Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ε)

602 Ὁρμητήριον· Πολύβιοϲ· τὸ δὲ φρούριον οἱ Παννόνιοι καταρχὰϲ τοῦ πολέμου λαβόντεϲ ὁρμητήριον ἐπεποίηντο καὶ εἰϲ ὑποδοχὴν τῶν λαφύρῳ ἐξῃρήκεϲαν. ἔϲτι δὲ ὁρμητήριον, ὅθεν τὰ πρὸϲ τὸν πόλεμον ἐξαρτύοντεϲ ἐξίαϲι μαχεϲόμενοι.

[*](Δ)

603 Ὁρμίζω: ἐπὶ ἀναπαύϲεωϲ, καὶ νηόϲ.

[*](Σ)

604 Ὁρμίϲκοϲ καὶ Ὅρμοι: περιτραχήλιοϲ κόϲμοϲ, ἐνώτια, χαλαϲτήρια.

[*](Δ)

605 Ὅρμον: λιμένα. Αἰλιανόϲ· ἀναπαυομένων καὶ ὁρμιζομένων [*](Ε) τὴν τελευταίαν ὅρμιϲιν τὸ θεῖον οὐκ ἀμελεῖ τῶν καλῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἀνδρῶν.

[*](597 (in Κ 4) cf. sch. Κ 28 598 cf. H, P, Ath. 2, 62 f, Phryn. Ecl. 110 sq. (et Praep. p. 41, 8), Poll. 1, 247 et 6, 54 599 cf. Ambr. 448, H 600 Ὁρμίζω — νηόϲ cf. Ambr. 547 601 Laert. 7, 85 — 7 602 l. cf. Ambr. 514 ═ Zon. 1468. τὸ — ἐξῃρήκεϲαν [Pοlyb.] fr. 64 603 cf. Ambr. 547 604 ═ P, Ba 320, 27 cf. H ═ Philop. diff.; Et. M. 631, 30 605 — λιμένα ═ sch. Α 435 cf. Lex. de sp., Et. M. 631, 30; H ═ Philop. diff. ἀναπαυομένων sq. Aelian. fr. 79)[*](598 cf. v Α 4297 600 cf. 603 603 cf, 600)[*](A(GFSM))[*]( 2 τῶν AF; τὰ τῶν GSM πάντα τὰ AFS: πάντων GM 5 Ὁρμάζω S 7 τὸ] τῷ M 8 αὐτῆϲ F 9 ϲύνεϲιϲ F 10 οὐ om. S 11 ἂν om. S 12 αὐτὴ καθ᾿ αὑτὴ S cf. Laert. 13 τὰ om. G ἁρμόζοντα A ὃν] ὃν ἂν G 14 διήλεγξεν S 15 κἀκεῖ G 16 φωτοειδῶϲ S γίνεται G, Laert. 20 τεχνίτηϲ Laert. οὕτωϲ Mec 22 γὰρ om. S 23 Πανόννιοι GSM 25 ἐξηρτύκεϲαν Hultsch τὸν om. G 603 om. A 28 Ὅρμοϲ F, Phot. 31 ὅρμηϲιν AacGFSMac)
561

606 Ὁρμώμενοϲ: προθυμούμενοϲ. λέγεται δὲ καὶ ὁ γενεαλογούμενοϲ. [*](Σ) ἐκ λόγων ὁρμώμενοϲ καὶ παιδείαϲ ὁ λογικὸϲ καὶ πεπαιδευμένοϲ.

607 Ὀρνειάϲ: πόλιϲ.

[*](Δ)

608 Ὄρνιθα· ζήτει ἐν τῷ αἶνοϲ. 

609 Ὀρνιθευομένου: μαντευομένου δι’ ὄρνιθοϲ.

[*](Σ)

610 Ὀρνιθευτήϲ: ὁ ὀρνιθοθήραϲ.

[*](Harp.)

611 Ὀρνιθεία: ἡ οἰωνομαντεία.

[*](Δ)

612 Ὀρνιθίαϲ· ὀρνιθίαϲ χειμὼν παρὰ Ἀριϲτοφάνει ὁ ϲφοδρὸϲ χειμών, [*](Ar.) ἐν ᾧ καὶ τὰ ὄρνεα διαφθείρεται. καὶ ἄνεμοϲ ὀρνιθίαϲ ὁ αὐτόϲ, ἤτοι ψυχρόϲ, ὁ ἐπὶ τὴν γῆν τὰ ὄρνεα ϲτρωννὺϲ ὑπὸ τῆϲ ψυχρᾶϲ πνοῆϲ. ἢ διὰ τὸ χειμῶνοϲ τὰ ὄρνεα ταῦτα φαίνεϲθαι.

613 Ὀρνιθοθήραϲ: ὁ τοὺϲ ὄρνιϲ θηρεύων.

614 Ὀρνιθοκομεῖον: τὸ τὰϲ ὄρνιθαϲ ἔχον οἴκημα.

[*](Δ)

615 Ὄρνιϲ: ἡ κληδών, τὸ μάντευμα. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· δέχου [*](Ar.) τὸ ἄνδρα καὶ τὸν ὄρνιν τοῦ θεοῦ. τουτέϲτι τὸ ϲύμβολον· κοινῶϲ γὰρ πᾶν ϲύμβολον ἐφεκτικὸν ἢ προτρεπτικὸν ὄρνιν ἐκάλουν. ὄρνιϲ, ἐπιφώνηϲιϲ, πταρμόϲ, καὶ τὰ ὅμοια. καὶ αὖθιϲ· οὐδεὶϲ ἄῤ οἶδε τὸν θηϲαυρὸν τὸν ἐμόν, πλὴν εἴ τιϲ ὄρνιϲ. παροιμιακὸν τοῦτο, οὐδεὶϲ οἶδε τί ὡμίληϲα, πλὴν εἴ τιϲ ὄρνιϲ. ἐπὶ τῶν ἀγνώϲτων. καὶ αὖθιϲ· οὐδείϲ με θεωρεῖ, πλὴν ὁ παριϲτάμενοϲ ὄρνιϲ. καὶ αὖθιϲ· ὄρνιν νομίζετε πάνθʼ ὅϲα μαντείαϲ διακρίνει· φήμη γὰρ ὑμῖν ὄρνιϲ ἐϲτι, πταρμόν τʼ ὄρνιθα καλεῖτε, ξύμβολον φωνήν, θεράποντα, καὶ ὅϲα περὶ μαντείαϲ, ὄνον ὄρνιν. καὶ τὸ πληθυντικὸν τοὺϲ ὄρνιϲ.

[*](Δ?)

616 Ὄρνυται: ὁρμᾷ.

[*](Σ)

617 Ὀροάνδηϲ, Ὀροάνδου: ὄνομα κύριον

618 Ὄροβοϲ: εἶδοϲ κριθῆϲ.

[*](Δ)

619 Ὀρόδαμνοϲ: ἡ παραφυάϲ.

[*](Δ)

620 Ὀρόν: τὸν ὀρόν, τουτέϲτι τὸ ϲπέρμα τοῦ κανθάρου.

[*](Ar.)

621 Ὄρον: ϲκεῦόϲ τι γεωργικόν, ὡϲ Ἰϲαῖοϲ δηλοῖ. μήποτε μέντοι [*](Harp.) [*](606 — γενεαλογούμενοϲ ═ Σa, P cf. H, Zon. 1470 ἐκ sq. Dam. fr. 203 607 cf. Ambr. 480 ═ H (in Β 571) 609 ═ P, Ba 320, 29 610 Harp. ═ P, H sch. Ar. Av. 526 cf. Bk. 287, 5 ═ Et. M. 632, 20 611 cf. Ambr. 486 — 7 612 sch. Ar. Ach. 877 614 ἔχον ═ Ambr. 506 615 — ὄμοια Ar. Pl. 63 c. sch. vs. 18 οὐδεῖϲ — 20 ἀγνώϲτων Ar. Av. 601 c. sch. vs. 21 ὄρνιν — 24 ὄρνιν Ar. Av. 719—21 616 ═ P, Ba 320, 30 cf. H; gl. Hom. 618 ═ Ambr. 429, Zon. 1462 cf. Et. M. 632, 26 619 cf. Symmach. in Iob. 40, 17 620 sch. Ar. Pac. 82 621 Harp. ═ P cf. Poll. 7, 151, Bk. 287, 27; Isae. fr. 24, Aeschyl. fr. 107, Men. com. fr. 172) [*](612 cf. v. χειμὼν ὀρνιθίαϲ 615 Ar. Av. 601 cf. 822. extr. cf. v. οἰωνοί 620 cf. v. Κ 310) [*](1 καὶ om. FS 4 πόλειϲ ASMec 8 οἰωνομαντία ASM 9 ὀρνιθίαϲ alt. A(GFSM) om. AG 11 ὁ om. A 12 φαίνεϲθαι] φέρεται F 613 om. AFS 13 ὄρνειϲ G cf. vs. 24 17 ὄρνιϲ] nov. gl. S 21 νόμιζε G 24 ὄνον ὄρνιν bis A ὄρνειϲ G cf. vs. 13 617 om. AF ante 622 S 26 Ὀροάνδου post κύριον transpos. S 321 non nov. gl. GM; καὶ post l. add. G)

562
τὸ ὄρον παρά τε Αἰϲχύλῳ καὶ παρὰ Μενάνδρῳ ξύλον τι ϲημαίνει, ὃ τὴν πεπατημένην ϲταφυλὴν πιέζουϲιν.