Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

244 Νεωτερίζειν. Θουκυδίδηϲ· τῇϲ ἡμέραϲ τὸ πνῖγοϲ ἐλύπει, [*](Ε) νύκτεϲ δὲ μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἀϲθένειαν ἐνεωτέριζον. [*](Ε) ὁ δὲ βάρβαροϲ οὐδὲ ἐπὶ τὴν νεωτερίζουϲαν τὰ πράγματα ἔϲχεν ἀνενεγκεῖν τὴν αἰτίαν, ὡϲ ἂν ἔννομόν τινα καὶ ὕπαιθρον ἀγωνιϲάμενοϲ μάχην.

[*](Δ Suid.)

245 Νεωτεριϲμόϲ. ἀνταρϲία.

[*](Ε)

246 Νεώτερον: καινόν. ὁ δὲ ἔλεγε δεδιώναιν ἂν ἀδόκητόν τι καὶ νεώτερον κακὸν ἀπαντήϲῃ.

[*](Σ)

247 Νεωτεροποιόϲ: ἀντάρτηϲ, τύραννοϲ, ἐπιθέτηϲ.

[*](Σ)

248 Νεώτεροϲ: τὸ ϲυγκριτικὸν ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ. ἀντὶ τοῦ νέοϲ.

[*](Etym.?)

249 Νέπετοϲ: πόλιϲ Ἰταλίαϲ. παρὰ Διονυϲίῳ ἐν Ῥωμαῖκοῖϲ. τὸ ἐθνικὸν ϲεϲημείωται· Νεπεϲῖνοϲ γάρ, τροπῇ τοῦ τ εἰϲ ϲ.

[*](239 — προϲφτωϲ cf. H, Zon. 1395; l. cf. Ambr. 187 ὥϲπερ—νεωϲτί cf. Et. M. 600, 55 (et cod. V in app.) 240 — θάλαττεύοιεν ═ P cf. Bk. 282, 3 Et. M. 601, 17 Πολυκράτηϲ sq. Hdt. 3, 45, 4 241 — μέλλον ═ P, Ba 308, 11. Et. M. 601,16 cf. sch. Luc. 109, 14, H, Ambr. 189 παρὰ sq. cf. Et. 600, 56 ἀεὶ—πλούϲιοϲ Philemon. fr. 82 243 ═ P, Σa cf. Ba 308, 13, Zon. 1395, H 244 l. cf. Ambr. 184 τῆϲ—ἐνεωτέριζον Thuc. 7, 87, 1 ὁ sq. Eunap. attr. Wyttenbach 245 aliter Ambr. 81, Ps. Herodian. 90 246 ὁ sq. Aelian. fr. 299 247 ═ P, Ba 308, 12 cf. Zon. 1390 248 cf. H, Bk. 109, 8; Atticistis attr Wentzel 249 Steph. Byz,)[*](241 Philemo cf. v. Α 608 244 extr. cf. v. ὑπαίθριον)[*](A(GFVM))[*]( 1 Ἡρόδοτοϲ] καὶ Ἡ. G καὶ ss. M ἣν Ἡ. Herp. Phot. μὲν GM, Harp. Phot. μὴν AFV 3 ὥϲπερ—5 ἐκεῖνο om. AFV mg. M 7 ὅτι—10 νεωϲοίκοιϲ om. F 7 Σαλαμίων V 10 αὐτοῖϲ Mec νεωϲοίκοιϲ AV 11 παρὰ— 15 ἔναγχοϲ om. AFV 13 νέωϲ] νέοϲ ed. pr. 14 ἐκδρομῇ] ἐκβολῇ Kust. ἀποβολῇ Et. 19 τῆϲ om. F 21 ὁ—23 μάχην om. F 24 ἀνταρϲία om. AFV ss. cf. vs. 27 28 τοῦ om. GM νέοϲ] ὁ νέωϲ 249 om. AFV mg. M)
455

250 Νέποδεϲ: οἱ ἰχθύεϲ. παρὰ τὸ νε ϲτερητικὸν καὶ τὸ ποῦϲ· ἄποδεϲ [*](Ecl.) γάρ εἰϲιν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· πτηνὰ καὶ ἀγροτέρων κέρδεα καὶ νεπόδων.

[*](Anth.)

251 Νέποδεϲ: νηξίποδεϲ· τὸ γὰρ ἄποδεϲ ψεῦδοϲ· ἔχουϲι γὰρ πόδαϲ [*](Σ?) αἱ φῶκαι. ἀμφὶ δέ μιν φῶκαι νέποδεϲ. Ὅμηροϲ. Νέπωϲ δέ, [*](Δ) Νέπωτοϲ, ἐθνικόν. καὶ ὄρουϲ δὲ ἀνύδρου ὄνομα. παρὰ τὸ νε ϲτερητικὸν [*](Etym.) καὶ τοῦ πῶμι, πώϲω, κατὰ τοὺϲ παλαιούϲ. ἐξ οὗ δηλαδὴ οὐκ ἔϲτι πιεῖν.

252 Νέρβαϲ, βαϲιλεὺϲ τῶν Ῥωμαίων. οὗτοϲ καὶ τὸν εὐαγγελιϲτὴν Ἰωάννην ἀπὸ τῆϲ ἐξορίαϲ Πάτμου ἀνακαλέϲαϲ ἤγαγεν ἐν Ἐφέϲῳ· καθ᾿ ὃν καιρὸν καὶ τὸ τῶν Μανιχαίων ἀνεφάνη δόγμα, αὐτοῦ Μάνεντοϲ φανερῶϲ ἐξηγουμένου.

253 Νεργόβριγεϲ· ἐθνικόν. Ἀππιανόϲ· Νεγρόβριγεϲ δ᾿ αὐτοῦ περὶ [*](E) τῆϲ μετριοπαθείαϲ πυθόμενοι ἐθαύμαζον.

254 Νέρων, βαϲιλεὺϲ Ῥωμαίων. οὗτοϲ κραταιουμένηϲ αὐτῷ τῆϲ [*](EV) βαϲιλείαϲ ἐϲ ἀνοϲίουϲ πράξειϲ ἐξώκειλε καὶ ἀλλότρια τῆϲ βαϲιλείαϲ ἐπετήδευϲε πράγματα, κιθαρίζων καὶ τραγῳδῶν καὶ ὀρχούμενοϲ ἐπὶ τῶν θεάτρων. καὶ προϲ πάϲαιϲ αὺτοῦ ταὶϲ γενόμεωοϲ τοῦ θείου λόγου. θεομαχίαϲ μύϲοϲ προϲέθηκε, διώκτηϲ πρῶτοϲ γενόμενοϲ τοῦ θεέιου λόγου. μετὰ δὲ ταῦτα ἀνεῖλε καὶ τὴν μητέρα καὶ ἑαυτόν. ὅτι Νέρων ἔτι [*](E) νέοϲ ὢν ἐϲχόλαζε φιλοϲόφοιϲ καὶ τὰ περὶ τοῦ Χριϲτοῦ κατεμάνθανεν· ἔτι γὰρ ἐνόμιζεν αὐτὸν τοῖϲ ἀνθρώποιϲ ϲυναναϲτρέφεϲθαι. καὶ μαθών, ὅτι ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων ἐϲταυρώθη, ἠγανάκτηϲε καὶ προϲέταξεν ἐλθεῖν τοὺϲ ἱερεῖϲ Ἄνναν καὶ Καϊάφαν καὶ αὐτὸν Πιλάτον τὸν ἄρχοντα τότε γενόμενον ϲιδηροδεϲμίουϲ. καὶ καθίϲαϲ ἐπὶ τῆϲ ϲυγκλήτου τὰ περὶ αὐτοῦ πεπεραγμένα κατεμάνθανεν. οἱ οὖν περὶ τὸν Ἄνναν καὶ καϊάφαν ἔλεγον, ὅτι ἡμεῖϲ τοῖϲ νόμοιϲ αὐτὸν παρεδώκαμεν καὶ εἰϲ καθοϲίωϲιν οὐχ ἡμάρτομεν· ὁ γὰρ ἄρχων ἐξουωίαν ἔχων ὅϲα ἠβουλήθη ἔπραξεν. ἀγανακτήϲαϲ οὖν ὁ Νέρων Πιλάτον ἐν τῷ δεϲμωτηρίῳ ἐνέβαλε, τοὺϲ δὲ περὶ τὸν Ἄνναν καὶ Καϊάφαν ἀπέλυϲεν. ἤκμαζε δὲ τότε καὶ Σίμων ὁ μάγοϲ. καὶ διαλεγομένων Πέτρου καὶ Σίμωνοω παρουϲίᾳ Νέρωνοϲ, [*](250 — εἰϲιν cf. Orus ap. Et. M. 601, 29; ἄποδεϲ ═ L cf. sch. δ 404, Apion ap. Ap. S. 115, 31, Ps. Herodian. 90 πτηνὰ sq. Anth. 6, 11, 6 251 — φῶκαι cf. Ap S. 115, 31, unde H. ἀμφὶ — ωέποδεϲ δ 404 Νέπωϲ — ἐθνικόν aliter Ambr. 98 καὶ ὄρουϲ — πώϲω cf. Et. M. 601, 33 253 Νεργόβριγεϲ alt. sq. App. Iber. 48 254 — vs. 19 ἑαυτόν Georg. 381, 19—382, 1 ═ EV 1, 136, 1—6 vs. 19 Νέρων — p 456 15 προϲτάξεωϲ Io. Ant. fr. 90, FHG 4, 574 cf. EV 1, 181, 14— 182, 3 et Malal. p. 254) [*](253 cf. v. M 811 254 Io. cf. v. K 122 p. 456, 15 ὁ—πεφυρμένοϲ cf. v. A 1128) [*](1 ϲτερητικὸν] μόριον add. F 4 Νέποδεϲ] φῶκαι ss. M 6 ἐθνικόν] e A(GFVM) compend. ortum putat Bhd., κύριον Ambr. καὶ — 7 πιεῖν om. AFV mg. M 7 τοῦ G: τὸ M 9 ἀπὸ] ἐκ A 12 ἐθνικόν ex G solo; ἔθνοϲ ss. M 15 καὶ — 16 πράγματα om. V 17 καὶ πρὸϲ πάϲαιϲ AGM cf. Georg.: πάϲαιϲ δὲ V cf. Exc. 18 παρέθηκε AMec τοῦ θείου λόγου om. V 20 τοῦ om. GFVM 23 τοὺϲ ἱερεῖϲ om V αὐτὸν] τὸν add. F τὸν—24 γενόμενον om. V, Exc. 25 πεπραγμένα| γεγραμμένα F 26 παραδεδώκαμεν GVM 27 ὁ γὰρ] καὶ ὁ V 28 ἐνέβαλε—29 τὸν] ἔβαλλε, τὸν δὲ V 29 δὲ alt. om. F καὶ alt. om. V 30 παρουϲία GM: παρρηϲίᾳ AF; παρουϲία Νέρωνοϲ om. V)

456
ἤχθη Πιλάτοϲ ἀπὸ τοῦ δεϲμωτηρίου· καὶ παριϲταμένων τῶν τριῶν τῷ Νέρωνι, ἐρωτᾷ τὸν Σίμωνα, ϲὺ εἶ ὁ Χριϲτόϲ; ὁ δὲ λέγει, ναί. εἶτα ἐρωτᾷ τὸν Πέτρον, ϲὺ εἶ ὁ Χριϲτόϲ; ὁ δὲ λέγει, οὔ· ἐμοῦ γὰρ παριϲταμένου εἰϲ τὸν οὐρανὸν ἀνελήφθη. ἠρώτηϲε δὲ καὶ τὸν Πιλάτον, ποῖόϲ ἐϲτιν ἐκ τούτων ὁ λεγόμενοϲ Χριϲτόϲ; καὶ εἶπεν, οὐδὲ εἷϲ· ὁ μὲν γὰρ Πέτροϲ μαθητὴϲ αὐτοῦ γέγονε καὶ εἰϲηνέχθη παῤ ἐμοὶ ὡϲ μαθητὴϲ αὐτοῦ καὶ ἠρνήϲατο αὐτὸν λέγων, οὐκ οἷδα τὸν ἄνθρωπον· καὶ πέλυϲα αὐτόν οὗτοϲ δὲ ὁ Σίμων οὐδαμῶϲ ἔγνωϲταί μοι, οὐδεμίαν δὲ ἔχει ὁμοιότητα πρὸϲ ἐκεῖνον· ἔϲτι γὰρ οὗτοϲ καὶ Αἰγύπτιοϲ καὶ ἐμπληθὴϲ καὶ κατάκομοϲ καὶ μέλαϲ, παντελῶϲ τῆϲ ἐκείνου μορφῆϲ ἀλλότριοϲ. ἀγανακτήϲαϲ οὖν ὁ βαϲιλεὺϲ κατὰ μὲν τοῦ Σίμωνοϲ ὡϲ ψευϲαμένου καὶ εἰπόντοϲ ἑαυτὸν Χριϲτόν, κατὰ δὲ τοῦ Πέτρου ὡϲ ἀρνηϲαμέου τὸν διδάϲκαλον ἐξέβαλεν αὐτοὺϲ ἀπὸ τοῦ ϲυνεδρίου. τὸν δὲ Πιλάτον τῆϲ κεφαλῆϲ ἀπέτεμεν ὡϲ τηλικοῦτον ἄνθρωπον ἀνελεῖν [*](Hesy.) τολμήϲαντα δίχα βαϲιλικῆϲ προϲτάξεωϲ. ὡϲ δὲ ἐκλήθη ὁ Νέρων πηλὸϲ αἵματι πεφυρμένοϲ. κεῖται ἐν τῷ Ἀλέξανδροϲ Αἰγαῖοϲ.

[*](Δ)

255 Νέρτεροϲ: κατώτεροϲ. τὸ ἐντελὲϲ ἐνέρτεροϲ καὶ ἀφαιρέϲει νέρτεροϲ. [*](Etym.) ὁμοίωϲ τὸ ἔνερθεν, νέρθεν· οὕτω καὶ ἐκ τοῦ ἐϲ κόρακαϲ τὸ ϲκορακίζειν.

[*](Soph.)

256 Νέϲϲοϲ: ὁ Κένταυροϲ, περὶ οὗ φηϲι Σοφοκλῆϲ. Δηϊάνειρά φηϲιν· οὕτωϲ ἔχει γ᾿ ἡ πίϲτιϲ, ὡϲ τὸ μὲν δοκεῖν ἔνεϲτι, πείρᾳ δ᾿ οὐ προϲωμίληϲά τω. ἀλλ᾿ εἰδέναι χρὴ δρῶϲαν, ὡϲ οὐδ᾿ εἰ δοκεῖϲ ἔχειν, ἔχοιϲ ἂν γνῶναι μὴ πειρωμένη.

[*](Etym.?)

257 Νέϲϲων: πόλιϲ Θεϲϲαλίαϲ. καὶ λίμνη Νεϲϲωνίϲ.

[*](Δ)

258 Νεϲτορέῃ: τῇ τοῦ Νέϲτοροϲ. καὶ Νεϲτόρειοϲ οἶκοϲ, τοῦ Νέϲτοροϲ.

[*](Δ)

259 Νεϲτορίδηϲ: πατρωνυμικόν.

[*](EV)

260 Νεϲτόριοϲ· μετὰ Μάνεντα καὶ Παῦλον καὶ Ἀπολινάριον καὶ Θεόδωρον ἐφάνη Νεϲτόριοϲ ἀπὸ Γερμανικείαϲ τῆϲ Συρίαϲ, τὸν θρόνον Κωνϲταντινουπόλεωϲ δραξάμενοϲ· ὁμοίωϲ τῇ φωνῇ τῶν ἐν Χριϲτῷ δύο [*](255 — κατώτεροϲ cf. (in Ο 225) ἐνέρτεροϲ—νέρθεν cf. Et. M. 340, 16 et 18; 719,7; An. Ox. 1, 290,18 256 οὕτωϲ sq. Soph. Tr. 590—593 257 Steph. Byz. (textu pleniori); λίμνη sq. cf. Strab. 9 p. 444, sch. Eur. Alc. 590 258 — Νέϲτοροϲ pr. cf. sch. 54, Ambr. 142 (in Θ 192). Νεϲτόρειοϲ οἶκοϲ ═ Ambr. 122 259 ═ Ambr. 101; gl. om. 260 — p. 457, 6 Εὐτύχηϲ Georg. 470, 10 et 21 471, 8 et 25—472,12 ═ EV 1, 142, 21; 143, 4 et 15; 144, 1—13) [*](255 cf. v. Ε 1258; extr. cf. v. ϲκορακίζειν) [*](A(GFVM))[*]( 1 ἀπὸ τοῦ δεϲμωτηρίου om. V, sed agnoscit Malal. τῷ om. V 2 ναί— 3 λέγει om. V 3 γὰρ] δὲ F 4 δὲ om. FV καὶ om. GM λεγόμενοϲ om. V 8 καὶ ἀπέλυϲα αὐτόν om. V, sed agnoscit Malal. ὁ δὲ Σίμων οὗτοϲ V ὁ δὲ Σ. F 9 δὲ om. A, qui ϲημείωϲαι ποταπ(όϲ) ὁ Σίμων mg. add. 11 κατὰ—13 ϲυνεδρίου licenter mut. V 13. 14 τοῦ δὲ Πιλάτου τὴν κεφαλὴν F 14 τηλικοῦτον] τοιοῦτον V 15 δίχα—προϲτάξεωϲ om. V ὡϲ—ὁ om. AFV; γνωμικόν add. F mg. AM Νέρων—16 πεφυρμένοϲ post p. 455, 14 Ῥωμαίῳ V 16 κεῖται—Αἰγαῖοϲ om. AFV mg. Ar κεῖται GM: ζήτει Ar 17 τὸ—18 ϲκορακίζειν om. AFV mg. 18 τὸ pr. G: τῷ 20 ἔχει γ᾿ οὕτωϲ ἡ A 21 τω] πω ss. M, Soph. 257 om. AFV mg. M 24 Νεϲτορίοϲ V cf. Ambr. 123 28 τοῦ θρόνου GMec)

457
φύϲεων κακοφρόνωϲ ἀποχρηϲάμενοϲ Παύλῳ καὶ Θεοδώρῳ τοῖϲ ἑαυτοῦ προγόνοιϲ· οὑὸϲ μὲν γὰρ ἦν τοῦ Κίλικοϲ, ἀπόγονοϲ δὲ τοῦ Σαμοϲατέωϲ. καὶ διὰ τοῦτο πρὸϲ τὴν ἁγίαν παρθένον καὶ θεοτόκον ἄϲπονδον ἤρατο πόλεμον. τρίτοϲ προϲτάτηϲ γεγονὼϲ τῆϲ Ἰουδαϊκῆϲ ταύτηϲ αἱρέϲεωϲ ἄλλον εἶναι παῤ ἑαυτῷ τὸν Χριϲτὸν καὶ ἄλλον τὸν θεὸν λόγον κατὰ τὴν πατρικὴν αὐτοῦ πλάνην ἐδογμάτιϲε. μετὰ δὲ τοῦτον Εὐτύχηϲ. οὖτοϲ δὲ ὁ Νεϲτόριοϲ φυϲικῶϲ εὔλαλοϲ ὢν πεπαιδεῦϲθαι μὲν ἐνομίζετο, [*](Ε) τῇ δὲ ἀληθείᾳ ἀνάγωγοϲ ἦν καὶ τὰϲ τῶν παλαιῶν ἑρμηνεύων βίβλουϲ ἀπηξίου μανθάνειν· τυφούμενοϲ γὰρ ὑπὸ τῆϲ εὐγλωττίαϲ οὐκ ἀκριβῶϲ προϲεῖχε τοῖϲ παλαιοῖϲ, ἀλλὰ πάντων κρείττονα ἐνόμιζεν ἑαυτόν.

261 Νέϲτωρ, Λαρανδεύϲ, ἐκ Λυκίαϲ, ἐποποιόϲ, πατὴρ Πειϲάνδρου [*](Hesy.) τοῦ ποιητοῦ, γεγονὼϲ ἐπὶ Σευήρου τοῦ βαϲιλέωϲ· Ἰλιάδα λειπογράμματον ἤτοι ἀϲτοιχείωτον· ὁμοίωϲ δὲ αὐτῷ ὁ Τρυφιόδωροϲ ἔγραψεν Ὀδύϲϲειαν· ἔϲτι γὰρ ἐν τῇ πρώτῃ μὴ εὑρίϲκεϲθαι ἄλφα καὶ κατὰ ῤαψῳδίαν οὕτωϲ τὸ ἑκάϲτηϲ ἐκλιμπάνειν ϲτοιχεῖον. Μεταμορφώϲειϲ, ὥϲπερ καὶ Παρθένιοϲ ὁ Νικαεύϲ, καὶ ἄλλα.

262 Νεοίη: θράϲοϲ νεότητοϲ, προπέτεια. ἐπίρρημα παῤ Ὁμήρῳ γίνεται [*](Δ) ἐκ τοῦ νέοϲ, νεοῖοϲ, ὡϲ ἠώϲ, ἠά, ἠοῖϲ.

[*](Etym.)

263 Νέοιϲ μὲν ἔργα, βουλὰϲ δὲ γεραιτέροιϲιν.

[*](Prov.)