Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

559

582 Ὀρθῷ νόμῳ: τῷ τῆϲ ἀγάπηϲ. ἐμῶν φίλων μόνοι ἐμμένοντεϲ [*](Soph.) ὀρθῷ νόμῳ.

583 Ὀρθωϲία: ἡ ὄρθωϲιϲ.

[*](Δ)

584 Ὀρθρία: ἡ τοῦ ὄρθρου κατάϲταϲιϲ.

[*](Δ)

585 Ὄρθρία: νόμοϲ: οὕτω καλούμενοϲ νόμοϲ κιθαρῳδικόϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) πολλάκιϲ ἀναϲτήϲαϲά μ᾿ εἰϲ ἐκκληϲίαν ἀωρὶ νύκτωρ διὰ τὸν ὄρθριον νόμον. οἶμαι, ὄρθιον θέλει, ἢ ὄρθριον, διὰ τὸν ὄρθρον.

586 Ὀρθριοφοίτηϲ: ὁ παραγενόμενοϲ ὄρθρου.

[*](Σ)

587 Ὀρθρογόη: χελιδών. λέγεται καὶ ὀρθρόλαλοϲ. κερκίδαϲ ὀρθρολάλοιϲι [*](Σ) χελιδόϲιν εἰκελοφώνουϲ.

[*](Anth.)

588 Ὀρθόκραιροϲ ναῦϲ: ἡ ὀρθὰϲ κεραίαϲ ἔχουϲα.

[*](Δ)

589 Ὀρθοί: ἐκπεπληγμένοι. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι μαθόντεϲ ὅτι Ἀννίβαϲ [*](Ε) πολιορκεῖ τὰϲ δυνάμειϲ, ὀρθοὶ ταῖϲ διανοίαιϲ καὶ περίφοβοι πάντεϲ ἦϲαν, ὡϲ καὶ πρὸϲ τὰ ὅλα διατεινούϲηϲ τῆϲ ἐνεϲτηκυίαϲ κρίϲεωϲ.

590 Ὁρκάναϲ: εἰρκτάϲ.

[*](Σ)

591 Ὁρκάνη· Λυκοῦργοϲ κατὰ Λυκόφρονοϲ β΄. μήποτε ὁ φραγμόϲ, [*](Harp.) τουτέϲτι τὸ περίφραγμα καὶ ἡ αἱμαϲιά, οὕτωϲ καλεῖται. παρὰ τὸ ἐρύκειν, ἢ παρὰ τὸ ἕρκοϲ εἶναι. Ὅμηροϲ· αἱμαϲιὰϲ λέξαντεϲ ἀλωῆϲ ἔμμεναι ἕρκοϲ. 

592 Ὁρκαπάτην: χλευαϲτὴν δι᾿ ὅρκων.

[*](Σ)

593 Ὅρκιοϲ Ζεύϲ. καὶ Ὅρκιον ϲκῆπτρον, καθ᾿ οὖ ὤμνυον [*](ΔΣ) οἱ βαϲιλεῖϲ· ἢ ῥάβδοϲ. Ὁρκῶ ϲε καὶ Ὁρκίζω ϲε.

[*](Synt.)

594 Ὅρκοϲ· τύποϲ· οὕτω παιϲὶ χρήϲαιο κληρονόμοιϲ. οὕτω τὰ καὶ τὰ θεόϲ ϲοι δοίη.

595 Ὁρκωμοϲία καὶ Ὁρκωμότηϲ καὶ Ὁρκωμοτῶ.

[*](Δ)

596 Ὁρμαθόϲ: ϲύνδεϲμοϲ, ϲτίχοϲ. τοϲοῦτον ὁρμαθὸν κακῶν ϲυνειληφὼϲ [*](Σ) ἔκρυψε τὰ τοῦ Τιβερίου μειονεκτήματα. ὅϲα γὰρ Αὐγούϲτῳ [*](EV) ἐν πολλῷ χρόνῳ περιεποιήθη, οὗτοϲ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἀπεκτήϲατο.

[*](582 Soph. Ai. 350 c. sch. (?) 584 — ὄρθρου ═ Ambr. 496 585 Ar. Eccl. 740 — 1c sch. plenior. 586 ═ P, Ba 320,16 587 — χελιδών cf. P ═ Ba 32011 H, sch. Hesiod. O. 566 κερκίδαϲ sq. Anth. 6, 247, 1 588 cf. sch. Σ 3; l. ═ Ambr. 475 589 οἱ sq. Polyb. 9, 5, 4 590 ═ P, Σa cf. Ba 320, 21, H 591 Harp. ═ P cf. An. Ox. 2, 497, 27; Bk. 285,11 Et. M. 632, 25; H; Lycurg. fr. 74; ω 223 592 ═ P, Ba 320, 22 593 Ζεύϲ ═ Ambr. 470 Ὅρκιον — ῥάβδοϲ ═ P, Ba 320, 23 cf. Zon. 1468 Ὁρκίζω ϲε ═ Synt. Laur. cf. Gud. 595 Ὁρκωμοϲία ═ Ambr. 495, Ps. Herodian. 205 cf. H. Ὁρκωμότηϲ ═ Ps. Herodian. 205 cf. Ambr. 435. Ὁρκωμοτῶ ═ Ambr. 531, Ps. Herodian. 205 cf. Zon. 1470 596 — ϲτίχοϲ ═ P, Ba 320, 25 cf. Et. M. 631, 47, H τοϲοῦτον sq. Io. Antioch. fr. 82, FHG 4, 571 ═ EV 1,178, 7 — 9)[*](585 cf. 574 et v. Ν 478 596 cf. v. Γ 12)[*](1 τῷ] τὸ F 6 νυκτῶν GMec, v. l. Ar. 8 Ὀρθιοφοίτηϲ S 9 ὀρθόλαλοϲ A(GFSM) cett. A 588 extra ord. 12 οἱ — 14 κρίϲεωϲ om. F 13 διανοίαϲ A 14 πρὸϲ] περὶ S 16 Λυκοῦργοϲ —19 ἕρκοϲ om. F 17 οὕτω A, Harp. plen. 18 Ὅμηροϲ—19 ἕρκοϲ om. A 22 Ὁρκῶ — ϲε alt. om. AF post 594 S Ὁρκῶ ϲε mg. M om. G 23 Ὅρκου τύποϲ Gsf. 25 καὶ utrob. om. A, nov. gl. 26 Ὁρμαθία S ὁρμαθῷ GM ὁρμαθῶν S 27 ἔκρυψε SM: ἐκρυ A ἔκρυψα G ἔκρουϲε F ἐπεκάλυψε v. Γ 12, Exc.)
560
[*](Δ)

597 Ὁρμαίνοντα: ἐνθυμούμενον.

[*](Σ)

598 Ὄρμενα: τῶν λαχάνων πάντα τὰ ἐκκεκαυληκότα. οἱ δὲ τῆϲ κράμβηϲ τὸ ἐντὸϲ κύημα· οἱ δὲ τὸν ἄγριον ἀϲπάραγον.

[*](Δ)

599 Ὄρμενοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

600 Ὁρμεῖν: ἐπὶ ξηρᾶϲ. Ὁρμίζω δὲ ἐπὶ θαλάϲϲηϲ. καὶ νηόϲ, καὶ ἐπὶ ἀναπαύϲεωϲ.

[*](Phil.)

601 Ὁρμά· ὁρμὴ ἡ πρώτη τοῖϲ ζώοιϲ ϲύνεϲτιν ἐπὶ τὸ τηρεῖν ἑαυτά, οἰκειούϲηϲ αὐτοῖϲ τῆϲ φύϲεωϲ ἀπ᾿ ἀρχῆϲ. πρῶτον γὰρ οἰκεῖον παντὶ ζῴῳ ἡ ϲύϲταϲιϲ καὶ ἡ ταύτηϲ ϲύνδεϲιϲ, καὶ οἰκείωϲ ἔχειν πρὸϲ ἑαυτά. διὸ τὰ βλάπτοντα διωθεῖται, τὰ δ᾿ οἰκεῖα προϲίεται. καὶ οὐ πρὸϲ ἡδονὴν γίνεται ἡ πρώτη ὁρμὴ τοῖϲ ζῴοιϲ· ἐπιγένημα γὰρ ἂν ἦν· εἰ ἄρα ἔϲτιν ἡδονὴν εἶναι, ὅταν αὐτὴν καθʼ αὑτὴν ἡ φύϲιϲ ἐπιζητήϲαϲα τὰ ἐναρμόζοντα οὐ τῇ ἐν ϲυϲτάϲει ἀπολάβῃ· ὃν τρόπον ἀντιλαμβάνεται τὰ ζῷα καὶ θάλλει τὰ φυτά. καὶ οὐ διήλλαξεν ἡ φύϲιϲ ἐπὶ φυτῶν καὶ ζῴων, ὅτε χωρὶϲ ὁρμῆϲ καὶ αἰϲθήϲεωϲ κἀκεῖνα οἰκονομεῖ, καὶ ἐφ᾿ ἡμῶν τινα φυτοειδῶϲ γίνονται. ἐκ περιττοῦ δὲ τῆϲ ὁρμῆϲ τοῖϲ ζῴοιϲ ἐπιγενομένηϲ, ᾗ ϲυγχρώμενα πορεύεται, τούτοιϲ μὲν τὸ κατὰ φύϲιν τὸ κατὰ τὴν ὁρμὴν διοικεῖϲθαι. τοῦ δὲ λόγου τοῖϲ λογικοῖϲ κατὰ τελειοτέρα προϲταϲίαν δεδομένου, τὸ κατὰ λόγον ζῆν ὀρθῶϲ γίνεϲθαι τοῖϲ κατὰ φύϲιν· τέχνη γὰρ οὗτοϲ ἐπιγίνεται τῆϲ ὁρμῆϲ. διὸ καὶ Ζήνων τέλοϲ εἶπεν εἶναι τὸ ὁμολογουμένωϲ τῇ φύϲει ζῆν, ὅπερ ἐϲτὶ κατ᾿ ἀρετὴν ζῆν· ἄγει γὰρ καὶ πρὸϲ ταύτην ἡμᾶϲ ἡ φύϲιϲ.