Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

622 Ὀρόνταϲ: ὄνομα κύριον. καὶ Ὀρόντηϲ, ποταμόϲ.

[*](Δ)

623 Ὀρονδάτηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Suid.)

624 Ὀρόντηϲ ὥϲπερ οὖν Ὀρόντηϲ φαϲὶ τὸν Πέρϲην εἰπεῖν, ὅτι τῶν δακτύλων ὁ μικρότατοϲ καὶ μύρια ϲημαίνει καὶ ἕνα ἀριθμόν· οὕτω. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ἀρβαζάκιοϲ.

[*](Harp.)

625 Ὅροϲ: οὕτωϲ ἐκάλουν οἱ Ἀττικοὶ τὰ ἐπόντα ταῖϲ ὑποκειμέναιϲ οἰκίαιϲ καὶ χωρίοιϲ γράμματα, ἃ ἐδήλουν, ὅτι ὑπόκεινται δανειϲτῇ. οὕτωϲ Δημοϲθένηϲ καὶ Μένανδροϲ.

[*](Thdr.)

626 Ὄροϲ· παρὰ τῇ θείᾳ γραφῇ ὄροϲ ἄγιον πάλαι μὲν τὸ Σιών, νῦν δὲ τὸ τῆϲ θεογνωϲίαϲ ὕψοϲ. καὶ ὁ Ἀπόϲτολοϲ δέ. λύϲιϲ ὀνείρου· On. ὄρει προϲέρπειν πραγμάτων δηλοῖ βίαν.

[*](Phil.)

627 Ὅροϲ· ὅροϲ ἐϲτὶ λόγοϲ κατ᾿ ἀνάλυϲιν ἀπαρτιζόντωϲ ἐκφερόμενοϲ· ἢ ἡ ἀπόδοϲιϲ. ὑπογραφὴ δέ ἐϲτι λόγοϲ τυπωδῶϲ εἰϲάγων εἰϲ τὰ πράγματα, ἢ ὅροϲ ἁπλούϲτερον τὴν τοῦ ὅρου δύναμιν προϲενηνεγμένοϲ. διαφέρει δὲ ὅροϲ ἀποδείξεωϲ. καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀπόδειξιϲ.

[*](Σ)

628 Ὀροφὴ καὶ Ὄροφοϲ: ἡ ϲτέγη. καὶ θηλυκῶϲ καὶ ἀρϲενικῶϲ. [*](Ar.) οὐ πρὸϲ τὸν ὄροφον ἀνατενῶ τὰ Περϲικά, Ἀριϲτοφάνηϲ. καὶ ἐν Σφηξίν· ὀροφὴν θέαϲαι.

[*](Etym.)

629 Ὀρούω: τὸ ὁρμῶ.

[*](Σ)

630 Ὀροφοιτῶντα: εἰϲ ὄρη περιερχόμενον.

[*](Σ)

631 Ὀρρωδεῖ: φοβεῖται. κυρίωϲ μὲν ὀρρωδεῖν ἐπὶ τοῦ τῶν ἀλόγων [*](Ar.) δέουϲ. πεποίηται δὲ παρὰ τὸ ϲείοντα τὴν οὐρὰν δηλοῦν τὸ δέοϲ· ἢ παρὰ τὸ ἐγκρύπτειν τῷ μέρει τούτῳ τὰ αἰδοῖα κατὰ τὴν τοῦ δέουϲ διάθεϲιν· ἢ ὅτι τῶν φοβουμένων εἴωθεν ὁ ὄρροϲ πρῶτοϲ ἱδροῦν. ἔϲτι τὸ ὀρρωδεῖν ἀπὸ τοῦ ὄρρου, ὅ ἐϲτι μεϲοπύγιον τῆϲ περιϲτερᾶϲ. ἔϲτι γὰρ τρομερὸν τὸ μέροϲ.

[*](622 — κύριον cf. Ambr. 441. Ὀρόντηϲ sq. ═ Ambr. 460, Ps. Herodian. 102 cf. Nicet. p. 657 623 cf. Ambr. 440 625 Harp. ═ P cf. Bk. 285, 12; Dem. 41, 6 Men. com. fr. 390 626 — δέ alt. Thdr. in Ps. 98, 9, PG 80, 1668c d; Hebr. 12, 22 ὄρει sq. Astramps. 627 — προϲενηνεγμένοϲ Laert. 7, 60 628 — ϲτέγη ═ P, Ba 321, 2 cf. Ps. Herodian. 102, sch. Ar. Lys. 229; H ═ Zon. 1467 καὶ θηλυκῶϲ sq. sch. Ar. Nu. 173; Ar. Lys. 229 et Vsp. 1215 629 ═ An. Ox. 1, 313, 10 (unde Et. M. 632, 49), 2, 425, 25, Ps. Herodian. 102 cf. Ap. S. 123, 3 630 ═ Σa, P, Ba 321, 3 631 — φοβεῖται ═ P, Ba 321, 5 cf. Zon. 1472, H, gl. Dionys., Erotian. 66, 10 κυρίωϲ sq. sch. Ar. Pl. 122 cf. sch. Eq. 126)[*](624 ex v. Α 3752 626 Astramps. cf. v. Β 450 627 cf. vv. Α 1951 et 2929. διαφέρει sq. ex v. Α 3289)[*]((GTFSM))[*]( 622—3 inverso ord. GTM, ordo poscit 3 καὶ om. A, nov. gl. 4 Ὀροδάντηϲ GT 624 om. AFS 6. 7 Ἀρβάζακοϲ G 8 ὑπόντα GTM 9 ὑπόκειται S, qui iterum add. post οὕτωϲ 15 ἢ om. F 17 διαφέρει — ἀπόδειξιϲ om. AFS 628 om. F post 630 S 18 θηλυκὸν καὶ ἀρϲενικόν S cp. A 19 οὐ — 20 θέαϲαι om. S 19 καὶ om. G 629 om. AFS post 630 M, qui ord. corr. 22 Ὀρειφοιτῶντα S cf. 553 26 ὄρροϲ cett. ed. pr.: ὄροϲ cett. omnes 27 ὀρρωδεῖν ed. pr.: φοβεῖϲθαι omnes cf. vs. 23 28 τρομερὸν T, Bas.: τρομηρὸν rell. μέλοϲ F)
563

632 Ὀρρωδία: φόβοϲ. ἐκ τοῦ ὄρρου, ὅ ἐϲτι μέροϲ τῆϲ πυγῆϲ, ὁ [*](Σ + Ar.) καλούμενοϲ ταῦροϲ. ἅμα μὲν ὀρρωδία ἦν, μὴ ἄρα φθάϲαιεν ὀπίϲω [*](Ε) ἀναφυγόντεϲ.

633 Ὀρωρεχότεϲ: ὀρέγοντεϲ.

[*](Δ)

634 Ὁρῶ ϲε.

[*](Synt.)

635 Ὁρῷτο: βλέποιτο.

[*](Σ)

636 Ὄρπηξ: ἀρϲενικόν. κλάδοϲ. παρὰ τὸ ὀρούω· ἢ ὄρφηκέϲ τινεϲ [*](Σ) οἱ εἰϲ ὀροφὴν ἐπιτήδειοι.

[*](Ecl.)

637 Ὀρϲοθύρη: θύρα ἐν ὕψει τοῦ τοίχου.

[*](Σ)

638 Ὀρταλίχων: εἶδοϲ ὀρνέων οἱ ὀρτάλιχοι. ἢ ἀλεκτρυόνων. [*](| Ar.) Ὀρταλίχων, ὀρνέων νεογνῶν. ὄρνιθεϲ δροϲερῶν μητέρεϲ ὀρταλίχων.

[*](Anth.)

639 Ὀρτιάγων, Γαλάτηϲ· ὃϲ ἐπεβάλετο τῶν ἐν τῇ Ἀϲίᾳ βαϲιλεύων [*](EV) τὴν ἁπάντων τῶν Γαλατῶν δυναϲτείαν εἰϲ αὐτὸν μεταϲτῆϲαι καὶ πολλὰ πρὸϲ τοῦτο τὸ μέροϲ ἐφόδια προεβάλλετο καὶ φύϲει καὶ τριβῇ. καὶ γὰρ εὐεργετικὸϲ ἦν καὶ πολεμικὸϲ καὶ δυναμικὸϲ πρὸϲ πολεμικὰϲ χρείαϲ.

640 Ὀρτιάγοντοϲ· Ὀρτιάγοντοϲ ἐγεγόνει Παιδοπολίτηϲ προβαίνων [*](Ε) δὲ κατὰ τὴν ἡλικίαν δικαϲτὴϲ ἀπεδείχθη.

641 Ὀρτόβριγα: πόλιϲ. εἶδε πόλιν Ὀρτόβριγα δοκοῦϲαν κατὰ τὸ μέγεθοϲ [*](Δ (Ε)) καὶ τὸ πλῆθοϲ τῶν ἀνθρώπων ἐμβριθεϲτάτην εἶναι.

[*](Suid.)