Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

101 Ξυμβαίνοντα: ϲυμφωνοῦντα. πρὶν τὰ ἔργα τοῖϲ λόγοιϲ ξυμβαίνοντα [*](Σ + x) ὀφθῆναι.

102 Ξυμβαινούϲηϲ: ϲυμφωνουμένηϲ, ἀρεϲκούϲηϲ. ὅτι ἀποχρῶν [*](Σ + Ε) ἔϲται τοῖϲ ἀμφ αὐτὸν ὠνεῖϲθαι τὰ ἐπιτήδεια τῆϲ ξυμβαινούϲηϲ τιμῆϲ καὶ αὖθιϲ· ἐθέλειν ϲπείϲαϲθαι, εἰ μάθοι ἐφʼ οἷϲ τιϲι ξυμβαίνοιεν.

[*](92 Ar. Ach. 206 c. sch.; Dem. 21, 116; lsocr. 1, 3; fort. Dem. 6, 15 93 cf. Lex Patm. 149; fonti rhetor. attr. W entzel 94 cf Ps. Herodian. 96; l. ═ Ambr. 77 96 Diogen. VI 92 97— θηρίου ═ P cf. H; sch. E 162 ═ Et. M. 611, 21; Ambr. 65, Ps. Herodian. 96, Ba 311, 12 οὐδ’ sq. Anth. 6, 263, 4 99 Tim. ═ P 101 — ϲυμφωνοῦντα cf. H 102 ὅτι τιμῆϲ Arr. Parth. vel Exc. f.r 13. ἐθέλειν sq. Arr. Parth. fr. 103)[*](98 ex vv. 468 et Δ 1155 100 cf. vv. ϲυμβαλεῖν et ϲυμβάλλειν 101 init cf 102 et v. ϲυμβαίνοντα 102 init. cf. 101; Arr. fr. 13 cf. vv. Α 3652 et E 1977 fr. 103 cf. v. ϲπείϲαϲθαι)[*](3 Σώφρων· ἄν] Σώφρονα Phot. Σώφρων· αἴ Ahrens ἀντιξύειν G A(GF VM) 6 διάνοια] ἔννοια F 8 ξυλλαμβανομένου A 9 νῦν] οὖν G 12 ϲυναγωνι ζομένω GM γοῦν om. V 13 α΄] ἐν πρώτῳ V ἐν α΄ τῶν F β' dubitanter. ego 14 κλίνια AVF 20 οἱ] δϲ V ἵκεθ’ AV ἵκεϲθ· F 98 om. AF post 104 V 22 Ξυλιφίων G Ξυλιφίοιϲ V ξυλιφίων cett. G 23 ὀξυγράφοιϲ G 100 om. A 33 ἐθέλει F τιϲι] τι F V)
500
[*](Δ)

103 Ξύμβλητο: ϲυνήντηϲε.

[*](Ar.)

104 Ξύμβολον ὄρνιν φαϲίν· ἐπειδὴ ϲυμβόλουϲ ἐποίουν τοὺϲ πρῶτα ϲυναντῶνταϲ καὶ ἐξ ἀπαντήϲεωϲ προϲημαίνονταϲ.

[*](Σ)

105 Ξυμβόλουϲ: οὕτω τοὺϲ διὰ τῶν πταρμῶν οἰωνιϲμοὺϲ ἔλεγον. ἀνετίθεντο δ’ οὖτοι Δήμητρι.

[*](Ar.)

106 Ξυμμίξαϲα: ξυντυχοῦϲα. οὐδεμιᾷ γὰρ δεινοτέρᾳ ϲου ξυμμίξαϲʼ οἶδα γυναικί. ἀντὶ τοῦ ἱκανωτάτη, φρονιμωτάτῃ.

107 Ξυμπάθεια: ϲυμπάθεια. ὅλωϲ δὲ ὁ διὰ τοῦ ξ ϲχηματιϲμὸϲ κοινόϲ ἐϲτι τῶν τε Ἰώνων καὶ τῶν Ἀττικῶν.

[*](Ar.)

108 Ξυμπονήϲαντα: ἀντὶ τοῦ ὑπομείναντα.

[*](Ar.)

109 Ξυμφέρω: ξυμβαϲτάϲω. φέρε νὺν ἐγώ ϲοι ξυμφέρω.

[*](Thuc.)

110 Ξυμφοράν φηϲι Θουκυδίδηϲ τὴν ἀπὸ περιϲτάϲεωϲ δυϲτυχίαν, καὶ οὐκ ἐξ οἰκείαϲ ἀβουλίαϲ κακοπραγίαν ἤτοι κακίαν. καὶ γὰρ αἱ τῆϲ φύϲεωϲ ἐλαττώϲειϲ καὶ διαπτώϲειϲ κακίαι πάντωϲ εἰϲίν. ἢ ξυμφοράϲ, τὰϲ ἀποτυχίαϲ. ἐνδέχεται γὰρ τὰϲ ξυμφορὰϲ τῶν πραγμάτων οὐχ ἧϲϲον ἀμαθῶϲ χωρῆϲαι ἢ διὰ τὰϲ διανοίαϲ τοῦ ἀνθρώπου.

[*](Σ)

111 Ξύν: Θουκυδίδηϲ ἀντὶ τοῦ ϲύν· καὶ τὰ ἄλλα τὰ ὅμοια. οὕτωϲ καὶ οἱ παλαιοὶ πάντεϲ.

[*](Δ)

112 Ξυνάγκεια: ὁ κοῖλοϲ τόποϲ. Ἀρριανόϲ· ὁ δὲ ὑποτεμόμενοϲ [*](Ε) αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον.

[*](Soph.)

113 Ξυναλλαγή: ἀμοιβή, παραμυθία, ϲυνάντηϲιϲ. λήγει δ’ ἔριϲ δραμοῦϲα τοῦ προϲωτάτω ἀνδρῶν γερόντων ἐν ξυναλλαγῇ λόγου. Σοφοκλῆϲ. ἢ ξυναλλαγή, ἡ ὁμιλία.

[*](Soph.)

114 Ξυναλλαγή· πότερα δόλοιϲι τέθνηκεν ἢ νόϲου ξυναλλαγῇ, νόϲοιϲ ὁ τλήμων ὡϲ ἔοικεν ἔφθιτο καὶ τῷ μακρῷ γε ϲυμμετρούμενοϲ χρόῳ.

[*](Σ)

115 Ξυνάορον: γαμετήν.

[*](Σ)

116 Ξυναυλία: αὔληϲίϲ τιϲ ϲύμφωνοϲ, ὑπὸ δύο περαινομένη αὐλῳδία.

[*](Ar.)

117 Ξυναυλίαν κοινωνίαν τουτέϲτιν ὁμόϲε ἀποδυρώμεθα. ξυναυλία δὲ καλεῖται, ὅταν δύο αὐληταὶ τὸ αὐτὸ λέγωϲιν. ἢ ὅταν κιθάρα καὶ αὐλὸϲ ϲυμφωνῇ. νόμοι δὲ καλοῦνται οἱ εἰϲ θεοὺϲ ὕμνοι.

[*](103 ═ Ap. S. 117, 33 cf. sch. Ξ 231, Ambr. 85 (in Ξ 27), H 104 sch Ar. Av. 721 105 ═ P cf. H, ech. Pind. Ο. 12, 10b c, sch. Ar. Av. 721 106 Ar. Eccl. 116 c. sch plenior. 107 cf. Et. M. 611, 52 108 sch. Ar. Ach. 694 109 Ar. Eccl. 869 c. sch. 110 sch. Thuc. 1, 127, 2 Thuc. 1, 140, 1 111 ═ P 112 l. ═ Ambr. 76 ὁ sq. Arr. fr. Parth. vel Exc. 20 113 Soph Ai. 7312 c. sch. plenior. 114 Soph. 0 T 960, 62 —3 115 ═ P, Σᵃ, Ba 311, 14 cf. H (in Eur. Or. 654) 116 ═ P cf. H 117 sch. Ar. Eq. 9)[*](112 cf. v. Μ 1110; Arr. cf. v. ὑποτεμόμενοϲ 114 cf. v. ϲυναλλαγαῖϲ 115 cf v. ϲυνάοροϲ 116 cf v. ϲυναυλίαν)[*](A(GF V M))[*]( 2 ξυμβόλουϲ F ϲυμβόλου V 3 καὶ ἐξαπατήϲεωϲ A 105 om. A 4 οὕτωϲ V M 6 ϲυμμίξαϲ’ A 7 ἀντὶ—φρονιμωτάτῃ om. A ἱκανώτατοϲ, φρονιμώτα· τοϲ V 8 ϲυμπάθεια om. F ὅλοϲ A 110 non nov. gl. V 16 διὰ] καὶ ed. pr., Thuc. 17 οὕτω G F 19 ὑποτιμώμενοϲ F 23 ξυναλλαγῇ τῇ ὁμ. G M 24 δήλο ιϲι F VM 28 ξύμφωνοϲ G F 29 ἀποδυρόμεθα F V)
501

118 Ξυναυλίαν πενθήϲωμεν, 0ὐλύμπου νόμον: Ὀλυμποϲ [*](Ar.) αὐλητὴϲ γέγονε, Μαρϲύου μαθητὴϲ καὶ αὐτὸϲ δυϲτυχήϲαϲ διὰ μουϲικήν. καθάπερ οὖν Ὀλυμποϲ εὗρε τὸ ϲυναυλεῖν, καὶ ἡμεῖϲ ὅμοια καὶ ὥϲπερ ἀπὸ μιᾶϲ φωνῆϲ ὀδυρώμεθα. μιμηϲώμεθα ἐν τῷ θρηνεῖν ϲυναυλίαν Ὀλύμπου. οὗτοϲ δὲ ὁ Ὀλυμποϲ ἐν Φρυγίᾳ τοὺϲ αὐλητικοὺϲ νόμουϲ ἐποίει. ἔγραψε δὲ καὶ θρηνητικοὺϲ νόμουϲ.

119 Ξὐναυλον: παρὰ Ἀριϲτοφάνει ξύναυλον βοάν, τὴν μετὰ αὐλῶν [*](Ar.) κοινήν.

120 Ξυνδιενεγκεῖν: ϲυμπράξαι, ϲυναγωνίϲαϲθαι. οἱ δὴ ἐδέοντο [*](x + EL) πόλεμον τὸν πρὸϲ Λογγιβάρδουϲ ξυνδιενεγκεῖν ϲφίϲιν. οἱ δὲ διϲχιλίουϲ ἔπεμψαν.