Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

62 Ναύμαχα: μακρὰ δόρατα, ὥϲτε ἀπὸ τῶν νεῶν μάχεϲθαι. οὕτω καὶ Ὅμηροϲ προπαροξυτόνωϲ. ὁ μέντοι ναυμάχοϲ ἀνὴρ πρὸ μιᾶϲ τονοῦται.

[*](Σ)

63 Ναυμαχηϲείοντεϲ: πρὸϲ ναυμαχίαν ἑτοίμωϲ ἔχοντεϲ. ἠ ἐρῶντεϲ τοῦ ναυμαχῆϲαι, ἐπιθυμίαν ἔχοντεϲ ναυμαχίαϲ.

[*](Rhet.)

64 Ναυμάχιον: ὡϲ τοῦ μὴ ϲτρατεύεϲθαι καὶ τοῦ λιπεῖν τὴν τάξιν καὶ τοῦ τὰ ὅπλα ἀπὸβαλεῖν ζημίαι ἦϲαν ὡριϲμέναι ἐκ τῶν νόμων, οὕτωϲ καὶ τοῦ μὴ ναυμαχῆϲαι. τοῦτο τὸ ὅφλημα ναυμάχιον ἐκαλεῖτο.

[*](Synt.)

65 Ναυμαχῶ· δοτικῇ. Κερκυραίοιϲ τε καὶ Πελοπίδαιϲ ἅμα ναυμαχήϲετε. αἰτιατικῇ δέ· πρῶτον μὲν τὸν βαϲιλικὸν κατεναυμάχηϲε ϲτόλον.

[*](Etym.?)

66 Ναύπακτοϲ: πόλιϲ Αἰτωλική. ἀπὸ τῆϲ ἐκεῖ ναυπηγίαϲ τῶν Ἡρακλειδῶν πρὶν ἢ καταϲχεῖν τὴν Πελοπόννηϲον. ὁ πολίηϲ, φαϲί, Ναυπάκτιοϲ.

[*](Etym.?)

67 Ναύπλια: πόλιϲ Αργουϲ. παρὰ τὸ ναυϲὶ προϲπλεῖϲθαι. οἱ πολίται Νοαυπλιεῖϲ.

[*](Δ)

68 Ναύπλιοϲ: ἡ ἐν θαλάϲϲῃ πρόοδοϲ.

[*](Ε)

69 Ναῦϲ· Ἀρριανόϲ· Τραιανὸϲ ὁ βαϲιλεὺϲ περῶν τὸν ποταμὸν ν΄ ναῦϲ εἶχε· δ΄ δὲ ἔφερον τὰ ϲημεῖα τὰ βαϲιλικά, αἵτινεϲ καὶ τὴν ϲτρατηγίδα κάλοιϲ μακροῖϲ ἐξηρτημένην ἐφεῖλκον. εἶχε δὲ ἡ ναῦϲ μῆκοϲ μὲν κατὰ τριήρη μάλιϲτα, εὖροϲ δὲ καὶ βάθοϲ καθ᾿ ὁλκάδα, ὅϲον μεγίϲτη Νικομηδιϲ ἢ ἰγυπτία· ἐν ᾗ ἐπεποίητο αϲιλεῖ ἀποχρῶντα ἐνδιαιτήματα αὕτη δὲ τά τε ἀκροϲτόλια ἔφαινε καὶ ἐπ᾿ ἄκρῳ τῷ ἱϲτίῳ τὸ βαϲιλικὸν ὄνομα καὶ ὅϲοιϲ ἄλλοιϲ βαϲιλεὺϲ γεραίρεται χρυϲῷ ἐγκεχαραγμένα. νενέμητο δὲ τρίχα τὸ πᾶν ναυτικόν, ὡϲ μὴ τῷ ξυνεχεῖ πλόῳ ταράττοιντο.

[*](Δ)

70 Ναυϲικάα: ὄνομα κύριον. μέμνηται Ὅμηροϲ Ναυϲικάαϲ Φαιακικῆϲ βαϲιλικῆϲ παιδὸϲ προϲφυῶϲ τῇ χώρᾳ· ἐπεὶ ναυτικώτατοι ὄντεϲ ἐπέκαιον ταῖϲ ναυϲὶ πίϲϲαν πρὸϲ ἀϲφάλειαν.

[*](60 ὁ—τάχιϲτα Arr. Parth. fr. 58 λιμὴν ἢ εὐδία gl. Hdt. 7, 189 Ὁμήρρῳ. δ 846, κ 141 61—ἐνεδρεύω cf. P; l. ═ Ambr. 68 62 — μάχεϲθαι ═ P, Ba 306, 17 cf. H, sch. 0 389 63 — ἔχοντεϲ ═ P ἐπιθυμίαν sq. cf. sch. Thuc. 8, 79, 3 64 cf. Bk. 217, 21, Poll. 8, 43 65 — ναυμαχήϲετε ═ An. Ox 4, 297, 28 cf. Bk. 158, 30; — δοτικῇ ═ Synt. Gud. et Laur.; Κερκυραίοιϲ—ναυμαχήϲετε Thuc. 1, 36, 3. πρῶτον sq. fort. Cass. vel Diodor. 66 Steph. Byz. cf. Et. M. 508, 26 67 Steph. Byz. 68 ═ Zon. 1387, Ambr. 45 69 Arr. Parth. fr. 67 70 l. ═ L)[*](64 cf. v. Α 2115 69 cf. 74, 400 et v. Α 1017)[*](A(GFVM))[*]( 3 οὕτω—Ὁμήρῳ om. AFV mg. 4 ἢ—καθιϲτῶν om. AFV ss. M 5 οὕτω—6 τονοῦται ex mg. 7 ἢ 8 ναυμαχίαϲ om. AFV mg. M 11 μὴ om. AFV, v. Α 2115, ss. 65 om. AFV mg. Ar 12 τε ArM, Thuc., An. Ox., Bk.: δὲ G Πελοπίδαιϲ] Πελοποννηϲίοιϲ Thuc., Bk. 13 πρῶτον. ArM: πρὸϲ G ἀπεναυμάχηϲε Ar 66—7 om. AFV mg. M 18 Ναῦϲ] πλ(ηθυπικόν) ss. M Ἀρριανόϲ—21 μάλιϲτα] πλοῖον μῆκοϲ ἔχοντα τριήρηϲ F 18 ναῦϲ] νῆαϲ A 20 καθεῖλκον V 23 αὕτη—25. 26 ταράττοιντο] Ἀρριανόϲ F cf. ad vs. 18 23 τῷ A: τὸ V τῶν ἱϲτίων GM 24 ὄνομα] ὄμμα Toup βαϲιλεῖ A cp. GM 25 τῷ] τὸ A 25. 26 ταράττειν V 27 29 ἀϲφάλειαν om. AFV mg. M)
441

71 Ναυϲικράτηϲ, κωμικόϲ. τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐϲτι Ναύκληροι, [*](Hesy.?) Περϲίϲ. Ναυκράτην μέντοι εἰπεῖν ἐφίληϲέ τιϲ ἐπὶ ἐχενηΐδοϲ φάναι· ὡϲ [*](Suid.) ταυτὸν ὄν ἔχειν, ἤγουν ἐπέχειν νῆα, ὅθεν ἡ ἐχενηΐϲ, καὶ ναῦν κρατεῖν, ὅθεν ὁ ναυκράτηϲ.

72 Ναῦϲ ἱκετεύει πέτραϲ: ἐπὶ τῶν πάνυ ἀναιϲθήτων ἡ παροιμία.

[*](Prov.)

73 Ναυϲίποροϲ: ὑπὸ νηῶν περαιούμένοϲ.

[*](Σ)

74 Ναῦϲ Νικομηδὶϲ καὶ ϲτρατηγίϲ. τούτου τὸ μὲν ἐκ τόπου παρῆκται, [*](Ε) τὸ δὲ κατ᾿ ἀξίωμα.

75 Ναῦϲ παλαιὰ πόντον οὐχὶ πλώϲει: παροιμία ἐπὶ τῶν εἰϲ [*](Prov.) μηδὲν ϲυντελούντων.

76 Ναυϲθλώϲομαι: ναυϲθλώϲαϲθαι κυρίωϲ ἐϲτὶ τὸ ναῦν μιϲώϲαϲθαι, [*](Ar.) νῦν δὲ τὸ νεὼϲ ἐπιβήϲομαι.

77 Ναύϲων Ναυκράτη: ἐπὶ τῶν ὁμοίωϲ ἀποδιδόντων ἀλλήλοιϲ. [*](Prov.) ὀνοματοποίηϲιϲ δὲ τὸ Ναύϲων, ὡϲ τό, ἀγαθῶν ἀγαθίδεϲ καὶ λευκότεροι Λεύκωνοϲ. ἐπιϲτολιμαῖοϲ ὁ χαρακτήρ· ὡϲ καὶ εἴ τιϲ εἴποι Πομπαῖοϲ Πομπίλῳ· ἢ Πομπαῖοϲ Πομπῖλον προϲφωνεῖ. καὶ ἔϲτι τὸ ϲχῆμα παρηχητικόν.

78 Ναύϲταθμον: τὸν λιμένα. ἐφράττοντο δὲ καὶ δέρματι οἱ [*](Σ) τόποι πρὸϲ τὸ μὴ βλάπτεϲθαι τὰ ϲανιδώματα. ἢ ὅτι ὁ ναυτικὸϲ [*](Ar.) ϲτρατὸϲ ναύϲταθμοϲ καλεῖται.

79 Ναυϲτολίαν: πλοῦν. καὶ Ναυϲτολῶ, ῥῆμα.

[*](Σ Δ)

80 Ναύτηϲ: καὶ ὁ ἐπιβάτηϲ εἰκόνα τῆϲ κήληϲ Διονύϲιοϲ ὧδ᾿ ἀνέθηκε ϲωθεὶϲ ἐκ ναυτῶν τεϲϲαράκοντα μόνοϲ.

[*](Anth.)

81 Ναυτιᾶν: τὸ ἐν τῇ νηῒ κυρίωϲ ἐμεῖν. τοῦτο καὶ ναυϲιᾶν λέγεται ῥητορικῶϲ.

82 Ναυτικῶϲ δανείζειν· φαϲὶ Ζήνωνα ὑπὲρ, ᾳ΄ τάλαντα ἔχοντα ἐλθεῖν εἰϲ τὴν Ἑλλάδα καὶ ταῦτα δανείζειν ναυτικῶϲ.