Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1042 Ὀχῆεϲ: δεϲμοί. μοχλοί.

[*](Ar.)

1043 Ὄχημα: οὐκ ἐπὶ ἅρματοϲ μόνου. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐκοῦν δικαίωϲ, ὅϲτιϲ εἰϲ ὄχημα κανθάρου ἐπιβὰϲ ἔϲωϲα τοὺϲ Ἐλληναϲ. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· εἶτ᾿ οὐχ ὕβριϲ ταῦτ᾿ ἐϲτι καὶ πολλὴ τρυφή, ὅτ᾿ ἐγὼ μὲν υἱὸϲ ὢν Σταμνίου Διόνυϲοϲ βαδίζω καὶ πονῶ· τοῦτον δ᾿ ὀχῶ, ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο, μηδ᾿ ἄχθοϲ φέροι,

[*](Δ)

1044 Ὀχήϲιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

1045 Ὄχθαϲ: τὰ χείλη τοῦ ποταμοῦ.

[*](Σ)

1046 Ὀχθεῖ: ϲτενάζει.

[*](Δ)

1047 Ὄχθη: ὁ κρημνόϲ.

[*](Σ)

1048 Ὀχθήϲαϲ: ϲτενάξαϲ.

[*](Δ)

1049 Ὀχθοβοϲ: τὸ γυναικεῖον λῶμα.

[*](Σ)

1050 Ὀχθουϲ: ὕψη, ὑψηλοὺϲ αἰγιαλούϲ. ὡϲ δὲ εἰϲ τὸν ποταμὸν [*](Ε) ἀφίκοντο πληϲίον, ὑπὲρ ὄχθου τινὸϲ ἀποτόμου καὶ περιρρῶγοϲ ἐπετείχιζον αὑτοῖϲ φρούριον.

[*](Σ)

1051 Ὄχθοῖ: αἱ τραχεῖαι καὶ δύϲβατοι πέτραι, αἱ ἐξοχαί.

[*](Δ)

1052 Ὀχλεῦντο: ἐκινοῦντο.

[*](Δ)

1053 Ὀχληρόϲ: ταραχώδηϲ.

[*](Δ)

1054 Ὄχληϲιϲ: ἡ ταραχή.

[*](Σ)

1055 Ὀχλίζειν: μοχλεύειν, κινεῖν.

[*](Δ)

1056 Ὄχλοϲ: ἡ ταραχή.

[*](x + Δ)

1057 Ὄχλου: ἀγανακτήϲεωϲ, ταραχῆϲ. καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἐπείθετο [*](Ε) τῷ πατρὶ καὶ ἦν πρὸϲ τοὺϲ πυνθανομένουϲ καὶ ὄχλον κινοῦνταϲ [*](Ε) εὖ μάλα ἐγκρατὴϲ καὶ γλώττηϲ ἦρχε. Πολύβιοϲ· ἦν δὲ ὀχλοκόποϲ [*](Ε) ὁ Φλαμίνιοϲ καὶ δημαγωγὸϲ τέλειοϲ. καὶ αὖθιϲ· οὔτε ἐξετάϲαι τὸν [*](1042 ═ P, Ba 323, 20 cf. Ap. S. 125, 16, unde H; sch. M 455 1043 ληναϲ Ar. Pac. 865—7 c. sch εἶτʼ sq. Ar. Ran. 21—4 1045 ═ P, Ba 323, 21 cf. sch. O 356, Ap. S.125, 23, Orion 123, 34 (unde Et. Gen., Et. M. 645, 17), H 1046 ═ P cf. H, Ambr. 705 1047 ═ L, Zon. 1492 1048 ═ P, Ba 323, 22 Ambr. 703, Zon. 1493, sch. Δ 30, cf. sch. A 517 (unde Et. Gen., Et. M. 645, 24), H, Ap. S.125, 21 1049 cf. Ambr. 684; Et. Gen. ═ Et. M. 645, 22; P v. ὄχθοιβοϲ 1050 — αἰγιαλούϲ ═ P, Ba 323, 23 ὡϲ sq. Dionys. Hal. 9, 15, 4 1051 ═ P, Σa, Ba 323, 24 cf. H, Zon. 1492 1052 ═ Ambr. 701, Zon. 1493 cf. H (in Φ 261) 1053 l. ═ Lex. de sp. 1054 aliter H 1055 ═ P cf. H; Ps. Herodian. 104 ═ Et. M. 645, 35; Ambr. 706 1056 l. ═ Lex. de sp. 1057 ἦν—τέλειοϲ Polyb. 3, 80, 3 οὔτε sq. Polyb. fr. 188 (Dam. fr. 143)) [*](1043 Ar. Ran. cf. v. ὕβριϲεν 1047 cf. v. K 2388 1050 Dionys cf. v. Π 1277 1057 Polyb. 3 cf. v. Δ 413) [*](A(GFVM))[*]( 1 ἀποδεδεμένον V 17 ὡϲ— 19 φρούριον om. F 18 ὄχθοιο τινὸϲ ἀπὸ τόπου καὶ V 1053 om V; ταραχώδηϲ om. F 1054 om. V, non nov. gl. F 26 ἐπέθετο V 29 ἐξετάϲαϲ G)

601
ἄνθρωπον οἷόν τε ἦν ἀκριβῶϲ, ἀϲθενείᾳ ϲώματοϲ ὀχλούμενον, οὔτε ἐρωτᾶν, εὐλαβείᾳ τοῦ ὀχλώδουϲ.

1058 Ὀχλώδηϲ: ὁ ταραχώδηϲ.

[*](Δ)

1059 Ὀχμάζω: κατέχω.

[*](Δ)

1060 Ὀχοζίαϲ, βαϲιλεὺϲ Ἰουδαίων, ἐν Σαμαρείᾳ ἔχων τὴν δίαιταν [*](EV) πονηρὸϲ ἦν, κατὰ πάντα ὅμοιοϲ τοῖϲ γονεῦϲιν ἀμφοτέροιϲ καὶ Ἱεροβοὰμ τῷ πρώτῳ παρανομήϲαντι καὶ τὸν λαὸν ἀπατᾶν ἀρξαμένῳ.

1061 Ὄχοϲ: τὸ ἅρμα. καὶ τοῦ ὕδατοϲ ἡ ὁρμή. ἐξ οὗ καὶ ὀχετόϲ. [*](Δ) ἡ δοτικὴ τῷ ὄχει.