Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

542 Ὀρείαυλοϲ: ὁ ἐν τῷ ὄρει αὐλῶν.

[*](Δ)

543 Ὀρειβάϲιοϲ, γνώριμοϲ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ῥωμαίων [*](Hesy.) βαϲιλέωϲ καὶ κοιαίϲτωρ ὑπ᾿ αὐτοῦ καταϲταθεὶϲ Κωνϲταντίνου πόλεωϲ. ἔγραψε Πρὸϲ τοὺϲ ἀποροῦνταϲ τῶν ἰατρῶν βιβλία δ΄, Πρὸϲ Ἰουλιανὸν τὸν βαϲιλέα βιβλία οβ΄, Ἐπιτομὴν αὐτῶν ἐν βιβλίοιϲ θ΄, Πρὸϲ Εὐϲτάθιον τὸν υἱὸν καὶ Περὶ βαϲιλείαϲ καὶ Περὶ παθῶν.

544 Ὀρειβάτηϲ: ὁ ἐν ὄρεϲι βαίνων. ἡ τραγῳδία φηϲίν· ἀλλ’ αὖ [*](Δ + Soph.) θανοῦμαι τῷδ᾿ ἐν αὐλίῳ μόνοϲ· οὐ πτηνὸν ὄρνιν, οὐδὲ θῆῤ ὀρειβάτην τόξοιϲ ἐναίρων τοῖϲιδ᾿, ἀλλ᾿ αὐτὸϲ τάλαϲ θανὼν παρέξω δαῖθ’, ὑφʼ ὧν ἐφερβόμην. καὶ Ὀρειβατεῖν ὁμοίωϲ.

[*](Δ)

545 Ὀρείαιϲ: ταῖϲ ὀρειναῖϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· μεθ᾿ ἧϲ ἐγὼ νάπαιϲί τ᾿ [*](Ar.) ὀρείαιϲ ἱζόμενοϲ.

546 Ὀρεικὸν ζεῦγοϲ: τὸ τῶν ἡμιόνων.

[*](Δ)[*](538 — Ὀρέϲτηϲ alt. sch. Ar. Ach. 1167 cf. sch. Av. 712. Ὀρέϲτῃ — ὑφαίνειν Ar. Av. 712 εἰ sq. Ar. Av. 1490 — 93 c. sch. 539 Ar. Nu. 1368 — 9 c. sch. 540 τάϲδε — ὀρείᾳ Anth. 6, 173, 5 541 vs. 17 Ὄρεια — ὄρουϲ cf. Ambr. 474 et 507 ὃϲ — πλοκάμουϲ Anth. 6, 217, 9—10 542 ═ Ambr. 423 543 cf. Eunap. vit. soph. p. 103—6, Philostorg. 77, 21,103, 3—4 544 — βαίνων cf. Ambr. 422 ═ Zon. 1461. ἀλλ᾿ αὖ — ἐφερβόμην Soph. Ph. 954—7 Ὀρειβατεῖν cf. Ambr. 540 545 Ar. Av. 739 — 740 c. sch. plenior. 546 cf. ad 562)[*](540 Anth. cf. v. Γ 23 541 cf. v Λ 147 546 cf. 531 et 562)[*](1 οὗτοϲ — 10 ὄψειϲ] ὄνομα κύριον F 2 ὁ om. S 8 δέξια S 9 διεϲτρέφοντο A(GFSM) GMec, Blaydes 13. 14 περικλεῖδι] ἴϲωϲ Περικλείδη, ὄνομα γυναικόϲ ss. M 16 τε] τιϲ G 24 οβ΄] ο΄ Phot. Bibl. c. 217 init. 29 ὁμοίωϲ GM: μοι F om. (Propter cp.) AS cf. p. 556, 2 546 om. A 32 Ὀρικὸν S)
556
[*](Δ)

547 Ὀρεινή: ἀπὸ τοῦ ὄρουϲ. καὶ Ὀρεινομῶ, τὸ ἐν ὄρεϲι διαιτῶμαι. καὶ Ὀρεινὸϲ ὁμοίωϲ.

[*](Δ + Anth.)

548 Ὀρεινόμων: τῶν ἐν ὄρεϲι διαιτωμένων. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· τριϲϲοὶ θῆκαν ἄρμενα τέχναϲ, Δᾶμιϲ μὲν θηρῶν ἄρκυν ὀρειονόμων.

[*](Δ)

549 Ὄρειον πρέμνον καὶ Ὄρειοϲ ὁμίχλη.

[*](Δ + Soph.)

550 Ὀρείων: τῶν ἐν ὄρεϲι διαιτωμένων. Φιλοκτήτηϲ φηϲίν· ὦ λιμένεϲ, ὦ προβλῆτεϲ, ὦ ξυνουϲίαι θηρῶν ὀρείων, ὦ καταρρῶγεϲ πέτραι.

[*](Δ)

551 Ὀρειπολῶ.

[*](ΣΔ)

552 Ὀρεῖϲ: τοὺϲ ἡμιόνουϲ. ἡ εὐθεῖα Ὀρεύϲ.

[*](Δ)

553 Ὀρειφοίτηϲ: ὁ ἐν ὄρει φοιτῶν.

[*](ΣΔ)

554 Ὀρείχαλκοϲ: ὁ διαυγὴϲ χαλκόϲ. ὁ δόκιμοϲ. φιτρὸν ἐλάτηϲ [*](Ε) κοιλάναντεϲ ἐναρμόζουϲιν εἰϲ αὐτὸν κώδωναϲ ὀρειχάλκουϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Anth.) ταῦτʼ ὀρειχάλκου λάλα κύμβαλα καὶ μυρόεντα βόϲτρυχον [*](Δ) θήκατο. καὶ Ὀρείχαλκοϲ ϲτήλη.

[*](Δ)

555 Ὄρηαι: διεγερθείηϲ.

[*](Thdr.)

556 Ὄρη ἔρημα: τὰ ἀοίκητα. τουτέϲτι βόρεια καὶ νότια τμήματα. ταῦτα γάρ, τὰ μὲν διὰ ψυχρότητα, τὰ δὲ διὰ θερμότητα ἀοίκητα μεμένηκε παντελῶϲ.

557 Ὅρια ἐθνῶν καὶ ὅρια πατέρων.

[*](Δ)

558 Ὀριβρεμέτηϲ: ὁ βροντῶν ἀπὸ ὄρουϲ.

[*](Δ)

559 Ὀρίγανοϲ: ἡ βοτάνη. θηλυκῶϲ παρὰ Ἀριϲτοφάνει. Ὀρειγενὴϲ [*](Etym.) δὲ ὁ ἐν τῷ ὄρει γεννηθείϲ.

[*](Σ)

560 Ὀριγνηθῆναι: ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῆϲαι. καὶ Ὀριγνώμεθα, ὀρεγόμεθα. ὁ δὲ ἐδήλωϲεν ὡϲ ὀριγνώμενοϲ Χριϲτιανὸϲ γενέϲθαι.

[*](Δ)

561 Ὀρίδρομοϲ: ὁ ἐν ὄρει τρέχων.