Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

184 Νεοδαμώδηϲ: ὁ ἐλεύθεροϲ παρὰ τοῖϲ Λακεδαιμονίοιϲ.

[*](Thuc.)

185 Νεόδμητον: νεοδάμαϲτον. καὶ νεοδόμητον.

[*](Σ)

186 Νεοεργέϲ: προϲφάτω εἰργαϲμένον.

[*](Σ)[*](173 — μερίζω ═ Choer. Epim. Ps. unde Et. M. 606, 40 Νέμω, νομιῶ cf. P, H (Atticistis attr. Wentzel) τὴν — πόλιν Soph. OC 879 174 aliter Synt. Gud.; δοτικῇ ═ An. Ox. 4, 298, 1 175 ═ Synt. Gud.; — βόϲκω ═ Choer. Epim. Ps. 31, 20, unde Et. M. 606, 42; cf. sch. Luc. 270, 15, Apion 176 ═ P, Ba 307, 17 cf. H, aliter sch B 780 177 ϲυνεκπίπτει—κατάπλεα Ios. Bell. 1, 337 ἐκ sq. Ambr. 173 179 Νενηϲμένην: ϲεϲωρευμένην ═ P, Βα 307, 19 cf. H v. νένηται εὕρῃϲ—περυϲινῶν Xen. An. 5, 4, 27 τί — ϲωρεῦϲαι Ar. Nu. 1201—3 c. sch. 180 ═ P, H 181 ═ P, Βα 307, 20, Σα cf. sch. Φ 346 ═ Et. M. 600, 51; Ap. S. 116, 5; H 182 — νεογέννητον ═ P, Ba 307, 21 πνεύμων sq. cf. Eust. I. 483, 11 et O. 1436, 61, Moer. 207, 1 (c nota Piersoni), sch. Ar. Pac 1069, Phryn. Ecl. p. 305 183 ═ Ba 307, 22 cf. Orion 110, 8, unde Et. M. 600, 43 184 sch. Thuc. 7, 58, 3 cf. Poll. 3, 83, H 185 ═ P, Ba 307, 23 cf. H 186 ═ P cf. H)[*](176 cf. 165 179 Ar. cf. 302 et 340, v. A 1785 180 cf. 562 182 extr.)[*](1 Νέμω alt.] nov. gl. GM 174 om. AFV mg. Ar 175 om. AF mg. ArV A(GFVM) 4 αἰτιατικῇ post vs. 7 καὶ Mac, om. G 6 ἐπεπλήρωτο—7 νένακτο om. A; ἐπεπλήρωτο ss. Ar 6 δὲ om. FV 7 τέγη] γὲνη V 8 ἐκ—9 ἄρτοϲ ex mg. M: om. rell. 11 καὶ Νενηωμένην om. AFV ss. M 12 καὶ om. V 13 προβάτων AV 14 ἀμφορῆ Mec, Ar. 16.17 καὶ νῆϲαι διϲυλλαβῶϲ ss. M: om. rell. 19 Νεοαρδέα] Νεοαρδέ᾿ ἀλωήν G; ἀνλών ss. M cf. Φ 346 πεποτιϲμένα A cf. Hes. πεποτιϲμένη Σα 20 Νεογιλόν GMcc, Ba παρὰ— 21 νεογιλόν om. AFV mg. M 24 καὶ νεοδόμητον ss. M: om. rell.)
450
[*](Σ)

187 Νεοθαλήϲ: νεωϲτὶ βλαϲτήϲαϲα.

[*](Σ)

188 Νεοθανήϲ: νεωωτὶ τεθνεώϲ.

[*](Anth.)

189 Νεοθηγεῖ: νεωϲτὶ ἀκονηθέντι. ἡ δὲ ϲέθεν φθιμένηϲ πολιοὺϲ νεοθηγεῖ ϲιδήρῳ κείρατο γηραλέηω ἐν κεφαλῆϲ πλοκάμουϲ.

[*](Etym.?)

190 Νεοκαιϲάρεια: Ποντική, φαϲί, πόλιϲ. οἱ αὐτῆϲ καὶ Ἀδριανουπολῖται. ἔϲτι δὲ καὶ Βιθυνίαϲ.

[*](Σ)

191 Νεοκαταϲτάτοιϲ ἀνθρώποιϲ: φηωὶ Θουκυδίδηϲ. ἀντὶ τοῦ νεωϲτὶ κατῳκιωμένοιϲ.

[*](Hesy.)

192 Νεοκλῆϲ, Ἀθηναῖοϲ, φιλόϲοφοϲ, ἀδελφὸϲ Ἐπικούρου. ὑπὲρ τῆϲ ἰδίαϲ αἱρέϲεωϲ. ὅτι Νεοκλέουϲ ἐϲτὶ τό, λάθε βιώϲαϲ.

[*](Ar.)

193 Νεοκλείδου κλεπτίϲτεροϲ: οὗτοϲ κεκωμῴδηται, ὡϲ ῥήτωρ ἦν καὶ τυφλὸϲ καὶ ϲυκοφάντηϲ καὶ κλέπτηϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· Νεοκλείδηϲ, ὅϲ ἐϲτι μὲν τυφλόϲ, κλέπτων δὲ τοὺϲ βλέπονταϲ ὑπερηκόντιϲε.

[*](Σ)

194 Νεόκμητον: νεωϲτὶ κατεϲκευαϲμένον.

[*](Σ Δ)

195 Νεολαία: νέων ϲυναγωγή. ὁ νέοϲ λαόϲ. ὑπὲρ τοῦ τῆν περιτυχών. [*](Ε) νεολαίαν τὴν Ῥωμαίων ἀξιοζήλωϲ τε καὶ ἅμα τῷ θάρϲει διαγωνίζεϲθαι. καὶ Αἰλιανόϲ· λοιμὸϲ γὰρ τῇ Ἐφέϲῳ πόλει ἐνήκμαζεν οἷοϲ βαρύτατοϲ, προμοίροιϲ δὲ θανάτοιϲ διεφθείροντο ἡ νεολαία, καὶ ἧν ἀγονία καὶ Suid. μέντοι καὶ γυναικῶν καὶ τῆϲ ἀγέληϲ τῆϲ τετράποδοϲ. Νεωλέα δὲ ὁ τοῦ νεώ λαόϲ.

[*](Δ)

196 Νεόλεκτοϲ: ὁ νεωϲτὶ ἠθροιϲμένοϲ λαόϲ.

[*](Hom.)

197 Νέον· Ὅμηροϲ νέον ἡβώοντα οὐ λέγει νέον κατὰ ἡλικίαν, ἀλλὰ κατὰ μεϲότητα, οἷον νεωϲτὶ ἡβῶντα.

[*](E)

198 Νέονταϲ: νηχομένουϲ. ἐφεῖλκον καὶ ἵππουϲ νέονταϲ τρεῖϲ ἅμα καὶ τέτταραϲ τοῖϲ ἀγωγεῦϲι.

[*](Etym.?)

199 Νέον τεῖχοϲ: τῆϲ Αἰολίδοϲ ἐϲτὶ τόποϲ. ὁ ἐκεῖθεν Νεοτειχίτηϲ. ὡϲ καὶ τοῦ Χωλὸν τεῖχοϲ τὸ περὶ Καρίαν Χωλοτειχίτηϲ τὸ τοπικόν.

[*](Δ)

200 Νεόπλουτοϲ: ὁ νεωϲτὶ πλουτῶν.

[*](Soph.)

201 Νεορράντῳ: νεαρῷ ἀπὸ τοῦ αἵματοϲ. Σοφοκλῆϲ· καὶ μοί τιϲ αὐτὸν ϲὺν νεορράντῳ ξίφει πηδῶντα ἰδὼν ἐδήλωϲε.

[*](187 cf. Ba 30, 24—5, P, H, Zon. 1389 sch. Ξ 347 188 cf. Tim. ═ P 389 ἡ sq. Anth. 7, 181, 3—4 190 Steph. Byz. 191 ═ P cf. sch. Thuc. 3, 93, 2; Thuc. 3, 93, 2 192 — Ἐπικούρου cf. Laert. 10, 3 Νεοκλέουϲ sq. cf lul. ep. ad Themist. 255 b 193 Ar. Pl. 665—6 c. sch. 194 ═ P, Ba 307, 26, Zon. 1393 cf. H 195 — ϲυναγωγή ═ P cf. Βα 308, 8, Η ὁ νὲοϲ λαόϲ ═ Ambr. 140, Ps. Herodian. 90, Zon 1391 cf. H, P, Phryn 91, 1, sch. Luc. 3, 2 ὑπὲρ — διαγωνίζεϲθαι Aelian. fr. 269. λοιμὸϲ — τετράποδοϲ Aelian. fr. 49 196 cf. H 197 ═ sch. A (Aristonic.) in I 446 cf. Ap. S. 115, 27 198 ἐφεῖλκοω sq. Polyb. 3, 43, 4 199 Steph. Byz. (textu plenior.) 201 Soph. Ai. 29—31 c. sch. 30)[*](195 Ael. fr. 49 cf. vv. A 295 et Π 2518. Νεωλέα sq. ex 229 201 cf. v. O 488 A(GFVM) 190 om. AFV mg. M 9 ὑπέρ] ἔγραψε ὑπὲρ GM 192—3 inverso ord. 16 τὴν] τῶν A ἅμα τῷ] ἀμάχῳ Bekk. 18 διεφθείρετο F, Toup ἀγωνία FV 19 Νεωλέα—20 λαόϲ om. AGFM mg. Ar; ad init. Gl. Ν. δὲ φαϲιν ὁ τοῦ νεὼ λεώϲ ss. M 24 νέονταϲ GM, Polyb.: om. AFV, 199 om. AFV mg. M 26 τοῦ G: τὸ M 29 νεαρῷ] νέον ῥανθέντι ἐξ αἵματοϲ ss. M cf. sch. 30 πηδῶν F)
451

202 Νέορτον: νέον. τί δ᾿ ἐϲτίν, ὦ παῖ Λαΐου, νέορτον αὖ;

[*](Soph.)

203 Νεορρύτοιϲ: νεωϲτὶ ῥέουϲι.

[*](Σ)