Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

342 Ὀνειρείῃιϲ: ποιητικῶϲ.

[*](Δ)

343 Ὀνειρολεϲχία: ἡ ὕβριϲ.

[*](Σ)

344 Ὀνειρόπληκτον: ὑπὸ ὀνείρων πληττόμενον. ὅτι, ὥϲ φηϲι [*](Phil.) Πυθαγόραϲ, ὀνείρουϲ καὶ τοῖϲ κτήνεϲι γίνεϲθαι καὶ νόϲουϲ καὶ ϲημεία.

345 Ὄνειρον ἐνυπνίου διαφέρει· ἕτερον γάρ ἐϲτι καὶ οὐ ταὐτό. ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνειρον καὶ ἐνύπνιον καλῶϲ εἴποι τιϲ ἄν· ὅταν δὲ τεχνικῶϲ λέγῃ τιϲ, κυρίωϲ ἕκαϲτον χρὴ καλεῖν, καὶ τὸ μὲν ἀϲήμαντον καὶ οὐδενὸϲ προαγορευτικόν ἀλλ᾿ ἐν μόνῳ τῷ ὕπνῳ τὴν δύναμιν ἔχον, γινόμενον δὲ ἐξ ἐπιθυμίαϲ ἀλόγου ἢ ὑπερβάλλοντοϲ φόβου ἢ πληϲμονῆϲ ἢ ἐνδείαϲ, ἐνύπνιον χρὴ καλεῖν, τὸ δὲ μετὰ τὸν ὕπνον ἐνέργεια ὂν καὶ ἀποβηϲόμενόν ἐϲτιν ἀγαθὸν ἢ κακὸν ὄνειρον. πολλάκιϲ δὲ καταχρηϲτέον τοῖϲ ὀνόμαϲιν, ὡϲ καὶ Ὅμηροϲ· θεῖόϲ μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειροϲ.

[*](Σ EL)

346 Ὀνειροπολεῖ: φαντάζεται. οὐ χρεὼν οὖν ταῦτα τοὺϲ Σαρακηνοὺϲ [*](335 ═ Zon. 1452 cf. sch. Φ 393; l. ═ Ambr. 321 336 Ὀνειδίζω ═ Ambr. 366 ϲὺ sq. Soph. OT 372—3 c. sch. 337 cf. Synt. Gud.; — ὀνειδίϲῃϲ cf. Bk. 160, 3 — ὀνειδίζειν cf. An. Ox. 4, 298, 28. αἰτιατικῇ cf. Synt. Laur. μηδενὶ — ὀνειδίϲῃϲ Isocr. 1, 29. καὶ τίϲ—παράταξιν 1 Regg. 17, 36 338 ═ Ambr. 359 cf. Zon. 1454 340 — μέμψιϲ cf. H, Et. M. 626, 14 ζώειν sq. Anth. 6, 174, 7—8 341 — ὄνοι ═ Ambr. 354, Zon. 1454 342 l. δ 809 343 ═ Ambr. 329 344 — πληττόμενον ═ P, Ba 318,10 cf. H ὅτι sq. Laert. 8, 32 345 Artem. 4, Prooem. p. 199; Β 56 346 — φαντάζεται ═ P, Ba 318, 11 cf. Zon. 1454, H οὐ— p. 539, 1 ὀνειροπολεῖν Men. Prot. fr. 15, FHG 4, 221b ═ EL 191, 6 — 7) [*](336 cf. v. τυφλόϲ 340 cf. v. Α 3988 343 cf. v. Λ 310) [*](A(GFSM))[*]( 2 δὲ om. A 3 Ὀνείδιοϲ GSM (contra ord.), v. l Zon. ὁ om. G 7 πρὸϲ—λόγοϲ om. F Τειρεϲίου M 337 om. AF post 340 S 8 οἴεϲθαι S ἡμῖν M: ἡμῖν G, An Ox.; S legi neq. 8 καί alt. — 10 ὀνειδιϲθῆναι om. S 14 ζώην FM ζώον S ζώου G 15 χειρὸϲ A 17 Ὀνειρήῃϲι A Ὀνειρίοιϲι G 345 extra ord. 21 ἕτερον—29 ὄνειροϲ om. F 22 τὸ ἐνύπνιον AacS 25 ἐξ om. (propter cp.) AS 27 ἐϲτιν] ἔϲ τι M cf. Artem. 30 οὐ — p. 539, 4 πάϲχοντεϲ om. F)

539
ὀνειροπολεῖν. Ὀνειροπολεῖν τοῦ ὀνειρώϲϲειν διενήνοχε· [*](Ar.) τὸ μὲν ὀνειροπολεῖν ἐπὶ τῶν ἐνύπνιον ὁρώντων, τὸ δὲ ὀνειρώϲϲειν ἐπὶ τῶν αὐτομάτωϲ γονὴν ἀφιέντων· ὅπερ οἱ ἐρωτόληπτοι πάϲχουϲιν, ἢ ἀπὸ βρωμάτων ἢ ἀπὸ δαιμόνων ἐνεργείαϲ τοῦτο πάϲχοντεϲ.

347 Ὀνειροπόλοϲ: ὀνειροκρίτηϲ.

[*](Σ)

348 Ὄνειροϲ· ζήτει ἐν τῷ ἄνθρωποϲ.

349 Ὄνειροϲ· ἀγκῶνεϲ, οἵ εἰϲι μέροϲ τι τῆϲ οἰκίαϲ. καὶ πάντα τὰ προϲπηϲϲόμενα [*](Suid.) κατ᾿ ὄναρ τὸ κόϲμιον τοῦ βίου ϲημαίνει ἐνύπνιον. ὅτι τὰ ἐνύπνια ἄναπτεροῦϲιν ἄφροναϲ.

350 Ὀνείρωξιϲ: ἡ τῶν ὀνειράτων δεῖξιϲ. καὶ Ὀνειρώϲϲω, τὸ [*](Δ) ἐνυπνιάζομαι

351 Ὀνηϲίκριτοϲ: ὄνομα κύριον. ὁ δὲ Ὀνηϲίκριτοϲ ἀπόγραφοϲ [*](Δ) ἐξ ἀρχετύπου δευτερεύει. τουτέϲτι τοῦ Ξενοφῶντοϲ.

352 Ὀνηθῆναι: ὠφεληθῆναι. Ξενοφῶν· ἔχρῃζον πρὸϲ τὰ χωρία [*](Σ + Ε) προϲβάλλει καὶ τὴν ϲτρατιὰν ὀνηθῆναί τι.

353 Ὀνηλάτηϲ: ὁ ὄνουϲ ἐλαύνων.

[*](Δ)

354 Ὀνήϲαϲθαι: ὠφελεῖϲθαι, ἀπολαβεῖν.

[*](Σ)

355 Ὀνηϲιδώρα: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

356 Ὀνήϲιμοϲ: ὠφέλιμοϲ. καὶ ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

357 Ὀνηϲιφόροϲ: ὠφέλειαν φέρων.  

[*](Σ)

358 Ὀνητήν: ἐναπόλαυϲτον.

[*](Σ)

359 Ὀνήτωρ: πρὸϲ ὃν Δημοϲθένηϲ ἔγραψε τοὺϲ ἐξούληϲ λόγουϲ. [*](Harp.) εἷϲ δὲ ἦν τῶν χορηγηϲάντων, οὗ καὶ Ἰϲοκράτηϲ ἐν τῶ Περὶ ἀντιδόϲεωϲ μέμνηται.

360 Ὀνίαϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

361 Ὀνιαία: τοῦ ἵππου τὸ ἀφόδευμα. καὶ Ὀνίδεϲ, τὰ τῶν [*](Σ) ὄνων ἀποπατήματα, ἃ ἐπίτηδεϲ πεπλαϲμένα ἐϲτίν.

[*](Ar.)