Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](x + Σ)

522 Ὀργυιωμένοιϲ: ἐκτεταμένοιϲ, ἐπιθυμοῦϲιν.

[*](Δ)

523 Ὀργυιαί: τὰ μετὰ τῶν ἰδίων χειρῶν μέτρα. καὶ Ὀργυιαῖοϲ, ὁ μέγαϲ.

[*](Σ)

524 Ὀρέγεται: ἐπιθυμεῖ.

[*](Σ)

525 Ὀρέγει: παρέχει.

[*](Σ)

526 Ὀρεγνύϲ: ἐκτείναϲ.

[*](Δ)

527 Ὀρεγόμενοϲ: ἐπιθυμῶν.

[*](Σ)

528 Ὀρεκτεῖν: ἐπιθυμεῖν. τὸν αὐτὸν καὶ ὀρεκτιᾶν.

[*](Σ)

529 Ὀρέξει· δοτικῇ. δώϲει, ἐκτενεῖ.

[*](Σ)

530 Ὄρεξιϲ: ἐπιθυμία.

[*](Δ)

531 Ὀρεοκόμοϲ: ὁ τοῦ ὄρουϲ ἐπιμελούμενοϲ. Ὀρεωκόμοϲ δὲ [*](Σ) ὁ ἐπιμελητὴϲ τῶν ἡμιόνων. ὀρεὺϲ γὰρ ὁ ἡμίονοϲ ἢ ἡμιόνων. καὶ [*](Δ) Ὀρικῷ ζεύγει, ἀντὶ τοῦ ἡμιόνων.

[*](Δ)

532 Ὀρεοπολῶ: περὶ τὰ ὄρη ἀναϲτρέφομαι. Ὀρεωπολῶ δὲ τὸ περὶ τοὺϲ ὄνουϲ ἀναϲτρέφομαι. ἐκ τοῦ ὀρεύϲ, ὀρέωϲ, ϲημαίνει ἡμίονον.

[*](Δ)

533 Ὀρεωπώληϲ: ὁ τοὺϲ ἡμιόνουϲ πωλῶν.

[*](Δ)

534 Ὀρεωπώληϲ: ὁ λεγόμενοϲ ἀφεδρών.

[*](Δ)

535 Ὀρεϲκῷοϲ: ὁ ἐν τοῖϲ ὄρεϲι διατρίβων.

[*](Δ)

536 Ὀρέϲτειον: ὄνομα τόπου.

[*](Σ)

537 Ὀρέϲτηϲ: ὁ ἐν ὄρεϲι διαιτώμενοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· εἶτα κατεάξειέ [*](Ar.) τιϲ αὐτὸν τῆϲ κεφαλῆϲ Ὀρέϲτηϲ μαινόμενοϲ.

[*](520 ═ P, Ba 320, 1 cf. H, Et. M. 629, 49 521 — μέτρου cf. Ps. Herodian. 102, H τοῦτο sq. Anth. 6, 223, 2 — 3 522 cf. Et. M. 629, 49. — ἐκτεταμένοιϲ cf. sch. Lyc. 26 ἐπιθυμοῦϲιν ═ P, Ba 319, 29 523 — μέτρα cf. Ps. Herodian. 102, H, sch. Ε 33 et Ψ 327; Orion 116, 18 unde Et. M. 629, 46. Ὀργυαῖοϲ sq. ═ Ambr. 428 524 ═ P, Ba 320, 2, H, Zon. 1469 525 ═ P, Ba 319, 30 H cf. sch. Ε 33, Zon. 1469 526 ═ P, Ba 320, 3, sch. Α 351, Et. Gen. cf. H 527 cf. Ps. Herodian. 102 528 ═ P, Ba 320, 4 cf. H, Byz. Zt. 16, 64, 9 529 δοτικῇ aliter. Synt. Laur. et Gud. δώϲει sq. ═ P, Ba 320, 6 cf. Tim. sch. Ε 33, H 530 ═ P, Ba 320, 7, H cf. Zon. 1466, Ps. Herodian. 102 531 — ἐπιμελούμενοϲ cf. Ambr. 433 Ὀρεωκόμοϲ — ἡμιόνων ═ Ba 320, 8 cf. Zon. 1461, Ambr. 433, H vv. ὀρειοκόμοϲ, ὀρεοκόμοϲ, ὀρεύϲ, Et. M. 630, 1, sch. Luc. 31, 22 532 — ἀναϲτρέφομαι alt. cf. Ambr. 522 — 3 ὀρεύϲ sq. cf. ad 531 535 ═ Ambr. 432 cf. sch. ι 155 et Α 268 Et. M. 630, 11 536 cf. Ambr. 509 537 — διαιτώμενοϲ ═ P, Ba 320, 10 cf. Et. M. 630, 11 εἶτα sq. Ar. Ach. 1167)[*](520 cf. 502 521 Anth. cf. Π 1423 522 cf. v. Ω 164 531 cf. 546, 552, 562)[*](A(GFSM))[*]( 2 ἄλευρα] ἄλφιτα G 522 om. A 6 Ὀργυωμένοιϲ S Ὠργυιωμένοιϲ Mac 10 Ὀρέχει AS 13 τὸν αὐτὸν AFS: τὸ αὐτὸ GM ταὐτὸν Phot. Ba 530 om. G 16 τοῦ] τοὺϲ G Ὀρεοκόμοϲ AFS, Ambr. cf. Lobeck, Phryn. p. 696 17 ἢ ἡμιόνων om. GFM, Phot. καὶ om. A 19 δὲ om., nov. gl. Ὀρεωπολῶ — 20 ἀναϲτρέφομαι post 533 positis F 20 ἐκ—ἡμίονον om. AFS 22 Ὀροπύγιον Mec Ὀρεοπύγιον S Ὀρροπύγιον Kust. 24 Ὀρέϲτιον S, Steph. Byz. s. v. Ὀρέϲται 25 ὁ] δῆθεν ss. M Ἀριϲτοφάνηϲ — 26 μαινόμενοϲ om. G)
555

538 Ὀρέϲτηϲ· οὗτοϲ προϲποιούμενοϲ μανίαν τοὺϲ παριόνταϲ ἀπέδυεν· [*](Ar.) ἦν γὰρ λωποδύτηϲ. ἢ κατὰ προϲωνυμίαν, ἀντὶ τοῦ μαινόμενοϲ ὡϲ ὁ Ὀρέϲτηϲ. καὶ παροιμία· Ὀρέϲτῃ χλαῖναν ὑφαίνειν. εἰ γὰρ ἐντύχοι τιϲ ἥρῳ τῶν βροτῶν νύκτωρ Ὀρέϲτῃ, γυμνὸϲ ἦν πληγεὶϲ ὑπ’ αὐτοῦ πάντα τἀπιδέξια. οἱ ἥρωεϲ δυϲόργητοι καὶ χαλεποὶ τοῖϲ ἐμπελάζουϲιν ἐγίνοντο· διὸ καὶ οἱ τὰ ἡρῷα παριόντεϲ ἐϲίγων. ἐπιδέξια δέ, τουτέϲτι τὰ δεξιὰ τῆϲ ὄψεωϲ· ἐπλήττοντο γὰρ οἱ ἐντυγχάνοντεϲ τῷ Ὀρέϲτῃ· οὐχὶ δὲ τῷ Ἀγαμέμνονοϲ, ἀλλὰ λωποδύτῃ τινί. ἢ ἐπιδέξια, ὀφθαλμοὺϲ καὶ κεφαλήν. ἢ ὅτι οἱ ἐντυγχάνοντεϲ νυκτὸϲ ἥρωϲι διέϲτρεφον τὰϲ ὄψειϲ.

539 Ὀρεχθεῖν: κινεῖν, ϲυνταράττεϲθαι. Ἀριϲτοφάνηϲ· κἀνταῦθα πῶϲ [*](Ar.) οἴεϲθέ μου τὴν καρδίαν ὀρεχθεῖν; ὅμωϲ δὲ τὸν θυμὸν δακὼν ἔφην.

540 Ὀρεία: ἡ ἐν ὄρεϲιν ἀναϲτρεφομένη. τάϲδε θεῇ χαίταϲ περικλεῖδι θῆκεν ὀρείᾳ. τῇ ἐν ὄρεϲι. καὶ Ὄρεια μῆλα, τὰ ἐν ὄρεϲι [*](Anth.) γινόμενα.

[*](Δ)

541 Ὀρεία: τραχεῖα, ϲύνδενδροϲ. ἡ δὲ ὁδὸϲ ὀρεία τε ἦν καὶ ϲτενή. [*](Ε) καὶ Ὄρεια οὐδετέρωϲ, τὰ τοῦ ὄρουϲ. ὃϲ τάδ᾿ ὄρεια ἐνδυτὰ καὶ [*](Δ) ξανθοὺϲ ἐκρέμαϲε πλοκάμουϲ. καὶ Φώτιοϲ ὁ πατριάρχηϲ· ὄρειά ϲου [*](Anth.) τὰ δῶρα, κάϲτανα καὶ ἀμανῖται.