Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

264 Νευθάν: εἶδοϲ μέτρου.

[*](Δ)

265 Νεῦμαι: ἀντὶ τοῦ ἐλεύϲομαι. Ὅμηροϲ· ἠῶθεν γὰρ νεῦμαι. ἐνεϲτῶτόϲ [*](Hom.) ἐϲτι νέομαι, νεῦμαι. βούλεται δὲ εἰπεῖν ἐλεύϲομαι.

266 Νεῦρα μάχηϲ: ὁ πλοῦτοϲ. Πιϲίδηϲ· βλέπων μάλιϲτα καὶ τὰ νεῦρα τῆϲ μάχηϲ, τὸν πλοῦτον ἐκρεύϲαντα πρὸϲ τοὺϲ βαρβάρουϲ.

267 Νευράν: χορδήν. τὸ παχὺ ἔντερον τοῦ προβάτου.

[*](Etym.)

268 Νευρῆφιν: ἐκ τῆϲ νευρᾶϲ τοῦ τόξου.

[*](Δ)

269 Νεῦροι θ᾿ Ἱπποπόδεϲ τε: οἱ αὐτοὶ καὶ Νευρῖται. Σαρματίαϲ ἔθνοϲ. ἡ [*](Etym. ?) χώρα Νευρίϲ.

270 Νεῦρον : δι᾿ οὖ νεύει τὰ κατὰ ϲῶμα. ἢ παρὰ τὸ νέω· νεῖται γὰρ τὰ νεῦρα [*](Etym.) δι᾿ ὅλου τοῦ ϲώματοϲ.

[*](260 οὗτοϲ sq. Socr. h. e. 7, 32, 10 262 νέοτητοϲ cf. sch. Ψ 604 ═ Ap. S. 115, 30, H 268 ═ Paroem. ed. Gsf. 83, n. 690 cf. Eur. fr. 508 265 Σ 136 c. sch. ═ sch. A (Aristonic.) 266 βλέπων sq. Pisid. Heracl. 1, 163—4 267 cf. Et. Gen. ═ ms. V (Et. Sym.) ap. Et. M. 601, 38 268 l. Θ 300 cett. 269 Steph. Byz. (textu plenior.); ═ τε Dionys. Per. 310 270 cf. Orion 109, 15, Et. M. 601, 37)[*](261 cf. vv. Π 1466 et Τρυφιόδωροϲ. hinc v. Π 665 extr. et Ps. Hesych. 48 266 cf. v. Μ 380)[*](3 παρθένον καὶ ex A, Exc, Georg. 4 τρίτοϲ AV: καὶ τ. GM 7 φυϲι- A(GFVMB) κὸϲ A 8 ἀνάγωγοϲ] μὴ τυχὼν τῆϲ δεούϲηϲ ἀναγωγῆϲ ex v. A 1837 mg. add. A; φαύλωϲ ἀνηγμένοϲ, κακῆϲ ἀγωγῆϲ· ἀάγωγοϲ καὶ δι᾿ εὐφωνίαν ἀνάγωγοϲ· ἀναγωγὸϲ δέ γε ὀξυτόνωϲ ὁ ἀνάγων τιναϲ διὰ παιδεύϲεωϲ mg. add. GM 11 Λυκαονίαϲ coll. Steph. Byz. v. Λαρανδα Daub cf. v. Π 1466 12 Σεβήρου Mec Ἰλιάδα] γράψαϲ add. GM 13 ὁ AV: καὶ ὁ GM 15 ἐκλιμπάνει Kust. Μετα- μορφώϲειϲ] ἔγραψε δηλαδὴ ss. M; μυθικάϲ, ὁποίαϲ πολλάκιϲ τερθρεύονται οἱ ποιηταί mg. add. MB 16 ὥϲπερ καὶ: ὥ. ὁ V ἄλλα] πολλὰ add. V 17 [ἐπι]ρ- ρη(μα) —18 ἠοῖοϲ ex mg. M: om. rell. 263 non nov. gl. GVM 19 γεραιτέροιϲ G Paroem. 22 ἐϲτι] δὲ G 267 om. AFV mg. Ar 25 Νευρά, χορδή Ar 269—70 om. AFV mg. M)
458

271 Νευροϲπαδὴϲ ἄτρακτοϲ: παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Φιλοκτήτῃ. ὃν ἀφίηϲί τιϲ τῇ νευρᾷ ἐπιϲπώμενοϲ αὐτόν.

[*](Σ + Ε)

272 Νευϲούμενοι: κολυμβήϲοντεϲ. Ξενοφῶν· ἐκδύντεϲ, ἔχοντεϲ τὰ ἐγχειρίδια γυμνοὶ ὡϲ νευϲούμενοι ἐπειρώμεθα διαβαίνειν.

[*](Phil.)

273 Νεφέλαι: ἡ καπνώδηϲ ἐκ γῆϲ ἀναθυμίαϲιϲ. καὶ εἶδοϲ δικτύου [*](Ar.) θηρευτικοῦ. ἐτυμολογεῖται νεφέλη παρὰ τὸ νείφειν, ὅ ἐϲτι βρέχειν, καὶ τὸ [*](Etym.) ἕλκειν. ἡ βρέχη ἐφελκομένη.

274 Νεφέλαϲ ξαίνειϲ: ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων καὶ ἀδυνάτων. εἴληπται [*](Suid.) ἴϲωϲ τὸ ξαίνειν ἐκ τοῦ εἰπόντοϲ, ἐοικέναι τὰϲ νεφέλαϲ ἐρίοιϲ ἀναπεπταμένοιϲ.

275 Νεφελοκοκκυγία: πόλιϲ παρὰ Ἀριϲτοφάνει πεπλαϲμένη εἰϲ τὸν ἀέρα οὖϲα. ἣν παίζει ἐκεῖνοϲ ὑπὸ ὀρνίθων πεπολίϲθαι.

[*](Δ)

276 Νεφθαλείμ: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Etym. ?)

277 Νεφθαλῖται: ἔθνοϲ ἐπικρατῆϲαν τῆϲ ἕω παρὰ Ἰωϲήπῳ.

[*](Etym.)

278 Νέφοϲ: οἱονεὶ νέφαοϲ, τὸ ἐϲτερημένον φωτόϲ. οὕτω καὶ κνέφαϲ, τὸ κενὸν φάουϲ.

[*](Thdr.)

279 Νεφροί: οἱ λογιϲμοί. ἐπειδὴ τὰϲ ὑπογαϲτρίουϲ ὀρέξειϲ οἱ νεφροὶ διεγείρουϲιν, ἐντεῦθεν κινοῦται τῆϲ ἐπιθυμίαϲ οἱ λογιϲμοί.

[*](Etym.)

280 Νεφροὶ ϲώματοϲ: εἰϲ οὓϲ νείφεται τὸ οὖρον.

[*](Δ)

281 Νείατοϲ: ἔϲχατοϲ. καὶ οὐδὲτερον Νείατον.

[*](Δ)

282 Νείαιρα: τόποϲ ἔϲχατοϲ τῆϲ γαϲτρόϲ.

[*](Hom.)

283 Νεικέϲαι: παῤ Ὁμήρῳ τὸ λοιδορῆϲαι, ἀλλ᾿ οὐ τὸ κρῖναι.