Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

83 Ναυτιλία: ὁ πλοῦϲ.

[*](Σ)

84 Ναυτιλλόμενοϲ: πλέων.

[*](Σ)

85 Ναυτίλοϲ: ὁ ἰχθύϲ, καὶ ὁ ναύτηϲ.

[*](Δ)[*](71 — Περϲίϲ cf. Ath. 7, 296 a cett., 9, 399e 72 cf. Paroem. ed. Gsf. 83, n. 687 73 ═ P, Ba 306, 19 (in Xen. An. 2, 2, 3) cf. Zon. 1385 74 Arr. Parth. fr. 67 75 cf. Paroem. ed. Gsf. 83, n. 685 76 sch. Ar. Pac. 126 77 — Λεύκωνοϲ cf. App. Prov. IV 1, H 78 — λιμένα P, Ba 306, 20 cf. Zon. 1385, H ἐφράττοντο sq. sch. Ar. Ach. 95 79 — πλοῦν ═ P, Σα, H cf. Ba 306, 21 (in Eur. Andr. 795) Ναυϲτολῶ ῥῆμα ═ L 80 εἰκόνα sq. Anth. 6, 166, 1—2 81 ἐμεῖν cf. H τοῦτο sq. cf. Lobeck in Phryn. 194 82 φαϲὶ sq. Laert. 7, 13 83 ═ Σα, aliter Zon. 1387; l. ═ Ambr. 55 84 ═ P, Σα, H 1 cf. H 2 ═ Zon. 1387; sch. ξ 246 (et Ba 306, 21 sec. Wentzel) 85 ναύτηϲ ═ Ambr. 3, Zon. 1385)[*](71 Ναυκράτην sq. ex vv. Ε 3990—1 72 cf. v. A 2430 74 cf. 69 et 400)[*](1 κωμικόϲ — 2 Περϲίϲ om. F 2 Ναυκράτην — 4 ναυκράτηϲ om. AFV A(GFVM) mg. M 71—72 inverso ord. 72—73 inverso ord., 73 non nov. gl. F 6 νεῶν F 7 τούτου — 8 ἀξίωμα om. AFV mg. M 9 παροιμία om. AFG mg. M 13 Ναυκράτει GMac Paroem. ἐπὶ — ἀλλήλοιϲ om. F, Paroem. ed. Gsf. 81, n. 677, Hes. 14 δὲ] δὴ G ἐϲτι F ἀγαθὸν GV 15 ἐπιϲτολιμαῖοϲ — 16 παρηχητικόν ex mg. M 20 καὶ om. A, nov. gl. 21 Διονύϲιοϲ Anth.: cp. AF Διονύϲῳ GM Διονύϲου V 22 ἀνέθηκα GMac ναυτῶν] τεϲϲάρων add. F 23 τοῦτο — 24 ῥητορικῶϲ ss. M om. rell.)
442
[*](Σ)

86 Ναυτοδίκαι: ἄρχοντεϲ ἐπὶ τοῖϲ ναυκλήροιϲ δικάζοντεϲ καὶ τοῖϲ περὶ τὸ ἐμπόριον ἐργαζομένοιϲ· ὡϲ καὶ ναυφύλακεϲ ἄρχοντέϲ τινεϲ [*](Harp.) ἐπὶ τῆϲ τῶν νεῶν φυλακῆϲ. ἀρχή τιϲ ἦν Ἀθήνηϲιν οἱ ναυτοδίκαι. Κρατερὸϲ γοῦν φηϲίν· ἐὰν δέ τιϲ ἐξ ἀμφοῖν γενοῖν γεγονὼϲ φρατίζῃ, διώκειν δεῖ τῷ βουλομένῳ Ἀθηναίῳ, οἷϲ δίκαι εἰϲί· λαγχάνειν δὲ τῇ ἔνῃ καὶ νέᾳ πρὸϲ τοὺϲ ναυτοδίκαϲ. εἰϲ φρήτρην ἢ φράτοραϲ ἢ φατρίαν ἐγγράφηται καὶ εἰ ξένοϲ εἴη ἀλλ᾿ ἠθαγενὴϲ δηλαδὴ ὡϲ αὐτόχθων ἐκ τοῦ πατρόϲ ἐκ τῆϲ μητρόϲ.

[*](Δ)

87 Ναῦφι: ἐν ταῖϲ ναυϲί.

[*](Ar.)

88 Ναύφρακτονβλέπειϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ· πρὸϲ τῶνθ θεῶν, ἄνθρωπε, ναύλην. ἐπειδὴ μεγάλοι ταῖϲ τριήρεϲιν οἱ ὀφθαλμοὶ γίνονται, δι᾿ ὧν τὰϲ κώπαϲ ἐμβάλλοντεϲ ἐκωπηλάτουν. ὥϲτε τὸ ναύφρακτον βλέπειϲ, αἴνιγμά ἐϲτι τοῦ τρανὲϲ καὶ πλατὺ καὶ μέγα βλέπειϲ.

[*](Ar.)

89 Ναυφράκτῳ ϲτρατῷ: τῷ ϲυμπεφραγμένῳ καὶ ϲυντεταγμένῳ· ἐθαλαϲϲοκράτουν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι μάλιϲτα ἐπὶ τῇ ἐν Ἀρτεμιϲίῳ καὶ Σαλαμῖνι ναυμαχίᾳ.

90 Νάφθα: τριγενὲϲ τοῦτο· κοινῶϲ μὲν γὰρ ἡ νάφθα, εὕρηται δὲ καὶ οὐδετέρωϲ [*](Suid.) τὸ νάφθα, παρὰ Πλουτάρχῳ δὲ καὶ ὁ νάφθοϲ. ὅτι οἱ μὲν Ἕλληνεϲ Μηδείαϲ ἔλαιον ταύτην καλοῦϲιν, οἱ δὲ Μῆδοι νάφθαν.

[*](Δ)

91 Ναχώρ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

92 Ναί: ϲυγκαταθέϲεωϲ ἐπίρρημα. ἔϲτι καὶ ὁρκωμοτικὸν μετὰ κοιμωμένηϲ ὀξείαϲ, οἷον ναῖ τὼ θεώ, τουτέϲτι μὰ τὰϲ θεάϲ.

[*](Δ)

93 Ναίεθοϲ: ὄνομα ποταμοῦ. εἰϲ --- Ναύαιθοϲ, οὗ μέμνηται Λυκόφρων κληθέντα παρὰ τὸ ναῦϲ ἐκεῖ εἰϲ αὐτὸν καυθῆναι ὑπὸ γυναικῶν αἰχμαλώτων χόλῳ τῶν αὐτῶν δεϲποτῶν.

[*](Hom.)

94 Ναιετάουϲιν: οἰκοῦνται. ναίω, ναιέτηϲ, ναιετῶ· ὡϲ κυνηγέτηϲ, κυνηγετῶ. ναιετῶ, ναιετάω· ναιετάουϲιν ἐνεργητικὸν ἀντὶ παθητικοῦ τοῦ οἰκοῦνται.

[*](Δ)

95 Ναίει: διατρίβει.

[*](86 — φυλακῆϲ ═ P 2 cf. Bk. 283, 3 et 5 ἀρχή — vs. 6 ναυτοδίκαϲ Harp. ═ P 3; Crater. fr. 4 FHG 2, 618 87 aliter L, H, sch. B 794 cett. 88 — ἐκωπηλάτουν Ar. Ach. 95 c. sch. cf. P 89 sch. plenior. Ar. Eq. 567 90 Πλουτάρχῳ Alex. 35 91 ═ Ambr. 17 92 l. ═ Ambr. 71 93 — ποτα- μοῦ cf. Ambr. 26—7 εἰϲ sq cf. sch. Lyc. 921, unde Et. M. 598, 38 94 — οἰκοῦνται sch. Δ 45 cf. Ambr. 62. ναίω — ναιετάω ═ sch. A. in Γ 387 cf. An. Ox. 1, 296, 9 (ex quibus et ex sch. Et. M. 598, 51). ναιετάουϲιν alt. sq. sch. A (Aristonic.) in Δ 45 cf. sch. D)[*](90 hinc Eust. I. 700, 56; ὅτι sq. ex v. φάρμακον 92 cf. 102 94 cf. 101)[*](A(GFVM))[*](3 ἀρχή] ἄλλωϲ ss. M 4 γοῦν] δὲ V 5 Ἀθηναίων GM, Harp. plen. 6 εἰϲ — 8 μητρόϲ ex mg. M 11 ναύλη F, lac. sequitur in G; λείπει ss. M; ναύφρακτον βλέπειϲ ex Ar. ed. pr. 12 ὥϲτε — 13 βλέπειϲ om. AFV mg. M 15 ἐν om. AFV Ἄρτεμι AF Ἀρτέμιδι V 90 om. AF; νάφθα παρὰ Μήδοιϲ mg. Ar; 17 Νάφθα — 18 νάφθοϲ] Νάφθαν V; 17 τριγενέϲ — 18 νάφθοϲ mg. M 18 ὄτι om. G 21 ἔϲτι — θεάϲ om. AFV mg. M 23 εἰϲ — 25 δεϲποτῶν ex mg. M 23 post εἰϲ 3 vel 4 verba legi nequunt 26 ναίω] ναίων G ναιετῶν V 27 ναιετάων V ἐνεργητικῶϲ F cp. A παθητικοῦ om. F 28 οἰκοῦϲιν F)
443

96 Ναὶ μὰ τόν· καὶ ναὶ μὰ τόν, εἴγε τοῦ Περϲικοῦ τιϲ ἐφάνη, τὸ [*](Ε) Ῥωμαϊκὸν ἅπαν διόλωλεν.

97 Ναὶ μὰ τόν· ἀμαρτάνοντι ἐπέπληττε καὶ ἀδικοῦντα ἤλεγχε καὶ [*](Ε ?) ἀνέϲτειλε τοῦ ἀδικεῖν πατρικῇ, ναὶ μὰ τόν, ὁ γενναῖοϲ τῇ παρρηϲίᾳ.

98 Ναὶ μὰ τόν· ναὶ μὰ τὸ ῥικνὸν ϲῦφαρ ἐμόν, ὅ ἐϲτι δέρμα. Καλλίμαχοϲ [*](Call.) ἐν Ἑκάλῃ. ναὶ τοῦτο δένδρεον αὖον ἐόν περ. οἱ ἀρχαῖοι οὐ προπετῶϲ κατὰ τῶν θεῶν ὤμνυον, ἀλλὰ κατὰ τῶν προϲτυγχανόντων· ὡϲ καὶ Μένανδροϲ· μαρτύρομαι τὸν Ἀπόλλω τοῦτον καὶ τὰϲ θύραϲ. καὶ Ὅμηροϲ· ναὶ μὰ τόδε ϲκῆπτρον. καὶ Ἑκάλη εἶπε, ναὶ μὰ τόν· καὶ οὐκέτε ἐπάγει τὸν θεόν. ῥυθμίζει δὲ ὁ λόγοϲ πρὸϲ εὐϲέβειαν. τοιούτου ϲχήματόϲ τε καὶ ἤθουϲ καὶ τὸ ναὶ μὰ τάϲ. ὡϲ εἴπερ εἴποι τιϲ, μὰ τὰϲ Χάριταϲ.

99 Ναὶ μήν: ναὶ ὄντωϲ.

[*](Σ)

100 Ναὶ ναὶ μὰ μήκωνοϲ χλόην: ὅρκοϲ ἐπὶ χλευαϲμῷ.

[*](Prov.)

101 Ναίουϲιν: οἰκοῦϲιν.

[*](Σ)

102 Ναίχι: ἐπίρρημα ϲυγκαταθέϲωϲ.