Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

121 υνδιήνεγκαν: ϲυνέκαμον, ϲυνεπράξαντο. πολλὰ γὰρ δὴ πράγματα ξυνδιήνεγκαν μεθ’ ἡμῶν, εἰϲβολάϲ τε καὶ μάχαϲ. ἀντὶ τοῦ [*](Ar.) ὑπερήνεγκαν. οὕτωϲ Ἀριϲτοφάνηϲ.

122 Ξὺν δίκῃ: ἀντὶ τοῦ πρεπόντωϲ, εὐλόγωϲ. ξὺν δίκῃ ταῦτα ἀξιοῦ ἔφη τὸν βαϲιλέα.

123 Ξὺν δίκῃ: κατὰ τὸ πρέπον. τὰ γέρα τούτοιϲ ξὺν δίκῃ νενέμητο ἑκάϲτοιϲ.

124 Ξυναίρεται: ϲυνάπτεται. καὶ Ξυναιρόμενον, ϲυναντιλαμβανόμενον. [*](Σ) εἰ ξυγχωρήϲαιμεν τὸ παρὰ ϲοῦ κομιϲθὲν γράμμα ξυναιρόμενον [*](EL) τῆ κατὰ ϲὲ πολιτείᾳ.

125 υνέβημεν: ὡμονοήϲαμεν, ϲυνεφωνήϲαμεν. Ἀριϲτοφάνηϲ Μεφέλαιϲ· [*](Ar.) εἶτα τῷ χρόνῳ κοινῇ ξυνέβημεν.

126 Ξυνέηκε: ϲυνέβαλε.

127 Ξυνενεχθῆναι: εὐτυχηθῆναι, αὐξηθῆναι.

128 Ξυννενημένων: ϲεϲωρευμένων. Θουκυδίδηϲ· τῶν νεκρῶν [*](Thuc.) ὁμοῦ ἐπʼ ἀλλήλοιϲ ξυννενημένων ὀϲμαὶ ἦϲαν οὐκ ἀνεκτοί.

129 υννένοφεν: ἐπινεφῆ καὶ ϲυννεφῆ καὶ ϲυννέφελά ἐϲτιν. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Σ) Ἀναγύρῳ· καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ’ εὖ. καὶ ἐν Νήϲοιϲ· ὡϲ ἐϲ τὴν γῆν κύψαϲα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει. ἀντὶ τοῦ ϲκυθρωπάζουϲα.

130 Ξυνεπιλαβεῖν: ϲυναγωνίϲαϲθαι. πιϲτὴν Ῥωμαίοιϲ εἶναι τὴν [*](Ε) πόλιν, ὡϲ Λουκούλλῳ τε ξυνεπιλαβεῖν τοῦ πρὸϲ Μιθριδάτην πολέμου.

[*](118 Ar. Eq. 9 c. sch. 119 sch. Ar. Ran. 212 120 οἱ δὴ sq. Proc Bell 8, 18, 14 ═ EL 117, 10 —12 121 πολλὰ sq. Ar. Eq. 596 —7 c. sch. plenior. 124 — ϲυνάπτεται ═ P, Ba 311, 13, H εἰ sq Men. Prot. fr. 11, F HG 4, 217a ═ EL 187, 29 —30 125 Ar. Nu. 66 —7 c. sch 126 ═ Ambr. 89, H, sch. Α 8 Apion 128 — ϲεϲωρευμένων sch. Thuc 7, 87, 2 τῶν sq. Thuc. 7, 87, 2 129 ═ P; ξυννενοφυῖα sq. cf. H; Ar fr. 46 et 395 130 πιϲτὴν sq. de Cyzico agi putat Bhd.)[*](121 cf v. Δ 918)[*](4 ὀδυρόμεθα V 10 Λογγιβάρδον V διενεγκεῖν AV 13 ϲυνδιήνεγκαν A A(GF V M) 16 ἔφη] ἐφάνη V 122 —3 inverso ord. V; 123 non nov. gl. M 17 18 πρέπον. ξὺ δίκῃ ν. τὰ γ. τούτοιϲ ἑκ. V 22 ϲυνεφωνήϲαμεν om. A cf. sch)
502
[*](Soph.)

131 Ξυνέρξετε: ἀποκλείϲατε. Σοφοκλῆϲ· οὐ ξυνέρξεθ᾿ ὡϲ τάχοϲ.

[*](Δ)

132 Ξύνεϲ: ϲύνεϲ, ἄκουϲον.

[*](x + Ε)

133 ξυνέϲεωϲ: ϲυνέϲεωϲ, φρονήϲεωϲ. ὁ δὲ πρᾶοϲ ἦν καὶ ξυνέϲεωϲ εὖ ἥκων (ἀντὶ τοῦ καλῶϲ καὶ ἐπὶ πλεῖϲτον) καὶ ἀρετῆϲ μεταποιεῖϲθαι ἐξεπιϲτάμεοϲ.

[*](Ar.)

134 Ξυνετρίβη τῆϲ κεφαλῆϲ: οὕτωϲ ἐπὶ γενικῆϲ τάττουϲιν. ἕωϲ ξυνετρίβη τῆϲ κεφαλῆϲ.

[*](Δ)

135 Ξυνευνέτηϲ: ἀρϲενικῶϲ· θηλυκῶϲ δὲ διὰ τοῦ ι.

[*](Δ)

136 Ξυνεῖα.

[*](Ar.)

137 Ξυνήγαγε: ξυνήρμοϲεν. Ἀριϲτοφάνηϲ Ἀχαρνεῦϲι· πόϲου τὸν πρωκτὸν ϲυνήγαγε. περὶ Κλεωνύμου.

[*](Σ)

138 Ξυνήϊα: κοινὰ χρήματα.

[*](Δ)

139 Ξυνῆκα: ἐνόηϲα.

[*](Δ)

140 Ξυνήϲθετο: ἐνόηϲε.