Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

422 Ὀξυβελήϲ: ὀξέωϲ βάλλων, ἢ ὀξὺ βέλοϲ ἔχων.

[*](Σ)

423 Ὀξυδέρκεια· Ὀξυδορκία δέ.

[*](Δ)

424 Ὀξυθύμια· ὅϲα καθαίροντεϲ τὰϲ οἰκίαϲ Ἀθηναῖοι νύκτωρ ἔθοϲ [*](Σ) εἶχον ἐν ταῖϲ τριόδοιϲ τιθέναι, ταῦτα ὀξυθύμια ἐλέγετο.

425 Ὀξυθύμια· Ὑπερίδηϲ ἐν τῷ κατὰ Δημάδου φηϲί· περὶ οὗ [*]() πολλῷ ἂν δικαιότερον ἐν τοῖϲ ὀξυθύμοιϲ ἡ ϲτήλη ϲταθείη ἢ ἐν τοῖϲ ἡμετέροιϲ ἱεροῖϲ. ἔνιοι μέν, ὧν ἐϲτι καὶ Ἀρίϲταρχοϲ, ὀξυθύμια λέγεϲθαί φαϲι τὰ ξύλα, ἀφ᾿ ὧν ἀπάγχονταί τινεϲ, ἀπὸ τοῦ ὀξέωϲ τῷ θυμῷ χρῆϲθαι, ταῦτα δὲ ἐκκόπτοντεϲ ἐξορίζουϲι καὶ καίουϲι. Δίδυμοϲ δέ [*](417 Xen. An. 2, 3, 14 419 ═ Ambr. 374 420 vs. 17 ἐφύλαξε Philop. 373, 14—27. vs. 17 τὸ sq. Alex. Aphr. 108, 19 — 21 421 ὄξοϲ aliter H μεῖζον — τρυβλίον alt. Ar. Av. 361 c. sch. 422 ═ P, Ba 318, 25 cf. sch. Δ 126 unde Et. M. 627, 1 et H 423 cf. Ambr. 381 et 383, Zon. 1456 424 ═ P cf. H, Bk. 287, 24 et 288,7 425 Harp. ═ P cf. Poll. 2, 231; Hyper. fr. 79) [*](421 ὅτι sq. ex v. Δ 1155) [*](2 Ὀξώδηϲ AF: Ὀξώδουϲ SM om. G 5 τὸ alt. om. A 6 οἷον—7 ἐνεργοῦν A(GFSM) om. S 8 μὲν om. S 10 οὖν om. S μέν ex A, Philop. 12 παραγενόμενον AGSMac καὶ] καὶ μὴ GM 13 τῶν] τὸν S 21 Ἀριϲτοφάνηϲ — 22 τρυβλίον om. F 21 ἐντεῦθεν S προύϲθου AS 22 ὅτι — 23 ξυλιφίῳ om. AFS 22 ὅτι om. G 23 ξυλιφίῳ v. Δ 1155: ξυληφίῳ M ξυλιφίοιϲ G 25 Ὀξυδορκία] Ὀξυδερκία G 425 om. 29 ὀξυθυμίοιϲ GMec, Harp. plen. 31 φαϲι Harp. Phot.: φηϲι omnes 32 ταῦτα om. S)

546
φηϲι ὀξυθύμια τὰ καθάρματα λέγεϲθαι καὶ ἀπολύματα· ταῦτα γὰρ ἀποφέρεϲθαι εἰϲ τὰϲ τριόδουϲ, ὅταν τὰϲ οἰκίαϲ καθαίρωϲιν.

[*](Δ)

426 Ὀξυλοβῶ: τὸ ταχέωϲ ἀκούω.

[*](Δ)

427 Ὄξυλοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

428 Ὀξύνω: παροξύνω. καὶ Ὀξυνῶ, ὀξυνεῖϲ.

[*](Σ)

429 Ὀξυωπέϲτερον: ὀξύτερον βλέπων.

[*](Σ Δ)

430 Ὀξυωπεῖν: ὀξέωϲ βλέπειν. τὸ ῥῆμα Ὀξυωπῶ.

[*](Ε)

431 Ὀξυπαθῶϲ: λίαν περιπαθῶϲ. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ὀξυπαθῶϲ εἶχον ἐπὶ τοῖϲ ἔναγχοϲ ὑπὸ Χοϲρόου παρεϲτρατηγημένοιϲ αὐτοῖϲ.

[*](Δ Ε)

432 Ὀξυρεγμία. ἡ δὲ περιπάτουϲ ἐποιεῖτο ϲυχνοὺϲ ὀξυρεγμίαν [*](Suid.) προϲποιουμένη. Ὀξυρεγμία δὲ λέγεται, ὅταν ἡ τροφὴ ἐποξίϲῃ.

[*](Σ)

433 Ὀξύρροπον: ὀξέωϲ θέον.

[*](Δ)

434 Ὀξύϲ: ταχύϲ.

[*](Δ)

435 Ὀξυτενήϲ: ἡ ὀξεῖα τρίβοϲ.

436 Ὀξύτηϲ: πικρία, αὐϲτηρία. Ἀρριανόϲ· κατὰ τὴν βαϲιλέωϲ [*](Ε) ὀξύτητα καὶ αὐτὸϲ ὠμῶϲ τε καὶ ξὺν ὕβρει ἐξηγεῖτο.

[*](Suid.)

437 Ὀξὐτηϲ· ὅτι τρία μέρη εὐμαθείαϲ, ἀγχίνοια, μνήμη, ὀξύτηϲ. καὶ μνήμη μέν ἐϲτι τήρηϲιϲ ὧν ἔμαθέ τιϲ, ὀξύτηϲ δὲ ἡ ταχύτηϲ τῆϲ διανοίαϲ, ἀγχίνοια δὲ τὸ ἐξ ὧν ἔμαθε θηρεύειν καὶ ἃ μὴ ἔμαθεν.

438 Ὁ ὤν: ὁ ἀεὶ ὢν θεὸϲ ἡμῶν.

[*](Σ)

439 Ὄπα: φωνήν.

[*](Σ)

440 Ὀπαδόϲ: ἀκόλουθοϲ. ὁ χρόνοϲ δὲ ὁ ἄπρατόϲ τε καὶ ἀδέκαϲτοϲ [*](Ε) καὶ ἡ τούτου φύλαξ καὶ ὀπαδὸϲ καὶ ἔφοροϲ ἀλήθεια.

[*](Σ)

441 Ὀπάζει: θεωρεῖ, ἢ παρέχει, ἢ διώκει.