Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

382
[*](Ps. Suid.?)

864 Μὴ ἀποϲκορακίϲῃϲ με: μὴ ἐκδιώξῃϲ με. μὴ ἐϲ κόρακαϲ ἐκβάλῃϲ.

[*](Suid.)

865 Μηδ᾿ ἄκανθα ἀμύξῃ τοὺϲ ἀγαθούϲ.

[*](Δ)

866 Μήδαμα: ὄνομα τόπου παρὰ Ἰωϲήπῳ.

[*](Prov.)

867 Μηδ᾿ ἀμελῶ: ἐπὶ τῶν καταφρονουμένων.

[*](Δ)

868 Μηδαμῇ καὶ Μηδαμοῦ καὶ Μηδαμῶϲ.

[*](Δ)

869 Μηδαμινόϲ: ὁ εὐτελήϲ.

[*](Ar.)

870 Μηδ᾿ αὖ πλαδίῃ: ἀντὶ τοῦ μηδὲ πληϲίον γένοιτό μοι τοῦτο, ὅπερ λέγειϲ.

[*](871)

Μήδεα: τὸ αἰδοῖον καὶ τὰ βουλεύματα.

[*](Prov.)

872 Μηδὲ κάρφοϲ κινεῖν: ἐπὶ τοῦ ἡϲύχου.

[*](Prov.)

873 Μηδὲ μέλι μηδὲ μελίϲϲαϲ: ἐπὶ τῶν μὴ βουλομένων παθεῖν τι φαῦλον μετ᾿ ἀγαθοῦ.

[*](Ar.)

874 Μηδὲν μακρὰν ἀπέλθῃϲ: παρὰ Ἀριϲτοφάνει. τὸ δεν παρέλκει κατ᾿ Ἀττικούϲ.

[*](Prov.?)

875 Μηδέν ποτ᾿ εἴην ἄλλο, πλὴν θεῷ φίλοϲ: ἐϲ ὅϲον ὑπὸ [*](Σ) τὴν αὐτοῦ λῆξιν καὶ τὸ αὐτοῦ κράτοϲ ἀριθμοῦμαι. Λῆξιϲ δὲ λέγεται παῦϲιϲ.

[*](Prov.?)

876 Μηδέποτε δουλεύϲαϲα γυνὴ δέϲποινα γένηται.

[*](Prov.)

877 Μηδέποτ᾿ εὖ ἔρδειν γυναῖκα μηδὲ γείτονοϲ κύνα μηδὲ κυβερνήτην φίλυπνον πὴ λάλον κωπηλάτην: παραινεῖ μὴ εἰϲ ἄχρηϲτα ἀναλίϲκειν.

878 Μήδεια, Κολχίϲ, ἡ Αἰήτου θυγάτηρ, φαρμακιϲτάτη γυναικῶν· ἥτιϲ ἀϲινῶϲ ἐποίηϲε τὸν Ἰάϲονα Ζεύξαντα τοὺϲ πυριπνόουϲ ταύρουϲ ἀρόϲαι τὴν γῆν. καὶ λαβὼν τὸ χρυϲόμαλλον δέραϲ ἠγάγετο τὴν Μήδειαν. [*](Nuid.) ὅτι οἱ Ἕλληνεϲ τὴν νάφθαν καλοῦϲι Μηδείαϲ ἔλαιον.

[*](Δ)

879 Μὴ δείϲαβτεϲ: μὴ φοβηθέντεϲ.

[*](Δ)

880 Μήδη: ὄνομα κύριοον· Μηδία δὲ χώρα· Μίδεια, πόλιϲ.

[*](Δ)

881 Μηδίαϲ: ὁ ῥήτωρ.

[*](864 — με alt. cf. An. Ox. 2, 460, 23, H 866 ═ Ambr. 670 ; Ios. Ant. 13, 11 cett. 867 cf. Paroem. Ed. Gsf. 79 n. 665 868 cf. Ambr. 686—7, Ps. Hero- dian. 85 869 ═ Ambr. 584 cf. 674 870 sch. Ar Lys. 990 871 Artem. 1 , 45 cf. Ambr. 668, Ap. S. 112, 14 (unde plenius H). Ps. Herodian. 85, Et. M. 583, 33, Apion. αἰδοῖον cf. sch. Ζ 129. Βουλεύματα ═ P Ba 300 , 21 872 cf. Diogen. VI 67; l. Ar Lys. 474 873 ═ Paroem. ed. Gsf. 79 n. 663 874 Ar. Ran. 434 c. sch. Plenior. 877 cf. PAroem. ed Gsf. 79 n. 667 879 ═ Ambr. 687 880 cf. L, Ps. Herodian. 85, Zon. 1357 881 cf. Ambr. 600)[*](864 cf. v. A 3531 unde fort. μὴ ἐϲ sq. 865 ex v. A 1688 871 cf. 889 875 Λῆξιϲ sq. cf. v. Λ 465 877 cf. 973 et v. A 4716 878 ὅτι sq. ex. V. φάρμακον 879 cf. v. Δ 367)[*](Α(GFVM))[*](864 om. AFV mg. Ar; ἄλλο μὴ ἀοϲκορακίϲῃϲ με: μὴ ἀποτινάξῃϲ με ώϲ ὁ χαλκεὺϲ τὴν ϲκορίαν ἀπὸ τοῦ ϲιδήρου mg. inf. add. Ar 1 μὴ ἐκδιώξῃϲ μιε om. Ar ἐκβάλῃϲ GM: ἐκπέμψῃϲ Ar 865 om. AF post 867 V 3 Μήδαβα Ios. 4 Μηδ᾿ ] Μήδων Paroem. 870 post 865 GVM 7 μοι] μου Α 9 τὰ αἰδοῖα Α, Ambr. Ap. S. Hes. Apion 11. 12 παθεῖν τι] τι παθεῖν Α 13 δεν GM sch.: δὲ ν AFV 15 φίλον F 22 φαρμακεϲτάτη AV 23 ἀϲιανῶϲ F 25 ὅτι—ἔλαιον om AFV mg. Ar 27 Μήδη] Μήδεια Laur. Et ex Zon. Bhd. Μηδία] Μηδεία F Μίδεια πόλιc ex V (nov. gl.), Laur. 28 Μήδιοϲ Ambr.)
383

882 Μηδίζω: τὰ τῶν Μήδων φρονῶ. καὶ Μηδίϲαντεϲ.

[*](Δ)

883 Μηδικὴ πόα: ἡ τρίφυλλοϲ λεγομένη. ἐκ τῶν Μηδικῶν τὸν [*](Δ) λεγόμενον παπῷον ἔρανον. ἐγένετο ἐπὶ τῶν Μηδικῶν ψήφιϲμα, ὥϲτε [*](Ar.) ἕκαϲτον κατὰ δύναμιν ϲυμβάλλεϲθαι εἰϲ τὰ κοινὰ χρήματα. ταῦτα δὲ ἔταξεν Ἀριϲτείδηϲ δοῦναι τοῖϲ ϲυμμάχοιϲ, εἰ τοῖϲ βαρβάροιϲ πολεμοῖεν. ζήτει περὶ Μηδικῆϲ ἀρχῆϲ ἐν τῷ Ἀϲϲύριοι.