Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

322 Ὀμφήν: κλῃδόνα, φήμην θείαν, ἢ ὀνείρου φάνταϲμα.

[*](Σ)

323 Ὄν: τὸ οἷόν τε ἐϲτὶ ποιεῖν ἢ πάϲχειν.

324 Ὄναγροϲ: εἶδοϲ ζῴου.

[*](Δ)

325 Ὄναγροι: μηχανήματα, οἱ λεγόμενοι ἅρπαγεϲ, οἵγε ἁρπάζειν [*](Ε?) τοὺϲ προϲιόνταϲ ἐπιβαλλόμενοι εἶχον.

326 Ὄναρ: ὄνειροϲ. ζήτει ἐν τῷ Ἀλκιβιάδηϲ. λύϲιϲ ὀνείρου· ὄναρ [*](Δ on.) καθ᾿ ὕπνουϲ νητρεκὲϲ λαλεῖν τόδε. ὄναρ ἡ μάρτυϲ αὐτῇ ἐφίϲταται.

[*](Metaphr.)

327 Ὀνάϲιμοϲ, Κύπριοϲ ἢ Σπαρτιάτηϲ, ἱϲτορικὸϲ καὶ ϲοφιϲτήϲ, τῶν [*](Hesy.) ἐπὶ Κωνϲταντίνου γενομένων. ἔγραψε Στάϲεων διαιρέϲειϲ, Τέχνην δικανικὴν πρὸϲ Ἀψίνην, Περὶ ἀντιρρητικῆϲ τέχνηϲ, προγυμνάϲματα, μελέταϲ, ἐγκώμια, καὶ ἄλλα πλεῖϲτα.

328 Ὄϲαϲθαι: ἐπαπολαῦϲαι, ὠφεληθῆναι. ἐπὶ τούτοιϲ πολλὰ καὶ [*](Σ + Ε) ἀγαθὰ τῷ βαϲιλεῖ ηὔχοντο καὶ ὄναϲθαι τῶν παρόντων.

329 Ὀναίατο: ἀπολαύϲειαν. Σοφοκλῆϲ· μηδέποτ᾿ ἀγλαΐαϲ ὀναίατο· [*](Soph.) τουτέϲτιν ἡδονῆϲ, δόξηϲ· τοιάδ᾿ ἀνύϲαντεϲ ἔργα. ἤτοι τὸν ἐμὸν πατέρα ἀνελόντεϲ.

330 Ὀναίμην: ἐπιτύχοιμι, ἀπολαύϲω. καὐτὴ γὰρ ἐγώ, οὕτωϲ [*](Σ) ὀναίμην τῶν τέκνων.

[*](Ar.)

331 Ὄναιντο: ὠφεληθεῖεν καὶ ὄναϲθαι, ὠφεληθῆναι.

[*]( Σ)

332 Ὀνεία: ἡ τοῦ ὄνου δορά. τὴν ϲάγην τε τοῦ κτήνουϲ καὶ [*]() τὴν ὀνείαν προϲεπέθηκεν ἐκδείραϲ. Βάβριόϲ φηϲιν.

333 Ὄνειαρ: ὄνειρον. ἆ μέγα Βαττιάδαο ϲοφοῦ περίπυϲτον [*](Δ) ὄνειαρ· ἦ ῥ᾿ ἐτεὸν κεράων, οὐδ᾿ ἐλέφαντοϲ ἔηϲ. ἀντὶ τοῦ ἀληθήϲ· [*](Anth. + x) παρὰ τὸ Ὁμηρικόν· δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰϲιν ὀνείρων.

334 Ὀνείατα: οὐ πάντωϲ βρώματα, ὡϲ οἱ γλωϲϲογράφοι, ἀλλὰ [*](Hom.) [*](320 — φαγεῖν cf. Orion 118, 5, unde Et. M. 625, 56; Ambr. 227 ═ Lex. de sp. 321 ═ P, Σa cf. Ba 318, 6, H 322 ═ Σa cf. P, Et. M. 626, 1 Ba 318, 7, H, sch. Β 41 324 cf. Ps. Herodian. 100 326 — ὄνειροϲ cf. sch. Α 63 Lex. de sp. ὄναρ καθ᾿ — τόδε Astramps. ὄναρ ἡ sq. Metaphr. 329 Soph. El. 211 — 2 c. sch. plenior. 330 — ἀπολαύϲω ═ P, Σᵃ, Ba 318, 8 cf. H, sch. Luc. 32, 26 καὐτὴ sqq. Ar. Th. 469 331 ═ P, Ba 318, 9 cf. Zon. 1454, H, sch. Luc. 252, 23 sqq. 332 τὴν ϲάγην sq. Babr. 7, 12 — 3 333 ἆ — ἔηϲ Anth. 7, 42, 1—2 δοιαὶ sq. τ 562 334 ═ sch. A (Aristonic.) in Ω 367 cf. Ap. S. 121, 13, unde H, Et. M. 626, 3) [*](320 extr. cf. v. Σικελόϲ 326 Astramps. cf. v. Κ 138 et v. ὕπνοϲ 2 328 cf. 329—331 cett. 339 cf. v. Ε 156 331 cf. 328, 352, 354, 363—4 332 cf. v. ϲάγη 333 ἀληθήϲ cf. v. Ε 3285 334 Eust. Ο. 1877, 64) [*](321 post 317 F 323 om. AF mg. S 324 post 325 iterum A; 325 non A(GFSM) nov. gl. AM 9 ζήτει—Ἀλκιβιάδηϲ ss. M: om. rell. λύϲιϲ—10 ἐφίϲταται om. AF mg. S 9 λύϲιϲ ὀνείρου om. G 10 ὄναρ ἡ — ἐφίϲταται om. S 11 ἱϲτορικὸϲ om. A; ἱϲτορικὸϲ καὶ del, Flach τῶν] εἷϲ τῶν Daub 12 Κωνϲταντίνου F: cp. AS Κωνϲταντίου GM ἔγραψε — 14 πλεῖϲτα om. F 14 ἐγκώμια om. G 17 ἀπολαύϲειαν — ὀναίατο om. A 22 καὶ om. A, nov. gl. 24 προϲέθηκεν F 25 Βατλάδαο A 26 ἀληθέϲ Kust.)

538
πάντα τὰ εἰϲ ὄνηϲιν ἐπιτήδεια. Ὅμηροϲ· ὀνείατ᾿ ἄγοντα. οὐκ εἶπε δὲ φέροντα· οὐδὲ γὰρ ἐβάϲταζεν.

[*](Δ)

335 Ὀνείδειοϲ λόγοϲ: ὁ ὀνειδιϲτικόϲ.

[*](Δ)

336 Ὀνειδίζω. ϲὺ δ᾿ ἄθλιόϲ γε ταῦτ᾿ ὀνειδίζων, ἅ ϲοι οὐδείϲ [*](Soph.) οὐχὶ τῶνδ᾿ ὀνειδιεῖ τάχα. οἷον οὐδείϲ ἐϲτιν ὃϲ οὐ ταῦτά ϲοι ὀνειδιϲεῖ, ἅπερ μοι ὠνείδιϲαϲ. τὸ δὲ τάχα ἀντὶ τοῦ ταχέωϲ. καί ϲε μετ᾿ ὀλίγον ἐροῦϲι τυφλόν. πρὸϲ Τειρεϲίαν ὁ λόγοϲ.

[*](Synt.)

337 Ὀνειδίζω· δοτικῇ. οἴεϲθε καὶ τὸν Σολομῶντα πικρῶϲ ὑμῖν ὀνειδίζειν. καί, μηδενὶ ϲυμφορὰν ὀνειδίϲῃϲ. αἰτιατικῇ δέ· καὶ τίϲ ἐϲτιν οὗτοϲ, ὃϲ ὠνείδιϲε θεοῦ παράταξιν; καί, μή μοι γένοιτο καὶ τοῦτο ὀνειδιϲθῆναι.

[*](Δ)

338 Ὀνειδιῶ: ὀνειδίϲω.

[*](Ε)

339 Ὀνειδίϲαϲ: μεμψάμενοϲ. ὀνειδίϲαϲ εἰϲ ἀνανδρίαν αὐτῷ καὶ κακίαν.

[*](Δ)

340 Ὄνειδοϲ: μέμψιϲ. ζώειν γὰρ δίχα παντὸϲ ὀνείδεοϲ ἤθελ᾿ [*](Anth.) ἑκάϲτα, ξεῖνε, τὸν ἐκ χειρῶν ἀρνυμένα βίοτον.

[*](Δ)

341 Ὀνεῖον: ἐν ᾧ οἱ ὄνοι ἵϲτανται.