Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

143 Νεκτάρεον: ἡδύ, καλόν, εὐῶδεϲ. ἐπὶ τοῦ νεκταρέου ἑανοῦ. καὶ νέκταρ, θεῶν πόμα, καὶ οἶνοϲ οὕτωϲ, ὡϲ Ἀναζανδρίδηϲ. καὶ τὸ βρῶμα τῶν θεῶν· ὁ αὐτόϲ.

[*](Σ)

144 Νεκταρέου: θείου. Νέκταρ δέ, τουτέϲτι νεόκταρ, τὸ νέουϲ ποιοῦν [*](Suid.) τοὺϲ πίνονταϲ. ἣ οὗ ϲτέρηϲιϲ τῆϲ κτήϲεωϲ τοῖϲ πολλοῖϲ. οὕτω δὲ καὶ ἀμβροϲία [*](Etym.) οὐ μόνον ἡ ὑπεραναβαίνουϲα ῥοὴν, τὴν καταφθοράν, ἀλλὰ καὶ ἣν οὐκ ἔχει βροτόϲ.

[*](Σ)

145 Νεκυόμαντιϲ: ὁ ἐπερωτῶν τὸν νεκρόν.

[*](EL.)

146 Νεκυία: ἡ τῶν νεκρῶν ἑορτή, φρουδίγα παρὰ Πέρϲαιϲ, Ἑλληνικὴ νεκυία. καὶ Νεκυοϲτόλοϲ, ὁ τοὺϲ νεκροὺϲ διαπερῶν. τὸν [*](Anth.) κύνα Διογένην, νεκυοϲτόλε, δέξαι πορθμεῦ, γυμνώϲαντα βίου παντὸϲ ἐπιϲκύνιον.

[*](Σ)

147 Νέκυϲ: νεκρόϲ.

[*](Etym.?)

148 Νέμαυϲοϲ: πόλιϲ Ἰταλική. ἀπὸ Νεμαύϲου Ἡρακλείδου.

[*](Etym.?)

149 Νεμέα: τὸποϲ καὶ πόλιϲ.

[*](Δ)

150 Νέμεα καὶ Ἴϲθμια: τόποι, ἐν οἷϲ ἐτελοῦντο ἐπέτειοι ἀγῶνεϲ. [*](Etym.?) ὅθεν καὶ λέων Νεμεαῖοϲ, ὃν ἐκεῖ νεμόμενον ἀνεῖλεν Ἡρακλῆϲ. λέγεται δὲ καὶ θηλυκῶϲ ἡ Νεμέα, ὁ τόποϲ.

[*](Harp.)

151 Νεμέαϲ αὐλητρρίδοϲ μνημονεεύει Ὑπερίδηϲ ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέουϲ, [*](Δ) εἰ γνήϲιοϲ. καὶ Νεμέαϲϲέλινα. οἷϲ ἐϲτέφοντο οἱ νικηταί.

[*](Harp.)

152 Νεμέαϲ χαράδρα: τόποϲ τιϲ οὕτωϲ ἐκαλεῖτο ἐν Πελοποννήϲῳ.

[*](Σ)

153 Νεμεϲᾷ: μέμφεται.

[*](140 — νεκροί ═ P, Ba 307, 7 cf. H καταχρηϲτικῶϲ sq. cf. Et. M. 600, 2 aliter sch. E 886 ═ H 141 ═ Synt. Gud. et Laur., An. Ox. 4, 298, 3 142 — ἐπαϊόντων cf. Paroem. ed. Gsf. 83, n. 691 νέκρουϲ sq. Astramps. 143 ═ P. νέκταρ—πόμα ═ Ba 307, 8, sch. Δ 3, Ap. S. 115, 20, Et. M. 600, 12, sch. Luc. 42, 18 cf. H. οἶνοϲ sq. cf. Ath. 2, 39a, H; Γ 385; Anaxandr. fr. 57 (2, 160 K.) 144 — θείου ═ P, Ba 307, 9, sch. Γ 385 cf. Ambr. 85, H; Et. Gen. ═ Et. M. 600, 22 vs. 9 οὖ—πολλοῖϲ cf. Et. M. 600, 16. ἣν sq. cf. Et. M. 80, 50 et 54 145 ═ P, Ba 307, 10 146 —νεκυία Men. Prot. fr. 15, FHG 4, 220b ═ EL 189, 11—12 τὸν sq. Anth. 7, 63 147 ═ P, Ba 307, 11, Ambr. 83, Et. M. 600, 2 cf. sch. A 52, H; An. Ox. 1, 296, 29, unde Et. M. 599, 55 148 Steph. Byz. 149 Steph. Byz. cf. Zon. 1391 150 l. ═ Ambr. 149. τόποι + ὅθεν—Νεμεαῖοϲ cf. L ὅθεν sq. cf. Et. M. 600, 23 et 28 151 —γνήϲιοϲ Harp. cf. Ath. 13,587 c, P; Hyper. fr. 142 152 Harp. ═ P 153 ═ P, Ba 307, 12 cf. H)[*](144 Νέκταρ—πίνονταϲ ex n. A 1537 146 Anth. cf. v. E 2591 158 cf. 155—6)[*](A(GFVM))[*](5 Νεκτάριον G νεκταρείου FVMac 6 ὡϲ om. GM 8 Νεκταρίου V, Ba Νέκταρ—9 πίνονταϲ om. AF mg. V 9 πίνονταϲ GM: πίιοναϲ V ἤ—11 βροτόϲ om. AFV mg. M 10 ῥοή G 146 extra ord. 13 φρουδίγα—14 καὶ om. V 13 φρουδίγα AF: φρούδη γᾶ GM φουρδίγαν Exc. 14 Νεκυοϲτόλοϲ—16 ἐπιϲκύνιον post 150 V 15 Διογένη GFM 17 ὁ νεκρόϲ A, Ambr. 148 om. AFV mg. M 149 om. A; Νεμέα om. FV 150 non nov. gl. FVM 20 πόποϲ F cf. vs. 19 21 ὅθεν — 22 τόποϲ om. AFV mg. ante 148 M 23. 24 Προκλέουϲ (propter cp.) AFV 24 οἷϲ — νικηταί ss. M: om. rell. 25 Νεμέα GV 26 Νεμεϲεῖ G Νεμεϲᾶται V)
447

154 Νεμεϲᾶν: τὸ ἐμποδὼν ἵϲταϲθαι τοῖϲ πραττομένοιϲ κατὰ γνώμην. ἢ μᾶλλον μὴκατὰ γνώμην.

155 Νεμεϲηθείϲ: μεμφθείϲ. νεμεϲηθεὶϲ δ᾿ ἀλόχῳ κατορχήϲει βέλει [*](Σ + Ε) τρωθεὶϲ λείπει τὸν βίον. Ἰώϲηποϲ· παρεκάλει τὸν θεὶν νεμεϲῆϲαι [*](E) μὲν ταῖϲ τῶν πολεμίων ἐλπίϲιν, ἐλεῆϲαι δὲ τὸν αὐτοῦ λαόν. καὶ αὖθιϲ· εἰ δὲ νεμεϲηθείην τῆϲ ἐπιβολῆϲ, ἴϲθι με μὴ πταίϲαντα παῤ [*](E) ἐλπίδαϲ.

156 Νεμεϲήϲομαι: φθονῶ. καὶ Νεμεϲῆϲαι, μέμψαϲθαι.

[*](Σ + Δ)

157 Νεμεϲητικόϲ: ὁ ἐναντίοϲ τῷ ξφθονερῷ. ὁ μὲν γὰρ φθονερὸϲ [*](Phil.) λυπεῖται ἐπὶ ταῖϲ τῶν καλῶν εὐπραγίαιϲ, ἐπεὶ καὶ ὁ φθόνοϲ τοιοῦτον, νεμεϲητικὸϲ δὲ ὁ λυπούμενοϲ ἐπὶ ταῖϲ τῶν κακῶν εὐπραγίαιϲ· τοιοῦτον γὰρ ἡ νέμεϲιϲ. ὥϲτε ὁ νεμεϲητικὸϲ οὐ φθονερόϲ. ἔϲτι δὲ τὸ πρόβλημα ὁρικόν. ζήλῳ ῥητόρων τοῦτο λέγει· ὁριζομένου γὰρ τινοϲ φθοωερὸν εῖναι καὶ τὸν λεγόμενον νεμεϲητικόν, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸϲ μέμφεταί τιναϲ, ἀνθοριζόμεθα, οὐ τὸν νεμεϲητικὸν τοιοῦτον εἶναι, εἴπερ ὀρθῶϲ μέμφεται, ἀλλὰ τὸν μὴ δέοντα μεμφόμενον· αὐτὸϲ γάρ ἐϲτι φθονερόϲ.

158 Νεμεϲητόν: μεμπτόν.

[*](Σ)

159 Νεμέϲια· Δημοϲθένηϲ ἐν τῷ κατὰ Σπουδίου. μήποτε ἑορτή τιϲ [*](Harp.) Νεμέϲεωϲ, καθ᾿ ἣν τοῖϲ κατοιχομένοιϲ ἐπετέλουν τὰ νομιζόμενα. Νεμέϲια οὖν ἡ ἐπὶ τοῖϲ νεκροῖϲ γινομένη πανήγυριϲ, ἐπεὶ ἡ νέμεϲιϲ [*](Σ) ἐπι τῶν νεκρῶν τέτακται.

160 Νεμεϲίζει: μέμφεται.

[*](Σ)

161 Νεμεωίων: ὄνομα κύριον. ὁ δὲ Νεμεϲίων ἀνεπτεροῦτο καὶ [*](Δ) μετέωροϲ ἦν ταῖϲ ἐλπίϲι καὶ ἐδόκει ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι ἐμοὶ περιτυχών.

162 Νέμεϲιϲ: ἡ δίκη. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἰὼ Νέμεϲι, βαρύβρομοί τε [*](Ar.?) βρονταί.