Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Thdr.)

583 Νυκτικόραξ: εἶδοϲ ὀρνέου ἐρημικοῦ, ὃ τὰϲ οἰκουμέναϲ φεύγων τῶν οἰκιῶν ταῖϲ ἐρήμοιϲ καὶ καταλελυμέναιϲ προϲτρέχει· τὰ γὰρ οἰκόπεδα ἐρείπιά φαϲιν. οὕτω καὶ τὸ ϲτρουθίον δειλὸν ὄρνεον ὄν ὑπὸ ἀγωνίαϲ ἐλαύνει τὸν ὕπνον.

[*](Σ)

584 Νυκτιλόχοι: λῃϲταί. καὶ Νυκτοπεριπλάνητοϲ παρὰ [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνει.

[*](570 ═ P, Ba 310, 21 cf. Zon. 1412, H 571 ═ Ba 310, 22, Σa, P 572 ═ P, Ba 310, 23, Zon. 1412 573 ═ Ambr. 420 cf. (in Τ 411) 574 — vs. 8 νοιδίων Ar. Eq. 99—100 c. sch. 575 Thdr. in Ps. 3, 6, PG 80, 885d 576 ═ Paroem. ed. Gsf. 82, n. 682 cf. Diogen. VI 89, H 577 περὶ sq. Laert. 6, 77 578 ═ P 579 — λύκοι ═ P cf. H ὅτι—γεννώμενον cf. Ar. Byz. Epit. 120, 10 et 13 58> ═ Ambr. 362 581 ═ P, Ba 310, 4 cf. H, Zon. 1408 582 ═ sch. A (Aristonic.) in Μ 463; Α 47 583 ὁ sq. Thdr. in Ps. 101, 7, PG 80, 1677c 584 — λῃϲταί ═ Σa, P, Ba 310, 5 cf. Zon. 1408 Ἀριϲτοφάνει Ach. 264)[*](578 cf. v. ΑΙ 230 579 init. hinc Eust. I. 809, 45 (falso Ael. D. fr. 251 adiectum sec. Wentzel). ὅτι pr.—γεννώμενον cf. v. ϲάρκινοϲ; ὅτι alt. sq. ex v. Δ 1282)[*](A(GTFVM))[*]( 3 καὶ Νωχελήϲ GFVM 4 καὶ Νωχελία GFVM 6 οὕτωϲ om. F, sch. 8 κάλλιον—10 βοίδιον om. AFV mg. M 9 πρόχουϲ Bhd. 11 Νύκτα] νύκτα add. V 17 ὑπερέκκειτο F ἡπερ ἔκκειται Mec ὅπερ ἔκκειται Phot. ὑπὲρ ἦϲ κεῖται Toup 18 λύκοι] Νύκταλοϲ ὁ φιλῶν τὴν νύκτα add. V cf. vs. 14 ὅτι — 20 διοίϲειν om. AF post 581 V 18 ἡ om. GT 19 ὅτι om. GT 20 καὶ alt.— διοίϲειν om. V 22 ἐν alt. om. A 25 οἰκουμενικὰϲ φεῦγον AV 26 καὶ om. A γὰρ] δὲ ss. M)
487

585 Νύκτωρ: διὰ τῆϲ νυκτόϲ.

[*](Δ)

586 Νύμφα: νύμφη. Ἰωνικῶϲ. ὡϲ τόλμη, τόλμα.

[*](Δ)

587 Νυμφαγωγῶ· δοτικη.

[*](Synt.)

588 Νύμφαι: ϲκώληκεϲ οἱ ἐν τοῖϲ τῶν μελιϲϲῶν κυττάροιϲ, ὅταν [*](Σ) ἤδη πτεροποιεῖν ἄρξωνται. οἱ δ᾿ ἁπλῶϲ τοὺϲ πτερωτοὺϲ ϲκώληκαϲ, Σάμιοι. καὶ τὸ ἀνὰ μέϲον τῶν γυναικείων αἰδοίων νύμφην καλοῦϲι. καὶ τῶν ῥόδων αἱ κάλυκεϲ αἱ μεμυκυῖαι νύμφαι. καὶ αἱ νεόγαμοι κόραι νύμφαι. καὶ αἱ Μοῦϲαι δὲ ὑπὸ Λυδῶν νύμφαι. ὅτι δὲ πάντων τῶν καρπῶν αἱ ἐκφύϲειϲ οὕτω, δῆλον. περὶ δὲ τῶν θεῶν Διονυϲίῳ πᾶϲα ἱϲτορία ϲυνῆκται ἐν τριάκοντα καὶ τριϲὶ βιβλίοιϲ.

589 Νυμφαπῖον: νυμφῶν ἱερόν.

[*](Σ)

90 Νύμφαιον· ἐν τῷ Πόντῳ ἐϲτὶ τὸ Νύμφαιον. καὶ φηϲὶ Κρατερὸϲ [*](Harp.) ἐν θ΄ τῶν ψηφιϲμάτων, ὅτι Ἀθηναίοιϲ ἐτέλει τάλαντον.

591 Νύμφαι πίδακα· ἐν Ἐπιγράμμαϲι· παναγέλην νυμφαιπίδακα, Βάκχε γάνοϲ. [*](Suid.) ζήτει ἐν τῷ γάνοϲ.

592 Νυμφεύτρια: ἡ ϲυμπεμπομένη ὑπὸ τῶν γονέων τῇ νύμφῃ. καὶ [*](Σ) ἡ νεόγαμοϲ δὲ καὶ ἡ γαμετή· καὶ πρεϲβυτέρα, Πηνελόπη καὶ ἡ Ἑλένη. παρὰ Ἀθηναίοιϲ καὶ ἡ τοῦ Διὸϲ μήτηρ καὶ ἡ θεὰ ἡ ἐπὶ τῶν ὑδάτων.

593 Νυμφεῖοϲ οἶκοϲ: ἐν ᾧ αἱ νύμφαι εἰϲί. Νύμφιοϲ δὲ κόϲμοϲ, [*](Δ + Σ) κτητικῶϲ, ὡϲ Τύριοϲ, Φρύγιοϲ, Λύδιοϲ. ἠματίᾳ ᾧ νύμφιοϲ ἀνήπτετο [*](Anth.) λαμπάδι παϲτάϲ, τούτῳ πυρκαϊῆϲ οὐ ναλάμων ἔτυχεϲ.

594 Νύμφη: τηγή. καὶ ἡ νεόγαμοϲ γυνή. Αἰλιανόϲ· μῆνιϲ δὲ [*](Σ) ἐδόκει καὶ Νυμφῶν δι᾿ ἀπορίαν ναμάτων. Νύμφην δὲ καλοῦϲι [*](E) καὶ τὸ ἀνὰ μέϲον τῶν γυναικείων αἰδοίων. ὡϲ προεγράφη.

[*](Σ)

595 Νυμφικὰ λουτρά: τὰ εἰϲ γάμουϲ ἐκ τῆϲ ἀγορᾶϲ ἀπὸ κρήνηϲ [*](Σ) λαμβανόμενα.

596 Νυμφίοϲ: ὄνομα ποταμοῦ. Πιϲίδηϲ· καὶ τὸν μέγιϲτον ἐκπεράϲαϲ [*](Δ) Νυμφίον, ὅϲτιϲ Τίγριδοϲ ταῖϲ ῥοαῖϲ ἐπιρρέων ἀποϲτερεῖται τοῦ καλεῖϲθαι Νυμφίοϲ.

[*](585 ═ Ambr. 385, Zon. 1410 cf. H 586 Phryn. fr. 340 sed cf. Ambr. 371 587 ═ Synt. Gud. et Laur., An. Ox. 4, 298, 8 588 ═ P cf. H, Poll. 7, 147—8, Eust. O. 1736, 5; Διονυϲίῳ cf. Wentzel, Herm. 33, 288 589 ═ P, Ba 310, 6 590 Harp. ═ P; Crater. fr. 12, FHG 2, 622 592 ═ P cf. H (in Ar. Ach. 1056) 593— οἷκοϲ ═ Ambr. 358 cf. Zon. 1408, Philop. Νύμφιοϲ + κτητικῶϲ—Λύδιοϲ ═ P, Σα, Ba 310, 10; aliter Ambr. 359 ἠματίᾳ sq. Anth. 7, 188, 7—8 594 —γυνή ═ P, Σα cf. Ba 310, 9, H μῆνιϲ—ναμάτων Aelian. fr. 165 νύμφην—αἰδοίωνίων cf. ad 588 595 ═ P cf. H 596 καὶ sq. Pisid. Fr. 124—6)[*](588 cf. 594 591 ex v. Γ 59 594 cf. 588)[*](2 νύμφη] ἡ ν. F 4 μελιττῶν GTM κυπάρροιϲ AFV κυταρίοιϲ T cf. A(ATFVM) Phot. 5 πτεροφυεῖν GT 7 μεμακυῖαι Α 591 om. AF post 594 V 15 ζήτει—γάνοϲ om.V in spat. Add. M 592 post 593 GTM 16 τῶν om. F 16. 17 καὶ ἡ νεόγαμοϲ ad 594 pertinere vidit Hemst. 17 καὶ sec. om. GT κἂν ᾖ Dobree; οἷον ἡ post πρεϲβυτέρα add Bhd., ὡϲ Naber Πηνελώπηϲ καὶ ἡ Ἑλένηϲ F 19 δὲ om. A, nov. gl. (extra ord. et cf. Zon. 1408, Ps. Herodian. 173 et 263) 20 Φρύγιοϲ post Λύδιοϲ V ante Τύριοϲ G cf. Ba 21 ναλάμων] θαλάμων Anth., vitium ex vs. 23 ortum 22 Αἰλιανόϲ—24 προεγράγη om. F 22 Αἰλιανόϲ] δέ add. GTVM 23 Νύμφην—24 προεγράφη om. GT 24 ὡϲ προεγράφη ex M: om. rell. 28 Τίγρητοϲ GTVMac)
488
[*](Ar.)

597 Νυμφίου βίον: παροιμία. ὑμεῖϲ μὲν ἄρα ζῆτε νυμφίου βίον. οἱ γὰρ γαμοῦντεϲ ἐϲτέφοντο ϲιϲύμβροιϲ καὶ φυτοῖϲ τιϲι πρὸϲ τὰϲ τῶν γάμων ἡμέραϲ.

[*](Δ + Hesy.)

598 Νύμφιϲ, Νύμφιδοϲ Ξεναγόρου, Ἡρακλεώτηϲ ἐκ Πόντου, ἱϲτορικόϲ. Περὶ Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων καὶ ἐπιγόνων βιβλία κδ΄, Περὶ Ἡρακλείαϲ βιβλία ιγ΄· ἔχει δὲ μέχρι τῆϲ καθαιρέϲεωϲ τῶν τυράννων τὰ μετὰ τοὺϲ ἐπιγόνουϲ καὶ μέχρι τοῦ τρίτου Πτολεμαίου.

[*](Δ)

599 Νυμφοϲτολῆϲαι: νύμφην κοϲμῆϲαι.

[*](Σ)

600 Νυμφοϲτόλοϲ: νυμφαγωγόϲ.

[*](Δ)

601 Νυμφῶνοϲ: τοῦ κοιτῶνοϲ.

[*](Hom.)

602 Νῦν: χρονικὸν ἐπίρρημα. νῦν δεῖ ϲε πάντα δὴ κάλων ἐξιέναι [*](Ar.) ϲεαυτοῦ, καὶ λῆμα θούριον φορεῖν καὶ λόγουϲ ἀφύκτουϲ, ὅτοιϲι τόνδ᾿ ὑπερβαλῇ· ποικίλοϲ γὰρ ἁνὴρ κἀκ τῶν ἀμηχάνων πόρουϲ εὐμηχάνουϲ πορίζων. Κάλων, ϲχοινίον. τροπικῶϲ δὲ ὡϲ ἐπὶ τοῦ ἱϲτοῦ λέγει, δεῖ τὰ ἄρμενα πάντα κινεῖν ὑπὲρ τοῦ γενέϲθαι αὐτοῦ.