῶ: τὸ μετὰ τῶν νέων ἀναϲτρέφομαι.

[*](Δ)

170 Ὡραῖοϲ: ὁ εὔμορφοϲ.

[*](Δ)

171 Ὠραίχου.

[*](Σ)

172 Ὠρέξατο: ἐξέτεινεν.

[*](Δ)

173 Ὠρεόϲ: τόποϲ.

[*](Σ)

174 Ὧρεϲ: αἱ γυναῖκεϲ.

[*](Δ? V)

175 Ὠρείθυια: ὄνομα Νηρηΐδοϲ. Ὀμηροϲ· Μαῖρα καὶ Ὠρείθυια ἐϋπλόκαμόϲ τ᾿ Ἀμάθεια. τοῦ Βορέου ἐρωμένη.

[*](Δ)

176 Ὠρείτηϲ: ἀπὸ τόπου τοῦ Ὠρροῦ.

[*](Δ)

177 Ὠρεῖον: τὸ ταμιεῖον. ὅτι ἐν τῷ καλουμένῳ Ὠρείω, ὅ ἐϲτι μόδιοϲ, ἔνθα νῦν ἵϲτανται κίονεϲ πρὸ τοῦ οἴκου τοῦ Κρατεροῦ, ὃϲ νῦν ἐϲτι τοῦ μυρελαίου, ἵϲτατο μόδιοϲ χαλκοῦϲ. καὶ ζήτει περὶ τούτου ἐν τῷ Μαναῖμ.

[*](Δ)

178 Ὡρήβ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

179 Ὠρημάτων: φυλαγμάτων.

[*](Σ)

180 Ὠρήϲϲονται: φυλάϲϲονται.