Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

402 Ὀνῶ· αἰτιατικῇ. τὸ ὠφελῶ.

[*](Δ)

403 Ὁνωρᾶτοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

404 Ὁνωρία, ἀδελφὴ Βαλεντινιανοῦ· ἥτιϲ καὶ αὐτὴ τῶν βαϲιλικῶν [*](Ε) εἴχετο ϲκήπτρων. ξὐγενίῳ δέ τινι τὴν ἐπιμέλειαν τῶν αὐτῆϲ ἔχοντι πραγμάτων ἥλω ἐϲ λάθριον ἐρχομένη λέχοϲ, καὶ ἐπὶ τῷ ἁμαρτήματι ἀνῃρέθη μὲν ἐκεῖνοϲ, ἡ δὲ τῶν βαϲιλείων ἐξηλάθη.

[*](399 παῤ ὅϲον sq. sch. Ar. Ran. 186 cf. H, Paroem. ed. Gsf. 85 n. 708 400 ═ P cf. sch. Pl. Phaedr. 260c ═ sch. Luc. 245—6; sch. Ar. Vsp. 191, Phot. Bibl. p. 495 a 17—30, Harp. et Phot. περὶ τῆϲ ἐν Δ.; Soph. fr. 308, Ar. fr. 192, Aristot. fr. 582, Dem. 5, 25 401 cf. Diogen. VII 1, Paroem. ed. Gsf. 85 n. 711 402 cf. Synt. Gud., An. Ox. 4, 298, 30. τὸ ὠφελῶ ═ Ambr. 361, Ps. Herodian. 100 et 211 Herodian. schem. Jb. 149, 345 403 ═ Ambr. 308, Zon. 1453 404 Io. Antioch. fr. 199, 2, FHG 4, 613 ═ El 124, 22—26 (Prisco attr. de Boor Byz. Zt. 21, 400))[*](400 cf. v. ὑπέρ ὄνου ϲ.)[*](7 γίνεται Aac 8 ἡμῖν G δ᾿ om. G 10 τοῦτον ASMac om. Phot. A(GFSM) 17 περὶ] ἀπὸ G 19 τὰ om. S αὐτοὺϲ S εἰ περὶ] εἰπὼν G 20 δέονται καὶ παρακαλοῦϲιν] λέγονται S 23 τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ S 26 καταλαβούϲηϲ ed. pr., Zen. VI 28 29 Ὁνωράτοϲ ed. pr., Ambr.: Ὁνωράτηϲ F Ὁνωράτ AGM Ὁνοράτ S 30 Βαλεντιανοῦ F 31 ϲκήπτρων] θρόνων S)
544
[*](Δ)

405 Ὁνώριοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Phil.)

406 Ὄντα· τῶν ὄντων τὰ μὲν ἀγαθὰ εἶναι, τὰ δὲ κακά, τὰ δὲ οὐδέτερα. ἀγαθὰ μὲν αἱ ἀρεταί· κακὰ δὲ τὰ ἐναντία, ἀφροϲύνη, ἀδικία, καὶ τὰ λοιπά· οὐδέτερα δὲ ὅϲα μήτε ὠφελεῖ μήτε βλάπτει, οἷον ζωή, ὑγεία, ἡδονή, κάλλοϲ, ἰϲχύϲ, πλοῦτοϲ, δόξα, εὐγένεια· καὶ τὰ τούτοιϲ ἐναντία, θάνατοϲ, νόϲοϲ, πόνοϲ, αἶϲχοϲ, ἀϲθένεια, πενία, ἀδοξία, δυϲγένεια καὶ τὰ παραπλήϲια· μὴ γὰρ εἶναι ταῦτα ἀγαθά, ἀλλ᾿ ἀδιάφορα, κατʼ εἶδοϲ προηγμένα. ὡϲ γὰρ ἴδιον θερμοῦ τὸ θερμαίνειν, οὕτω καὶ ἀγαθοῦ τὸ ὠφελεῖν. οὐ μᾶλλον δὲ ὠφελεῖ ἢ βλάπτει ὁ πλοῦτοϲ καὶ ἡ ὑγεία· οὐκ ἄρα ἀγαθόν· δὲ ἔϲτιν εὖ καὶ κακῶϲ χρῆϲθαι οὐκ ἔϲτιν ἀγαθόν· πλούτῳ δὲ καὶ ὑγείᾳ ἔϲτιν εὖ καὶ κακῶϲ χρῆϲθαι· οὐκ ἄρα ἀγαθὸν πλοῦτοϲ καὶ ὑγεία. ἀλλ᾿ οὐδὲ ἡ ἡδονὴ ἀγαθόν· εἶναι γὰρ καὶ αἰϲχρὰϲ ἡδονάϲ· μηδὲν δὲ αἰϲχρὸν εἶναι ἀγαθόν.

[*](Δ)

407 Ὄντοϲ: ὑπάρχοντοϲ.

[*](Σ)

408 Ὄντωϲ: ἀληθῶϲ.

[*](Σ)

409 Ὄνοι κανθήλιοι.

[*](Δ)

410 Ὄνυξ.

[*](Σ)

411 Ὀνυχίζεται: ἀκριβολογεῖται. οὕτωϲ Ἀριϲτοφάνηϲ. ἐν δὲ τῇ ϲυνηθείᾳ τὸ ἐπὶ βλάβῃ τινι ἐξαπατηθῆναι. καί, ἀπονυχιῶ ϲου τὰ ᾿ν [*](Suid.) πρυτάνῃ ϲιτία· ἀντὶ τοῦ ἀφαιρήϲομαι. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν ὀνυχιζομένων· ἀφαιρήϲομαι γάρ, φηϲί, τὴν ϲίτηϲιν. ἀπονυχίϲαι μᾶλλον λέγουϲιν ἢ ὀνυχίϲαι.

[*](Δ)

412 Ὀνύχιοϲ: εἶδοϲ λίθου. καὶ Ὀνυχίτηϲ.

[*](Δ)

413 Ὄξεϊ: δοτική· ἡ εὐθεῖα τὸ ὄξοϲ. καὶ Ὀξείδιον. ὅτι τὸ ὄξοϲ [*](Suid.) καὶ ἀλίβαϲ λέγεται ἀπὸ τοῦ μὴ λείβεϲθαι. ὅτι νενεκρωμένοϲ οἶνόϲ ἐϲτιν. καὶ ἀλίβαϲ, ὁ νεκρόϲ.

[*](Prov.)

414 Ὀξεῖα: ἡ λόγχη. καὶ παροιμία· Δι᾿ ὀξείαϲ δραμεῖν, ἐπὶ τῶν διακινδυνευόντων.

[*](Ar.)

415 Ὀξίνην· Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐμαχόμεϲθ᾿ αὐτοῖϲι, θυμὸν ὀξίνην πεπωκότεϲ.

[*](Ar.)

416 Ὀξίϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ· ὀξὶϲ δὲ πᾶϲα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονεν. ἔϲτι δὲ ἀγγεῖον ὄξουϲ δεκτικόν. ἢ λοπάδοϲ εἶδοϲ, εἰϲ ὀξὺ λῆγον.

[*](405 ═ Ambr. 309, Zon. 1453 406 Laert. 7,102 — 3 407 cf. Zon. 1455 408 ═ P, H, Zon. 1455 409 ═ P, Σa cf. Ba 318, 21, sch. Ar. Vsp. 170 410 cf. Lex. de sp. 411 — Ἀριϲτοφάνη (fr. 834) ═ P cf. Σa, Ba 318, 24 ἐν — ἐξαπατηθῆναι Artem. 1, 22 extr. 414 ═ Zen. III 13; l. ═ Ambr. 382 415 Ar. Vsp. 1082 416 Ar. Pl. 812 — 3 c. sch.)[*](407 cf. v. ΕΙ 152 409 cf. v. Κ 313 411 cf. vv. Ε 1802 et 3885 καὶ sq. ex v. Α 3461 413 ὅτι sq. ex v. Α 1210 414 cf. v. Δ 1186 415 cf. v. Θ 571)[*](A(GFSM))[*]( 10 οὐκ ἄρα ἀγαθόν om. G ἔϲτιν alt. — 11 οὑκ om. A 11 πλούτῳ — 12 ἀγαθόν alt. om. S 13 εἶναι] καὶ sed delet. add. A παντὸϲ sed delet. add. S 407 post vs. 7 παραπλήϲια transpos. S 411 non nov. gl. F 19 καί — 21 ὀνυχίϲαι om. AF 20 πρυτάνῃ S, v. Α 3461: πρυτανείῳ M πρυτανίῳ G ἀντὶ τοῦ SM: ἤγουν G ἀπὸ — 21 φηϲί et 21 ἀπονυχίϲαι — ὀνυχίϲαι om. S 22 Ὀνύχιοϲ] Ὀνύχινοϲ GSM 23 Ὀξίδιον GMec ὅτι — 25 νεκρόϲ om. AF post vs. 26 δραμεῖν S 23 ὅτι om. G 28 Ἀριϲτοφάνηϲ — 30 Ὀξίϲ om. FS 28 ἐμαχόμεθ᾿ G cf. v. Θ 571)
545

417 Ὄξοϲ ἑψητόν, τὸ ἀπὸ φοινίκων.

[*](Ε)

418 Ὀξώδηϲ, ὀξώδουϲ.

[*](Δ)

419 Ὄξωνοϲ.

[*](Δ)

420 Ὀξὺ καὶ βαρὺ κατὰ μεταφορὰν ἐκλήθηϲαν ἐπὶ τῆϲ ἀκουϲτικῆϲ· [*](Phil.) ἐν ὄγκοιϲ γάρ εἰϲι τό τε ὀξὺ καὶ τὸ βαρύ. ὀξὺ γὰρ λέγεται ἐπὶ τῆϲ ἁφῆϲ τὸ ταχέωϲ ἐνεργοῦν, οἷον τὸ μαχαίριον ὀξύ, ὅτι ταχέωϲ κεντεῖ, ἀμβλὺ δὲ τὸ βραδέωϲ ἐνεργοῦν καὶ οἷον οὐ κεντοῦν, ἀλλ᾿ ὠθοῦν, ὡϲ τὸ ὕπερον. ὅϲα μὲν γὰρ ἐπιτήδεια εἰϲ τὸ κεντεῖν ποιῆϲαι βουλόμεθα. ὀξυγώνια αὐτὰ ποιοῦμεν· ὅϲα δὲ εἰϲ τὸ ὠθεῖν, ἀμβλυγώνια. οὕτωϲ οὖν καὶ ἐπὶ τῶν ψόφων ὀξὺν μὲν λέγομεν τὸν ταχέωϲ παραγινόμενον ἐπὶ τὴν αἴϲθηϲιν καὶ ταχέωϲ ἀποπαυόμενον, βαρὺν δὲ τὸν ἀνάλογον τῷ ἀμβλεῖ, τὸν βραδέωϲ παραγινόμενον ἐπὶ τὴν αἴϲθηϲιν καὶ ταχέωϲ ἀποπαυόμενον. ὥϲπερ αἱ τεταμέναι μᾶλλον νευραὶ οἷον ἡ νεάτη τῶν ἐπʼ ἔλαττον τεταμένων, οἷον τῆϲ ὑπάτηϲ, ὀξυτέρουϲ τοὺϲ φθόγγουϲ ἀποδιδοῦϲιν. ἡ γὰρ νεάτη τῶν ἄλλων μᾶλλον ἐν τῷ κρούεϲθαι διὰ τὴν τάϲιν ταχέωϲ πλήττουϲα τὸν ἀέρα ὀξύτατον ποιεῖ τὸν φθόγγον. καὶ ἐν ὀλίγῳ μὲν χρόνῳ ἐποίηϲε τοῦτο, ἐπὶ πολὺ δὲ ἐφύλαξε. τὸ δὲ ὀξὺ καὶ τὸ ἀμβλὺ ἐν διαφόροιϲ γένεϲίν εἰϲι καὶ οὐχ ὑπ᾿ ἀλλήλοιϲ, ἐν φωνῇ, ἐν χυμῷ. ἐν μαχαίρᾳ.

421 Ὀξύβαφον: τὸ δεχόμενον τὸ ὄξοϲ. μεῖζον δὲ τὸ τρυβλίον τοῦ ὀξυβάφου. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲιν· ὀξύβαφον ἐντευθενὶ πρόϲθου [*](Ar.) λαβὼν ἢ τρυβλίον. ὅτι φαϲὶ Διοκλέα τὸν Ἀθηναῖον εὑρεῖν τὴν ἐν τοῖϲ [*](Suid.) ὀξυβάφοιϲ ἁρμονίαν, ἐν ὀϲτρακίνοιϲ ἀγγείοιϲ, ἅπερ ἔκρουεν ἐν ξυλιφίῳ.