Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Thuc.)

842 0ὐκ ἀδύνατοι· ὅτι τὸ οὐκ ἀδύνατοι μεϲότητόϲ ἐϲτι ῥῆμα, οἷον οὔτε τελείωϲ δυνατοὶ οὔτε ἀϲθενεῖϲ.

[*](Σ)

843 Οὐκ ἀθεεί: οὐ χωρὶϲ θείαϲ προνοίαϲ.

[*](Σ)

844 0ὐ καθέϲτηκεν: οὐ νήφει, μαίνεται.

[*](Σ)

845 0ὐκ ἄλλωϲ ποιεῖται: ἀντὶ τοῦ οὐ μάτην.

[*](Ar.)

846 0ὐκ ἂν ἀποδοίηϲ; οὐχ, ὅϲον γ᾿ ἐμοί γ᾿ εἰδέναι: ἀντὶ τοῦ ἐν ὅϲῳ ἐν ἐμαυτῷ εἰμι καὶ οἶδά τι. τουτέϲτιν αἰϲθάνομαι.

[*](Ar.)

847 0ὐκ ἀναϲχήϲομαι: τινὲϲ τοῦτο ὡϲ ἔκφυλον νομίζουϲιν· ἐχρήϲατο δὲ αὐτῷ καὶ Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Ἀριϲτοκράτουϲ. οὐ δεῖ οὖν μόνον λέγειν ἀνέξομαι.

[*](Σ)

848 0ὐκ ἂν δύναιο γαϲτρὶ πενθῆϲαι νέκυν· καὶ Ὅμηροϲ· γαϲτέρι δ᾿ οὔπωϲ ἐϲτὶ νέκυν πενθῆϲαι Ἀχαιούϲ.

[*](Prov.)

849 0ὐκ ἄνευ γε Θηϲέωϲ: Θηϲεὺϲ καὶ τῷ Μελεάγρῳ ϲυνηγωνίϲατο πρὸϲ τὴν θήραν τοῦ κάπρου καὶ τῷ Πειριθόῳ κατὰ τῶν Κενταύρων καὶ τῷ Ἡρακλεῖ πρὸϲ τὰϲ Ἀμαζόναϲ. ὅταν οὖν θαυμαϲτόν τι πραχθῇ, οὐκ ἄνευ γε Θηϲέωϲ λέγεται.

[*](Phil.)

850 0ὐκ ἄνευ τινόϲ: τοῦτο τριχῶϲ λέγεται. ἢ γὰρ τὸ μήτε βλάπτον μήτε ὠφελοῦν. ὡϲ λέγομεν, οὐκ ἄνευ ϲκιᾶϲ τὸ ἐν φωτὶ ϲῶμα. ἢ τὸ ἐξ ἀνάγκηϲ, ὡϲ ὄργανον ἢ τι τοιοῦτον· ὡϲ λέγομεν, ἠρίϲτευϲεν Ἀχιλλεύϲ, ἀλλ’ οὐκ ἄνευ τῆϲ μελίαϲ (πρὸϲ τὴν ἀριϲτείαν οὐ γὰρ ἠδύνατο γυμνὸϲ ἀριϲτεῦϲαι. ἢ τὸ πάθοϲ ἐμποδίζον· ὡϲ λέγομεν, ἐν χειμῶνι πλεύϲαϲ ἐϲώθη, ἀλλ’ οὐκ ἄνευ κινδύνου.

851 0ὐκ ἂν ὀρθῶϲ, καὶ ἑξῆϲ. οὕτωϲ δὴ ἀναγνωϲτέον· οὐκ ἂν ὀρθῶϲ προϲενέγκῃϲ, ὀρθῶϲ δὲ μὴ διέλῃϲ, ἥμαρτεϲ· ἡϲύχαϲον.

[*](Ar.)

852 Οὐκ ἀξιῶ: οὐχ ὑπολαμβάνω, οὐκ ἄξιον νομίζω.

853 0ὐκ ἀπεικόϲ: οὐκ ἄτοπον, ἄξιον, ὀφειλόμενον, πρέπον, ὅμοιον. εἰκὸϲ δέ ἐϲτι παρὰ τὸ ἐοικόϲ· εἶτα ἀπεικόϲ, τὸ ἀπρεπέϲ, τὸ ἀνόμοιον. [*](840 — προρρέειν sch. Ar. Av. 581; Φ 366, ἀντὶ sq. cf. sch. Φ 366 841 cf. Paroem. ed. Gsf. 87 n. 722 842 sch. Thuc. 1, 25, 4 843 ═ P, Ba 322, 6 cf. H, sch. ϲ 352 844 ═ P, Ba 322, 7 845 Tim. ═ P cf. sch. Pl. Phaedr. 232a (Schanz) 846 — τι Ar. Nu. 1252 c sch. 847 sch. Ar. Ach. 297 848 — νέκυν ═ P; fr. trag. ad. 331; Ael. D. attr. Wentzel. γαϲτέρι sq. Τ 225 849 cf. Paroem. ed. Gsf. 88 n. 731 850 Philop. 45, 25—31 851 οὐκ alt. sq. Gen. 4, 7 852 sch. Ar. Eq. 182 853 ═ H, Cyrill.) [*](840 cf. vv. Ε 299 et Θ 105 852 cf. v. Α 2824 853 cf. 981, vv. Α 3120, ΕΙ 83 Η 174, Ω 250) [*](A(GFSM))[*]( 1 Ὅμηροϲ—2 δύναται om. F 841—2 om. A 3 φροντίδων S 5 ὅτι — ἀδύνατοι om. F 10 γ᾿ pr. om. A 11 αὐτῷ G 12 τινὲϲ — 13 Ἀριϲτοκράτουϲ om. F 13 Ἀριϲτοκράτουϲ] Τιμοκράτουϲ sch., utrumque vitiosum 15 πενθοῦϲαι F πενθοῦϲα S καὶ om. A 16 ἀρχαίουϲ S cf. p. 524, 24 21 τοῦτο — 26 κινδύνου om. F 21. 22 μήτε βλάπτον om. A 24 πρὸϲ τὴν ἀριϲτεία om. G 851 om. AF 27 0ὐκ — ἑξῆϲ om. S οὕτω G οὐκ] τό, οὐκ S)

583
καὶ λοιπὸν τὸ οὐκ ἀπεικόϲ, διὰ δύο ἀρνήϲεων μία ϲυγκατάθεϲιϲ· ὡϲ τὸ ἥκιϲτα, οὐδαμῶϲ· οὐχ ἥκιϲτα, τὸ μάλιϲτα.

854 0ὐκ ἀπεικότωϲ: ἀντὶ τοῦ εὐλόγωϲ καὶ εὐπροϲώπωϲ.

[*](Thuc.)

855 0ὐκ ἀποδύϲῃ τὼν νυκτῶν, ἢν οἴκοι γε καθεύδῃϲ, [*](Ar.) οὐδʼ ἤν γε θύραζ᾿, ὥϲπερ πρότερον.

856 0ὐκ ἀπολιβάξειϲ: ἀντὶ τοῦ οὐκ ἐϲ κόρακαϲ καὶ Λιβύην [*](Ar.) ἀποφθερῇ. ἀπὸ τοῦ λιβάϲ, ὅ ἐϲτιν ἡ ϲταγών· ἦϲ οὐδὲν ταχύτερον ἐν τῷ πίπτειν. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐκ ἀπολιβάξειϲ, ὦ κάκιϲτʼ ἀπολούμενοϲ;

857 Οὐκ ἀπορρυήϲεται: οὐκ ἀποπεϲεῖται.

[*](Ps.)

858 Οὐκ ἀποϲτατῶ φίλων: ἀντὶ τοῦ οὐ χωρίζομαι φίλων.

[*]( Ar.)

859 0ὐκ ἄπο τρόπου: οὐ πόρρω τρόπου.

[*](Σ)

860 0ὐ κατὰ κόϲμον: οὐ κατὰ τὸ πρέπον.

[*](Σ)

861 Οὐ καταϲχὼν τῆϲ χαρᾶϲ παρελύθην ἀθρόον τοὺϲ τόνουϲ τοῦ [*](Metaphr.) ϲώματοϲ.